Το 2019 βρίσκει την Ευρώπη σε αναταραχή. Κατ’ αρχάς, το Brexit, το οποίο έχει βυθίσει στο χάος τη Βρετανία αλλά δεν παύει να είναι και ένας ακρωτηριασμός της ΕΕ -, η πρώτη αποχώρηση κράτους-μέλους, και μάλιστα σε μια δύσκολη περίοδο. Επειτα, η συνέχιση των διαδηλώσεων από τα «κίτρινα γιλέκα» στη Γαλλία και από τους πολεμίους του «νόμου της σκλαβιάς» στην Ουγγαρία. Αν και η γαλλική κυβέρνηση ικανοποίησε τα αρχικά αιτήματα των «κίτρινων γιλέκων» και υποσχέθηκε εθνικό διάλογο, οι κινητοποιήσεις ζητούν πλέον την ανατροπή των κυβερνώντων. Στα «κίτρινα γιλέκα» προστέθηκαν, στη διάρκεια των χριστουγεννιάτικων διακοπών, τα «κόκκινα στυλό», στα οποία οργανώνονται οι εκπαιδευτικοί που θεωρούν ότι η κυβέρνηση τους έχει αφήσει στο περιθώριο.

Το σκηνικό αυτό της γενικευμένης δυσαρέσκειας συμβαίνει σε μια Ευρώπη αδύναμων κυβερνήσεων (τα 14 από τα 28 κράτη-μέλη έχουν κυβέρνηση μειοψηφίας). Οχι μόνο είναι μειοψηφίας αλλά και δυσκολεύτηκαν πολύ να σχηματιστούν. Αυτό οφείλεται στον κατακερματισμό του πολιτικού σκηνικού και στην άνοδο των ακροδεξιών – λαϊκιστικών κομμάτων που καθιστούν δυσκολότερη την επίτευξη συμμαχιών.

Παράλληλα, η δημοκρατία υποχώρησε στην Ευρώπη περισσότερο απ’ όσο σε κάθε άλλη περιοχή του κόσμου, σύμφωνα με τον ετήσιο Δείκτη Δημοκρατίας του Economist Intelligence Unit. Η μεγαλύτερη υποχώρηση όσον αφορά τα κράτη-μέλη της ΕΕ καταγράφεται στην Ιταλία, η οποία έπεσε 12 θέσεις στην παγκόσμια κατάταξη (από την 21η κατρακύλησε στην 33η) ύστερα από την ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας από το λαϊκιστικό Κίνημα 5 Αστέρων και την ακροδεξιά Λέγκα.

Σε αυτό το δύσκολο πλαίσιο, με την αρχή της νέας χρονιάς εντάθηκε η προεκλογική εκστρατεία για τις ευρωεκλογές του Μαΐου. Εντός του μπλοκ της Ευρώπης των Εθνών, όπως αυτοαποκαλούνται οι ευρωσκεπτικιστές εθνολαϊκιστές, υπάρχει ένας ανταγωνισμός για το ποιος κρατά τα πρωτεία ανάμεσα στον πρωθυπουργό της Ουγγαρίας Βίκτορ Ορμπαν, τον πρώτο διδάξαντα και αρχαιότερο τη τάξει, και τον αναπληρωτή πρωθυπουργό της Ιταλίας Ματέο Σαλβίνι, ανερχόμενο αστέρα του ευρωπαϊκού εθνολαϊκισμού και προερχόμενο από μια μεγάλη, ιδρυτική χώρα της ΕΕ.

Παρά τις διαφορές και τους ανταγωνισμούς τους όμως, οι εθνολαϊκιστές συμφωνούν σε ένα πράγμα, το οποίο αποτελεί σημαντική και ανησυχητική εξέλιξη της στρατηγικής τους: δεν επιθυμούν πλέον να καταργήσουν την ΕΕ αλλά να την αλλάξουν εκ των έσω και να τη φέρουν στα μέτρα τους. Απέναντί τους, το μπλοκ των ευρωπαϊστών, «φεντεραλιστών», με επικεφαλής τον γάλλο πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν, θα δυσκολευθεί να «πουλήσει» την Ευρώπη προεκλογικά στους ψηφοφόρους, από τους οποίους οι μισοί, σύμφωνα με το τελευταίο Ευρωβαρόμετρο του Δεκεμβρίου, θεωρούν ότι η ΕΕ πηγαίνει προς τη λάθος κατεύθυνση.

