Η ερευνητική δημοσιογραφία υπό διωγμόν
Οι διώξεις εναντίον του Τζούλιαν Ασάνζ με βάση τον νόμο περί κατασκοπείας βάζουν μπουρλότο στα θεμέλια της ελευθερίας του Τύπου

Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Στις 11 Απριλίου, όταν μια ομάδα βρετανών αστυνομικών έβγαζε κυριολεκτικά σηκωτό τον ιδρυτή της WikiLeaks, Τζούλιαν Ασάνζ, από την πρεσβεία του Ισημερινού στο Λονδίνο, εκείνος κρατούσε στα χέρια του το βιβλίο του Γκορ Βιντάλ «Η ιστορία του Κράτους Εθνικής Ασφαλείας», μια συλλογή δοκιμίων βαθιά επικριτικών για την αμερικανική πολιτική. Εκείνη την ημέρα έκλεισε ένα κεφάλαιο στη ζωή του αμφιλεγόμενου Ασάνζ, ο οποίος είχε περάσει τα τελευταία επτά χρόνια στην πρεσβεία, προσπαθώντας να αποφύγει την ενδεχόμενη έκδοσή του στις ΗΠΑ. Επίσης άνοιξε ένα κουτί της Πανδώρας που πολλοί πιστεύουν ότι θα έχει σοβαρές επιπτώσεις όχι μόνο στο μέλλον του Ασάνζ αλλά και στην ελευθερία του Τύπου.
Αλλαγή στάσης από
την Ουάσιγκτον
Λίγες ημέρες μετά τη σύλληψή του οι αμερικανικές αρχές δήλωσαν ότι θα ζητήσουν την έκδοσή του στις ΗΠΑ. Δημοσιογράφοι, υποστηρικτές της WikiLeaks και οργανώσεις που υπερασπίζονται την ελευθερία του Τύπου περίμεναν με κομμένη την ανάσα να ακούσουν τις λεπτομέρειες του κατηγορητηρίου. Η αγωνία των περισσοτέρων επικεντρωνόταν στο ενδεχόμενο οι ΗΠΑ να απαγγείλουν κατηγορίες στον Ασάνζ βάσει του νόμου περί κατασκοπείας. Λίγο αργότερα έγινε γνωστό ότι οι ΗΠΑ σκόπευαν να τον κατηγορήσουν για το γεγονός πως βοήθησε την Τσέλσι Μάνινγκ να «σπάσει» έναν κωδικό πρόσβασης σε έναν από τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές του αμερικανικού στρατού όπου υπηρετούσε εκείνο τον καιρό. Το γεγονός ότι η κατηγορία αυτή δεν ενέπλεκε δημοσιογραφικές δραστηριότητες έκανε πολλούς, ακόμα και ανάμεσα σε όσους δεν συμπαθούν ιδιαίτερα τον Ασάνζ, να ανασάνουν με ανακούφιση.
Ωστόσο η ανακούφιση αυτή ήταν προσωρινή. Στις 23 Μαΐου οι ΗΠΑ ανακοίνωσαν ότι σκόπευαν να απαγγείλουν στον Ασάνζ 18 επιπλέον κατηγορίες, 17 από τις οποίες εμπίπτουν στον νόμο περί κατασκοπείας. Ηταν μια ψυχρολουσία για τους δημοσιογραφικούς οργανισμούς που είχαν συνεργαστεί με τον Ασάνζ και είχαν δημοσιεύσει μεγάλο μέρος του υλικού που είχε δημοσιεύσει και η WikiLeaks, οι οποίοι συνειδητοποίησαν ότι δεν είναι καθόλου απίθανο να είναι ο επόμενος στόχος των αμερικανικών αρχών. Εκτοτε μια σειρά εφημερίδων, όπως οι «New York Times», η «Washington Post» και ο «Guardian», ενώ μέχρι στιγμής δημοσίευαν πολλές επικριτικές απόψεις για τον Ασάνζ, άλλαξαν σκοπό και άρχισαν να δημοσιεύουν πύρινα άρθρα για τις επιπτώσεις που θα έχει η εξέλιξη της υπόθεσης στην ελευθερία του Τύπου.
