Η εποχήπου «γέννησε»τη σύγχρονηαποικιοκρατία
500 χρόνια από την κατάκτηση της αυτοκρατορίας των Αζτέκων από τον Χερνάν Κορτές, που σηματοδοτεί τις απαρχές της ευρωπαϊκής κυριαρχίας
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
«Δεν φέρουν όπλα και δεν έχουν γνώση τους. Τους έδειξα σπαθιά και τα έπιασαν από τη λεπίδα και κόπηκαν εξαιτίας της άγνοιάς τους. Δεν έχουν σίδηρο». Εν μέρει ορθή, εν μέρει λανθασμένη, η αναφορά της πρώτης επαφής του Χριστόφορου Κολόμβου με τους ιθαγενείς πέρα από τον Ατλαντικό Ωκεανό, στις 12 Οκτωβρίου 1492, καταδεικνύει την απόσταση που χώριζε τον Νέο Κόσμο από τον παλαιό. Πράγματι, οι κάτοικοι της Αμερικής δεν γνώριζαν τον σίδηρο και η έννοια του πολέμου είχε γι’ αυτούς έναν έντονα τελετουργικό χαρακτήρα με περιορισμένη συμμετοχή και λίγες απώλειες, πολύ διαφορετικό από αυτόν που υπαγόρευε η κουλτούρα των Ευρωπαίων. Ωστόσο, οι σημαντικότεροι πολιτισμοί των Αμερικανών, εκείνοι των Μάγιας, των Αζτέκων και των Ινκας, κατεργάζονταν τον χαλκό, διέθεταν όπλα και τη βούληση να τα χρησιμοποιήσουν, όπως θα ανακάλυπτε τρεις δεκαετίες αργότερα στο Μεξικό ο Χερνάν Κορτές, ο μεγαλύτερος ίσως των ισπανών κονκισταδόρων, ιδιώτης κατακτητής μιας ολόκληρης αυτοκρατορίας και πρωτοπόρος της διαδικασίας της ευρωπαϊκής αποικιοποίησης.
Κονκισταδόρ και τυχοδιώκτης
Γόνος οικογένειας κατώτερων ευγενών, ο Κορτές έλαβε μόρφωση που του επέτρεψε να ασκήσει το επάγγελμα του συμβολαιογράφου. Η προσδοκία του κέρδους στις νέες χώρες που είχε ανακαλύψει ο Κολόμβος τον οδήγησε το 1504, σε ηλικία 19 ετών, στην Ισπανιόλα και εν συνεχεία στην Κούβα. Απέκτησε περιουσία με τον τρόπο των ισπανών αποίκων, χάρη στην παραχώρηση γης (encomienda) και ιθαγενών εργατών της από τον κυβερνήτη. Αναζητώντας ευκαιρίες πλουτισμού επένδυσε στη χρηματοδότηση μιας εκστρατείας στο εσωτερικό της ηπειρωτικής χώρας, από όπου το 1517 έφταναν ειδήσεις για την ύπαρξη κρατικών σχηματισμών. Οταν η στήριξη του κυβερνήτη αποσύρθηκε εξαιτίας προσωπικών αντιδικιών, η επίσημη εξερευνητική αποστολή εξέπεσε σε ιδιωτική επιχείρηση. Επικεφαλής 400 ανδρών, ο Κορτές αποβιβάστηκε στο σημερινό Μεξικό, ίδρυσε την πόλη της Βερακρούς και, αφού έκαψε τα πλοία του περισσότερο για να μη γνωστοποιηθεί στον κυβερνήτη η πρόθεση της ανεξαρτητοποίησής του παρά για να τονίσει την αποφασιστικότητά του, προχώρησε στο εσωτερικό φτάνοντας έπειτα από έξι μήνες πορείας, μαχών και συμμαχιών με τοπικούς λαούς στο Τενοχτιτλάν, πρωτεύουσα των Αζτέκων. Αιχμαλωτίζοντας τον αυτοκράτορα Μοκτεζούμα, ο Κορτές επιχείρησε να ελέγξει μια πόλη 250.000 κατοίκων χτισμένη στη λίμνη Τεξκόκο, η στρατηγική του όμως απέτυχε καθώς οι αξιωματικοί του πρωταγωνίστησαν στη σφαγή ενός πλήθους κατά τη διάρκεια της εορτής του θεού Τεζκατλιπόκα. Την 1η Ιουλίου 1520, αδυνατώντας να αντιμετωπίσει την εξέγερση που ακολούθησε και έχοντας προηγουμένως δολοφονήσει τον Μοκτεζούμα και τους υπόλοιπους ομήρους αζτέκους ηγέτες, ο Κορτές εγκατέλειψε την πόλη με μεγάλες απώλειες. Εχοντας χάσει τους άνδρες και τη λεία του, θα επέστρεφε έπειτα από έξι μήνες με 10.000 ιθαγενείς συμμάχους και ικανό αριθμό κανονιών. Σύμφωνα με όσα γράφει ο βρετανός ιστορικός Ρότζερ Οσμπορν στο βιβλίο του Civilization: A New History of the Western World (εκδ. Pimlico), χρειάστηκαν 80 μέρες πολιορκίας και η πλήρης ισοπέδωση της πόλης προκειμένου να παραδοθεί ο νέος αυτοκράτορας Κουαχτεμόκ στις 13 Αυγούστου 1521. Προσθέτοντας στις κτήσεις του Καρόλου Ε΄ μια επικράτεια που θα χρηματοδοτούσε τον χρυσό αιώνα της ισπανικής μοναρχίας, ο Κορτές απέκτησε πρωτοφανή πλούτο και φήμη. Τυχοδιώκτης ολκής, θα συνέχιζε επί δεκαετίες να χρηματοδοτεί αποστολές από την Ονδούρα ως τη μεξικανική Καλιφόρνια και το Αλγέρι, σε αδιάκοπη αναζήτηση νέων κατακτήσεων ως τον θάνατό του, σε βαθύ χρέος, το 1547.