Η Βρετανία σε αδιέξοδο

Στη συζήτηση για το Brexit, η οποία ξεκίνησε την Τετάρτη στο βρετανικό Κοινοβούλιο και θα ολοκληρωθεί μεθαύριο, Τρίτη, με την ψηφοφορία για τη Συμφωνία Αποχώρησης της Βρετανίας από την ΕΕ, η πρωθυπουργός Τερέζα Μέι υπέστη ήδη δύο σημαντικές ήττες – πριν από τη μεγαλύτερη μεθαυριανή, όταν η συμφωνία θα καταψηφιστεί, όπως όλα δείχνουν, από την πλειοψηφία των βουλευτών. Οι βουλευτές πέρασαν μια τροπολογία που θα δυσκολέψει την είσπραξη φόρων από την κυβέρνηση σε περίπτωση αποχώρησης της Βρετανίας από την ΕΕ χωρίς συμφωνία (No Deal) και, κυρίως, ψήφισαν ότι σε περίπτωση καταψήφισης της συμφωνίας η Μέι θα έχει τρεις ημέρες για να παρουσιάσει ένα Σχέδιο Β – το οποίο δεν φαίνεται να διαθέτει. Σε εκείνο το σημείο, οι βουλευτές θα μπορούν να υποβάλουν προς ψήφιση τις δικές τους εναλλακτικές, που πιθανότατα θα περιλαμβάνουν τη διοργάνωση ενός νέου δημοψηφίσματος για το Brexit, προοπτική που κερδίζει έδαφος τελευταίως.

Ενα άλλο ενδεχόμενο που κερδίζει έδαφος είναι η παράταση της προθεσμίας για το Brexit, από τις 29 Μαρτίου που είναι σήμερα ως τον Ιούνιο ή τον Ιούλιο. Οι Βρυξέλλες δεν φαίνονται διατεθειμένες να κάνουν περισσότερες παραχωρήσεις προς τη Μέι, κυρίως όσον αφορά την παραμονή της Βρετανίας στην τελωνειακή ένωση μέχρι να λυθεί το θέμα των συνόρων της Βόρειας Ιρλανδίας με την Ιρλανδία, το λεγόμενο backstop. Η Μέι ζητεί να οριστεί μια καταληκτική ημερομηνία για το backstop αλλά κάτι τέτοιο είναι δύσκολο, διότι στην πραγματικότητα δεν υπάρχει λύση που να κρατά τη Βρετανία εκτός τελωνειακής ένωσης με την ΕΕ αλλά παράλληλα να μην επαναφέρει το «σκληρό» σύνορο Βόρειας Ιρλανδίας – Ιρλανδίας.

Οι «27» όμως θα μπορούσαν να συμφωνήσουν σε μια παράταση της προθεσμίας για το Brexit, μόνο όμως αφού καταψηφιστεί το παρόν σχέδιο αποχώρησης και ζητήσει την παράταση η βρετανική Βουλή. Παράταση θα μπορούσε να δοθεί και αν αποφασιστεί ένα δεύτερο δημοψήφισμα, το οποίο υπολογίζεται ότι θα χρειαστεί πέντε μήνες για να διοργανωθεί. Η Μέι προσπαθεί να περάσει το σχέδιό της, το οποίο δεν αρέσει ούτε στους οπαδούς ενός σκληρού Brexit ούτε βεβαίως σε εκείνους που επιθυμούν την παραμονή της χώρας στην ΕΕ, κραδαίνοντας τον μπαμπούλα ενός Brexit χωρίς συμφωνία. Αυτό βυθίζει τη χώρα σε ακόμα μεγαλύτερο χάος και αβεβαιότητα. Την ίδια αβεβαιότητα αισθάνεται, σε μικρότερο βαθμό, και η ΕΕ από την προοπτική του No Deal που αρέσει μόνο στους οπαδούς του σκληρού Brexit.