Η ποινικοποίηση
της δημοσιογραφίας
Ο Ασάνζ αντιμετωπίζει μέγιστη ποινή 175 ετών. Προς το παρόν παραμένει έγκλειστος σε φυλακή υψίστης ασφαλείας στη Βρετανία, όπου εκτίει ποινή φυλάκισης 50 εβδομάδων διότι παρέβη τους όρους της προσωρινής αποφυλάκισής του. Κρατείται σε συνθήκες απομόνωσης, χωρίς ουσιαστική επικοινωνία με τον έξω κόσμο. Οι ηλεκτρονικές συσκευές και το προσωπικό του αρχείο που άφησε πίσω του στην πρεσβεία του Ισημερινού έχουν πάρει ήδη τον δρόμο για τις αμερικανικές αρχές, κάνοντας τους δικηγόρους του να επισημαίνουν το ενδεχόμενο να «φυτευτεί» στις συσκευές υλικό που θα μπορούσε να τον εκθέσει. Ταυτόχρονα καταζητείται από τις Αρχές της Σουηδίας λόγω κατηγοριών εις βάρος του για βιασμό. Η απόφαση σε ποιον και με ποιους όρους θα εκδοθεί ο Ασάνζ επαφίεται στο σύστημα δικαιοσύνης της Βρετανίας.
Ενημερώνοντας τους δημοσιογράφους αξιωματούχοι του υπουργείου Δικαιοσύνης των ΗΠΑ επέμειναν ότι δεν προσπαθούσαν να ποινικοποιήσουν τη δημοσιογραφία. Οι περισσότερες από τις κατηγορίες, τόνισαν, προκύπτουν από τον τρόπο με τον οποίο ο Ασάνζ πήρε στα χέρια τις απόρρητες πληροφορίες με τη βοήθεια της Μάνινγκ, και με τη δημοσίευση ορισμένων εγγράφων στα οποία αποκαλύπτονταν τα προσωπικά στοιχεία αμερικανών πρακτόρων. «Ο Τζούλιαν Ασάνζ δεν είναι δημοσιογράφος» δήλωσε ο Τζον Ντίμερς, επικεφαλής της Διεύθυνσης Εθνικής Ασφάλειας του υπουργείου Δικαιοσύνης.
«Το ζήτημα είναι ότι δεν είναι στο χέρι μιας κυβέρνησης να αποφασίζει ποιος είναι και δεν είναι δημοσιογράφος. Το ερώτημα δεν είναι κατά πόσον ο Ασάνζ είναι δημοσιογράφος, αλλά αν η νομική θεωρία της κυβέρνησης απειλεί την ελευθερία του Τύπου» έγραψε στο Twitter η Κάρι Ντεσέλ, δικηγόρος στο Ινστιτούτο για την Προστασία της Πρώτης Τροπολογίας. Να σημειωθεί ότι η πρώτη τροπολογία του αμερικανικού Συντάγματος αφορά ακριβώς την προστασία της ελευθερίας της έκφρασης και του Τύπου. «Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι ο Ασάνζ παραβίασε τον νόμο περί κατασκοπείας ζητώντας, αποκτώντας και στη συνέχεια δημοσιεύοντας απόρρητες πληροφορίες. Αυτό ακριβώς κάνουν οι περισσότεροι δημοσιογράφοι» συμπλήρωσε.
Οι αντιδράσεις σε
ΗΠΑ και Ευρώπη
«Ο,τι και αν έκανε ο Ασάνζ σίγουρα δεν ήταν κατασκοπεία. Ούτε είναι αμερικανός πολίτης. Οι εγκληματικές ενέργειες που κατηγορείται ότι διέπραξε συνέβησαν εκτός των ΗΠΑ» σημείωσε ο πρώην διευθυντής του «Guardian» Αλαν Ρασμπρίτζερ, ο οποίος είχε συνεργαστεί και προσωπικά με τον Ασάνζ. Και συμπλήρωσε: «Ο Ασάνζ είναι μια προβληματική φυσιογνωμία από πολλές απόψεις. Αλλά η προσπάθεια να διωχθεί βάσει του νόμου περί κατασκοπείας είναι μια βαθιά ανησυχητική εξέλιξη που πρέπει να χρησιμεύσει ως κώδωνας κινδύνου για όλους τους δημοσιογράφους. Μπορεί να μη μας αρέσει ο Ασάνζ, αλλά είμαστε οι επόμενοι».