Η αποικιοκρατική οργάνωση
Η κατάκτηση του Μεξικού αποτέλεσε το πρόκριμα της συγκρότησης των μεγάλων ευρωπαϊκών αποικιακών αυτοκρατοριών. Είχε προηγηθεί η πορτογαλική εξερεύνηση της Αφρικής και η δημιουργία προκεχωρημένων φυλακίων εκεί, όπως και η διείσδυση στον Ινδικό Ωκεανό, ωστόσο η δράση του Κορτές και λίγο αργότερα εκείνη του Φρανσίσκο Πιζάρο στην επικράτεια των Ινκας στις Ανδεις εγκατέστησαν σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα ένα οργανωμένο σύστημα εκμετάλλευσης ανθρώπων και πόρων. Οι περιοχές υπό τον έλεγχο του ισπανικού στέμματος κυβερνώνταν από μια εξαιρετικά περιορισμένη αριθμητικά ολιγαρχία προερχόμενη από τη μητρόπολη, η οποία αντανακλούσε οικογενειακά και τοπικιστικά συμφέροντα: ο γάλλος ιστορικός Φερνάν Μπροντέλ στον τρίτο τόμο του μεγαλεπήβολου έργου του Civilisation matérielle, économie et capitalisme, XVe-XVIIIe siècle επισημαίνει, για παράδειγμα, ότι στο Μεξικό επικράτησαν εμπορικές δυναστείες με καταγωγή από τη χώρα των Βάσκων, οι οποίες «έφερναν από την Ισπανία ανιψιούς, ξαδέρφια ή γείτονες από τα χωριά τους και στρατολογούσαν βοηθούς, διαδόχους και γαμπρούς». Ως εκπρόσωποι του αναπτυγμένου εμπορικού καπιταλισμού της εποχής αντιπροσώπευαν ευρύτερα δίκτυα του ευρωπαϊκού οικονομικού πλέγματος. Αυτά εξυπηρετούνταν με την καταναγκαστική εργασία που επιβλήθηκε στους ιθαγενείς στις απέραντες εκτάσεις των encomiendas του Μεξικού ή τα γιγάντια μεταλλεία αργύρου του Ποτοσί στη σημερινή Βολιβία. Αποτέλεσμα της εκ βάθρων ανατροπής της προκολομβιανής κοινωνικής οργάνωσης, των ανεξέλεγκτων βιαιοτήτων της ισπανικής εξουσίας, της διάδοσης ασθενειών και της δουλοπαροικίας ήταν η δημογραφική κατάρρευση του πληθυσμού: κατά τον Μπροντέλ, και πάλι, από τα 25 εκατομμύρια των ιθαγενών κατοίκων του Κεντρικού Μεξικού είχε απομείνει μόλις 1 εκατομμύριο προτού ο αριθμός τους αρχίσει να ανακάμπτει μετά τα μέσα του 17ου αιώνα. Παρόμοιες εξαρτήσεις, διευθετήσεις και σταδιοδρομίες, με τις εκάστοτε παραλλαγές και προσαρμογές που προέκυπταν από τις διαφορετικές πολιτικές παραδόσεις, συλλογικές νοοτροπίες και πολιτισμικές πρακτικές των ευρωπαϊκών δυνάμεων, υπό τη μορφή επίσημης αυτοκρατορίας ή σφαιρών επιρροής, θα χαρακτήριζαν τελικά το σύνολο του αποικιακού εγχειρήματος στην Αφρική και στην Ασία.
Στην πορεία του χρόνου η δουλεία στη Νότια Αμερική σταδιακά θα υποχωρούσε, θα αναπτυσσόταν ως και μια τάξη κρεολών εμπόρων και μεσαζόντων, οι βαθύτατες διακρίσεις όμως ποτέ δεν θα αίρονταν στην πράξη. Απομακρυσμένοι από τη μητρόπολη, οι τοπικοί παράγοντες επέβαλλαν ευκολότερα τα κοινωνικά και πολιτισμικά όρια. Παρά το γεγονός ότι, όπως παρατηρεί ο Φερνάν Μπροντέλ, «το εσωτερικό της Βραζιλίας είχε «δημοκρατίες» δραπετών δούλων και ινδιάνοι «μπράβος» απειλούσαν τις ζωτικές επικοινωνίες του ισθμού του Παναμά», η συνθήκη που όρισαν οι κατακτήσεις του Χερνάν Κορτές θα διατηρούνταν ως τους νοτιοαμερικανικούς πολέμους της Ανεξαρτησίας τον 19ο αιώνα, ενώ το πνεύμα της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας θα επιβίωνε κραταιό μέχρι τη μεταπολεμική αποαποικιοποίηση.