Στην αβεβαιότητα συμβάλλει και η διφορούμενη ως προς το Brexit στάση του ηγέτη των Εργατικών Τζέρεμι Κόρμπιν, ο οποίος ζητεί εκλογές αλλά δεν είναι σαφές αν του βγαίνουν τα «κουκιά» για να τις πετύχει, κωφεύοντας στις απαιτήσεις των ψηφοφόρων του για ένα δεύτερο δημοψήφισμα.

Η σοβαρότερη εξέλιξη των τελευταίων ημερών όμως ήταν οι λεκτικές επιθέσεις προς τη βουλευτίνα των Συντηρητικών Αννα Σούμπρι, η οποία είναι κατά του Brexit και υπέρ ενός δεύτερου δημοψηφίσματος, από διαδηλωτές που φορούσαν κίτρινα γιλέκα σε μια αναφορά προς τους Γάλλους. Αυτοί αποκάλεσαν τη Σούμπρι «ναζί», ξυπνώντας μνήμες από τη δολοφονία της ευρωπαΐστριας βουλευτίνας των Εργατικών Τζο Κοξ από ακροδεξιό το 2016, μία εβδομάδα πριν από το δημοψήφισμα για το Brexit. Η κατάσταση είναι έκρυθμη στη Βρετανία, το αδιέξοδο μεγάλο και ο γκρεμός του No Deal επικίνδυνα κοντά.

Οργισμένες διαδηλώσεις

Τα «κίτρινα γιλέκα» στη Γαλλία, που πρωτοκατέβηκαν στους δρόμους τον Νοέμβριο διαμαρτυρόμενα για έναν οικολογικό φόρο στα καύσιμα τον οποίο ο Μακρόν έχει έκτοτε αποσύρει, συνεχίζουν να διαδηλώνουν και να «τα σπάνε». Μάλιστα, το περασμένο Σάββατο 3.000 άτομα βγήκαν στους δρόμους του Παρισιού και πραγματοποίησαν πρωτοφανή επίθεση στο υπουργείο του εκπροσώπου της κυβέρνησης (ο υπουργός, Μπενζαμέν Γκριβό, φυγαδεύθηκε από την πίσω πόρτα), ενώ έκαψαν αυτοκίνητα στο Μπουλβάρ Σεν Ζερμέν. Σε ολόκληρη τη Γαλλία, διαδήλωσαν 50.000 άτομα – στη Ρεν, πρωτεύουσα της Βρετάνης, έσπασαν την πόρτα του δημαρχείου, στην Τουλούζη ξήλωσαν πεζοδρόμια και πέταξαν τις πλάκες στους αστυνομικούς. Η οργή των «κίτρινων γιλέκων» πλέον δεν στρέφεται κατά του (αποσυρθέντος) φόρου αλλά κατά της κυβέρνησης γενικότερα.

Τη σκυτάλη παίρνουν πλέον και οι εκπαιδευτικοί, οι οποίοι τον Οκτώβριο δημιούργησαν το κίνημα #pasdevagues (όχι κύματα) για να καταγγείλουν την έλλειψη υποστήριξης από την ηγεσία τους απέναντι στη σχολική βία που είναι σε άνοδο στη Γαλλία. Στα μέσα Δεκεμβρίου, έξι εκπαιδευτικοί εγκαινίασαν την ομάδα «κόκκινα στυλό» στο Facebook, η οποία, μέχρι να ξανανοίξουν τα σχολεία αυτή την εβδομάδα, είχε ήδη ξεπεράσει τα 60.000 μέλη (7% του συνόλου των εκπαιδευτικών). Και τα «κόκκινα στυλό» στρέφονται εναντίον του Μακρόν επειδή στο διάγγελμά του στις 10 Δεκεμβρίου, όταν απέσυρε τον οικολογικό φόρο στα καύσιμα και ανακοίνωσε αύξηση του κατώτατου μισθού και μείωση της φορολογίας των συνταξιούχων, δεν έκανε κουβέντα για τα αιτήματα των εκπαιδευτικών – παρά το γεγονός ότι πολλά σχολεία βρίσκονταν υπό κατάληψη από τους μαθητές. Στα αιτήματα των «κόκκινων στυλό» έχει προστεθεί πλέον η αύξηση της αγοραστικής δύναμης και το ξεπάγωμα των αυξήσεων των μισθών τους. Τώρα εξετάζουν τη διοργάνωση κινητοποιήσεων.