Κομβικό σημείο στις ανησυχίες που εκφράζει ο δημοσιογραφικός κόσμος είναι το γεγονός ότι μεγάλο μέρος από όσα κατά καιρούς δημοσίευε η WikiLeaks δημοσιευόταν παράλληλα από τα μεγαλύτερα μέσα ενημέρωσης του κόσμου. Εκτός από τον «Guardian», ο Ασάνζ έχει συνεργαστεί μεταξύ άλλων με τους «New York Times» και τη «Washington Post». Αν προχωρήσει η δίωξη του Ασάνζ βάσει του νόμου περί κατασκοπείας, τότε κανένας δεν μπορεί να εξασφαλίσει ότι ο επόμενος στόχος δεν θα είναι οι εκδοτικοί οργανισμοί που συνεργάστηκαν μαζί του. Και όχι μόνο αυτό, αλλά θα δημιουργήσει ένα επικίνδυνο προηγούμενο. Ο Τζόελ Σάιμον, διευθυντής της Επιτροπής για την Προστασία των Δημοσιογράφων, σημείωσε σχετικά ότι οποιοσδήποτε δημοσιογραφικός οργανισμός στον κόσμο δημοσιεύσει πληροφορίες τις οποίες η αμερικανική κυβέρνηση θεωρεί απόρρητες ή ότι απειλούν την εθνική ασφάλεια θα μπορεί να κατηγορηθεί και να διωχθεί για κατασκοπεία.
Οι περιορισμοί στην ελευθερία του Τύπου, τουλάχιστον στις ΗΠΑ, έχουν αρχίσει να γίνονται ασφυκτικοί από την κυβέρνηση του Τζορτζ Μπους. Ο επόμενος πρόεδρος, ο Μπαράκ Ομπάμα, έχει περάσει στην Ιστορία σαν ο πρόεδρος στη διάρκεια της θητείας του οποίου ασκήθηκαν οι περισσότερες διώξεις κατά πολιτών που είχαν αφήσει να διαρρεύσει απόρρητο υλικό σε ενημερωτικά μέσα. Ωστόσο στην περίοδο του Ντόναλντ Τραμπ τα πράγματα έχουν αγριέψει. Σε περίπτωση που ασκηθούν διώξεις εναντίον μέσων ενημέρωσης, είναι βέβαιο ότι τα πράγματα θα φτάσουν μέχρι το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ. Ωστόσο η παρούσα σύνθεση του Δικαστηρίου μόνο αισιοδοξία δεν προκαλεί για την τελική απόφασή του.
Η Τσέλσι Μάνινγκ
αντιστέκεται
Εν τω μεταξύ στη φυλακή εκτός από τον Ασάνζ βρίσκεται αυτή την περίοδο και η Τσέλσι Μάνινγκ, για ασέβεια προς το δικαστήριο και παρακώλυση της Δικαιοσύνης, καθώς αρνήθηκε κατηγορηματικά να απαντήσει σε ερωτήσεις ενός σώματος ενόρκων σχετικά με τον Ασάνζ. Σύμφωνα με την απόφαση του δικαστή Αντονι Τρένγκα, εκτός από τη φυλάκιση η Μάνινγκ αντιμετωπίζει και υπέρογκα πρόστιμα στην περίπτωση που συνεχίσει να αρνείται να συμμορφωθεί προς την κλήτευσή της.
Να σημειωθεί ότι η Μάνινγκ έχει ήδη εκτίσει επταετή κάθειρξη που της επέβαλε στρατοδικείο για «κατασκοπεία» διότι διαβίβασε το 2010 στη WikiLeaks περισσότερα από 750.000 διαβαθμισμένα διπλωματικά και στρατιωτικά έγγραφα.
«Δεν πρόκειται να αποκηρύξω τις αρχές μου. Προτιμώ κυριολεκτικά να πεθάνω από πείνα παρά να καταθέσω» δήλωσε η Μάνινγκ. Το μέλλον του Ασάνζ και της Μάνινγκ διαγράφεται αβέβαιο. Το μόνο σίγουρο είναι ότι οι διώξεις εναντίον τους είναι πολιτικές και απειλούν να βάλουν δυναμίτη στα θεμέλια της ελευθερίας του Τύπου.

