Είτε από εντιμότητα είτε από αφέλεια, ο Ευκλ. Τσακαλώτος πρέπει να είναι ένας από τους πιο ειλικρινείς έλληνες πολιτικούς.

Η τελευταία του επίδοση είναι ότι είπε φωναχτά εκείνο που κάθε οπαδός του ΣΥΡΙΖΑ ονειρεύεται χωρίς να το ομολογεί. Οτι δηλαδή θέλει να κυβερνήσει ξανά.

Ανεξαρτήτως προηγούμενης απόδοσης. Και ενδεχομένως ανεξαρτήτως μελλοντικής εκλογικής επίδοσης.

Ο Τσακαλώτος είπε ότι θα πάρει τον Βαρουφάκη, θα βρει κάποιους ξέμπαρκους, θα μιλήσει με το ΚΚΕ, θα μαζέψει ίσως και τον Ανδρουλάκη στον ρόλο του Καμμένου (για την ακρίβεια αυτό δεν το είπε ο Τσακαλώτος αλλά ο Τσίπρας την επομένη στον ΣΕΤΕ) και με τη βοήθεια της απλής αναλογικής θα φτιάξουν κυβέρνηση (συνέντευξη ΕΤ1, 21/6).

Μπορεί μετά να κατηγόρησε τους Νεοδημοκράτες που τον κρέμασαν στα μανταλάκια για «μειωμένη αντιληπτική ικανότητα» αλλά αυτό ακριβώς είπε διότι αυτό ακριβώς εννοούσε.

Κι όχι μόνο το είπε, αλλά και το δικαιολόγησε. Μπορεί η κυβέρνηση που θα προκύψει να είναι λίγο καρναβάλι αλλά τουλάχιστον θα είναι «ριζοσπαστική, αριστερή, προοδευτική».  

Δηλαδή; Τρέχα γύρευε.  

Διότι δεν θυμάμαι τον Τσακαλώτο (ή τον Βαρουφάκη…) να έχει κάνει κάτι προοδευτικό ή να είπε κάτι προοδευτικό. Τουλάχιστον με την ουσιαστική έννοια του όρου κι όχι με απόφαση του ιδίου.  

Τους φόρους θυμάμαι και κάτι κρύα καλαμπούρια για σαρανταποδαρούσες και τη Σκάρλετ Γιόχανσον. Κι ότι την τελευταία φορά που συνεργάστηκε με τον Βαρουφάκη μάς κόστισε περίπου 100 δισ.  

Αλλά εδώ το πρόβλημα δεν είναι ο Τσακαλώτος, ούτε ο Βαρουφάκης ούτε καν η Αριστερά. Είναι η μέθοδος.

Οτι δεν χρειάζεται να συμφωνούμε, ούτε να ξέρουμε ούτε καν να μας προτιμήσουν στις εκλογές, αρκεί να κυβερνήσουμε.

Είναι η ανακήρυξη της σπουδαιότητας και η επιβεβαίωση της χρησιμότητας. Μέσα από τη βεβαιότητα της αναγκαιότητας.

Με άλλα λόγια, ένα remake του 2015. Ελπίζω τουλάχιστον στην εκδοχή της φάρσας και όχι της τραγωδίας.