Οι Ούγγροι αντιμέτωποι με τον «νόμο της σκλαβιάς»

Στην Ουγγαρία ο Ορμπαν κυβερνά από το 2010 και επανεξελέγη για τρίτη θητεία τον Απρίλιο σε εκλογές που θεωρήθηκαν ελεύθερες αλλά όχι δίκαιες. Η σταγόνα που έκανε το ποτήρι να ξεχειλίσει ήταν ο αποκαλούμενος «νόμος της σκλαβιάς» που υποχρεώνει όλους τους εργαζομένους να κάνουν ως και 400 ώρες υπερωρία τον χρόνο, τις οποίες όμως θα πληρώνονται ως και τρία χρόνια αργότερα.
Οταν ο Ορμπαν άλλαξε το Σύνταγμα για να ενισχύσει το κόμμα του, Φιντέζ, οι Ούγγροι δεν ξεσηκώθηκαν. Οταν «κολλητοί» του πρωθυπουργού αγόρασαν όλα τα ιδιωτικά μέσα ενημέρωσης, δεν αντέδρασαν. Οταν η κυβέρνηση ανάγκασε το Πανεπιστήμιο της Κεντρικής Ευρώπης να αποχωρήσει από την Ουγγαρία, δεν μίλησαν. Ούτε όταν έστησε ένα παράλληλο δικαστικό σύστημα, που θα ελέγχεται από τον υπουργό Δικαιοσύνης και θα υπερισχύει των ανεξάρτητων δικαστηρίων.

Ο «νόμος της σκλαβιάς» ήταν εκείνος που κατάφερε να ενώσει την αντιπολίτευση και να πυροδοτήσει τις πιο σοβαρές διαδηλώσεις αφότου ανέβηκε στην εξουσία ο Ορμπαν. Αρχικά, ο πρωθυπουργός τις υποτίμησε, κατηγορώντας τον μεγαλοεπενδυτή Τζορτζ Σόρος ως υποκινητή τους. Αυτό όμως εξόργισε περισσότερο τους διαδηλωτές, οι οποίοι το περασμένο Σάββατο κατέβηκαν για πολλοστή φορά στους δρόμους της Βουδαπέστης διαμαρτυρόμενοι ότι η χώρα τους ολισθαίνει προς τη δικτατορία και καλώντας τον Ορμπαν να παραιτηθεί.
«Τα κρατικά μέσα ενημέρωσης, που βρίσκονται υπό σκληρό πολιτικό έλεγχο, δεν αναφέρονται καθόλου στις διαδηλώσεις ή όταν αναφέρονται σε αυτές το κάνουν σε ένα πλαίσιο fake news – για παράδειγμα, λένε ότι ο Σόρος στρατολόγησε τους διαδηλωτές και τους μετέφερε στη Βουδαπέστη» λέει στο «Βήμα» η Μπορόκα Παράζκα, δημοσιογράφος από την Ουγγαρία. «Δημοσιογράφος τοπικής εφημερίδας στη Νότια Ουγγαρία απολύθηκε επειδή έγραψε για τις διαδηλώσεις που πραγματοποιήθηκαν στην περιοχή του».

Κυβερνήσεις μειοψηφίας

Μετά την πρόσφατη κατάρρευση της κυβέρνησης του Βελγίου, η οποία θα παραμείνει στη θέση της έχοντας 52 από τους 150 βουλευτές μέχρι τις γενικές εκλογές του Μαΐου, το Βέλγιο έγινε το 14ο κράτος-μέλος της ΕΕ που έχει κυβέρνηση μειοψηφίας. «Για την ΕΕ, η κατάσταση αυτή είναι ανησυχητική: τονίζει την αποσύνδεση ανάμεσα σε πολίτες και κυβερνώντες, βάζοντας τους δεύτερους σε μια πρωτοφανή θέση αδυναμίας και αστάθειας» έγραψε ο «Monde».

Στη Βρετανία, η κυβέρνηση της Μέι εξαρτάται από ένα βορειοϊρλανδικό κόμμα που της παρέχει υποστήριξη περιπλέκοντας παράλληλα τις διαπραγματεύσεις για το Brexit. Στην Ισπανία, ο σοσιαλιστής Πέδρο Σάντσεθ κυβερνά με 84 από τους 350 βουλευτές, στηριζόμενος στους αριστερούς Podemos και σε εθνικιστικά καταλανικά και βασκικά κόμματα που ακόμα και σήμερα δεν έχουν ψηφίσει τον προϋπολογισμό του 2019, απειλώντας να ρίξουν τον Σάντσεθ αν δεν ικανοποιήσει τα αιτήματά τους (όπως διοργάνωση νέου δημοψηφίσματος για την ανεξαρτησία της Καταλονίας). Η κατάσταση περιπλέκεται από την άνοδο του ακροδεξιού κόμματος Vox, το οποίο, μετά τις εκλογές του Δεκεμβρίου στην Ανδαλουσία, συγκυβερνά την επαρχία με το δεξιό Λαϊκό Κόμμα και έχει βλέψεις για τη Μαδρίτη.

Στη Σουηδία, η οποία ήταν κάποτε προπύργιο σταθερότητας, μόλις προχθές άρχισε να διαφαίνεται η συμφωνία για σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού ύστερα από τις εκλογές του Σεπτεμβρίου. Αιτία της πρωτοφανούς αυτής ασυνεννοησίας είναι η μεγάλη άνοδος των ακροδεξιών Δημοκρατών της Σουηδίας (SD) που μείωσε τη δύναμη των παραδοσιακών κομμάτων – όπως έχει συμβεί σε πολλές χώρες της Ευρώπης.
Η Δανία, η Εσθονία, η Λιθουανία, η Λετονία, η Κροατία, η Σλοβακία, η Τσεχία, η Κύπρος, η Ιρλανδία και η Πορτογαλία έχουν όλες κυβερνήσεις μειοψηφίας.

Σε αυτό το σκηνικό αστάθειας, οι ευρωεκλογές του Μαΐου αποκτούν ακόμα μεγαλύτερη σημασία, καθώς η ΕΕ μπορεί να γίνει, και αυτή, πόλος αστάθειας εξαιτίας των εθνολαϊκιστών. Αυτοί δεν επιθυμούν πλέον να την καταργήσουν αλλά να την αλλάξουν «εκ των έσω και ριζικά», όπως δήλωσε η ακροδεξιά Μαρίν Λεπέν του Εθνικού Συναγερμού (πρώην Εθνικού Μετώπου). Το μπλοκ των ακροδεξιών-ευρωσκεπτικιστών της ΕΕ, ή η Ευρώπη των Εθνών όπως αρέσκονται να αυτοαποκαλούνται εν όψει των ευρωεκλογών, μπορεί να εκλέξει 150-160 ευρωβουλευτές (από 100 που έχει σήμερα, σκορπισμένους σε διάφορες ευρωομάδες), ενώ το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα 180, σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις.
«Οι ακροδεξιοί λαϊκιστές μπορεί να λάβουν 20% πανευρωπαϊκά τον Μάιο» έγραψε το «Spiegel». «Αυτό δεν συνιστά πλειοψηφία αλλά είναι αρκετό για να εμποδίσει το έργο των Βρυξελλών, μπλοκάροντας κοινές πρωτοβουλίες για τα οικονομικά ή τη μετανάστευση. Εν ολίγοις, μπορεί να στρίψει προς τα πίσω το ρολόι της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης».