Η εποποιία της Κρήτης
Πριν από 80 χρόνια, στις 20 Μαΐου 1941, οι αλεξιπτωτιστές της Λουφτβάφε έπεφταν στη μεγαλόνησο εγκαινιάζοντας μια αιματηρή σύγκρουση που χαρακτηρίστηκε από την υπεροπλία των Γερμανών, το πείσμα των Βρετανών και την ακατάβλητη γενναιότητα των Κρητικών.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
«Θα είναι μια καλή ευκαιρία για να σκοτώσετε αλεξιπτωτιστές». Με την επιγραμματική αυτή δήλωση ο πρωθυπουργός Ουίνστον Τσόρτσιλ πληροφορούσε στις παραμονές της Μάχης της Κρήτης τον διοικητή του βρετανικού αποσπάσματος στο νησί ότι η γερμανική εισβολή επέκειτο. Πολεμώντας απομονωμένη για έναν χρόνο μετά την κατάρρευση της Γαλλίας τον Μάιο του 1940, έχοντας εγκαταλείψει μόλις την ηπειρωτική Ελλάδα τον Απρίλιο του 1941 και αντιμετωπίζοντας την απειλή του Ρόμελ στη Βόρεια Αφρική, η Βρετανία δεν είχε περιθώρια για άλλες απώλειες στη Μεσόγειο. Η αποκρυπτογράφηση γερμανικών σημάτων περί αεροπορικής επίθεσης στην Κρήτη έδινε τη δυνατότητα μιας νίκης που, αν μη τι άλλο, θα αναπτέρωνε το ηθικό, ενώ ταυτόχρονα θα διατηρούσε ένα μέρος της εθνικής κυριαρχίας της Ελλάδας εκπληρώνοντας κατά τι τις εγγυήσεις της εδαφικής της ακεραιότητας που είχαν δοθεί από τη βρετανική κυβέρνηση πριν από τον πόλεμο. Πριν από 80 χρόνια έλληνες και βρετανοί στρατιώτες, με τη συμπαράσταση σύσσωμου του κρητικού πληθυσμού, θα πολεμούσαν λυσσαλέα για δεκατρείς ημέρες, από τις 20 Μαΐου έως την 1η Ιουνίου, ένα από τα καλύτερα εκπαιδευμένα τμήματα της Βέρμαχτ σε μία από τις σκληρότερες έως τότε συγκρούσεις του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η Μάχη της Κρήτης, ωστόσο, δεν ήταν δεδομένη εξ αρχής. Στρατηγικά, η κατάληψή της δεν ήταν απαραίτητη για τη συμπλήρωση της κατοχής της Ελλάδας. Ο ολλανδός ιστορικός Μάρτιν φαν Κρέφελντ στο βιβλίο του «Η στρατηγική του Χίτλερ 1940-1941. Το βαλκανικό ζήτημα» (εκδ. Γκοβόστη) τη θεωρεί την τελευταία ορθολογική επιλογή του Φύρερ: θα λειτουργούσε ως «φράγμα» που θα εμπόδιζε τον βρετανικό στόλο να δρα ελεύθερα στο Αιγαίο, θα διασφάλιζε τη ροή του ρουμανικού πετρελαίου προς την Ιταλία και θα προστάτευε τα μετόπισθεν από δυνητική επίθεση όσο ο γερμανικός στρατός θα μαχόταν στη Σοβιετική Ενωση. Το σχέδιο όμως προτάθηκε για λόγους ιδιοτέλειας: ο επικεφαλής της Λουφτβάφε, Χέρμαν Γκέρινγκ, γνώριζε ότι η αεροπορία προοριζόταν να διαδραματίσει δεύτερο ρόλο στην «Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα» και επιθυμούσε διακαώς ένα τρόπαιο για τον δικό του κλάδο. Τόσο ο Κρέφελντ όσο και ο διακεκριμένος βρετανός ιστορικός Αντονι Μπίβορ στο βιβλίο του «Κρήτη. Η μάχη και η αντίσταση» (εκδ. Γκοβόστη) επισημαίνουν ότι ο Χίτλερ δεν ενθουσιάστηκε με την ιδέα. Αργησε να πειστεί και σύμφωνα με τον Κρέφελντ ενέκρινε τελικά την επίθεση ως «κατά το μάλλον ή ήττον ένα μέσο κατευνασμού του Γκέρινγκ», παρά το ότι προέβλεπε βαριές απώλειες. Επειτα από αλλεπάλληλες αναβολές λόγω καθυστερήσεων στον ανεφοδιασμό καυσίμων των 500 μεταγωγικών που θα απαιτούσε η «Επιχείρηση Ερμής», ορίστηκε ως ημερομηνία της η 20ή Μαΐου 1941. Για λόγους αιφνιδιασμού του αντιπάλου προκρίθηκε η διασπορά της 7ης Μεραρχίας Αλεξιπτωτιστών σε τέσσερις στόχους (Μάλεμε, Χανιά, Ρέθυμνο, Ηράκλειο) αντί της συγκέντρωσής της σε μία μόνο περιοχή ρίψης.
Φράιμπεργκ εναντίον Στούντεντ
«Ακριβώς στην ώρα τους», σχολίασε, σύμφωνα με τον Αντονι Μπίβορ, ο στρατηγός Μπέρναρντ Φράιμπεργκ, διοικητής των βρετανικών δυνάμεων που υπερασπίζονταν την Κρήτη, βλέποντας το πλήθος των αεροπλάνων της Λουφτβάφε που μετέφεραν το πρώτο κύμα αλεξιπτωτιστών το πρωί της 20ής Μαΐου 1941. Επειτα συνέχισε ατάραχος να τρώει το πρωινό του. Πίστευε ότι είχε διατάξει τους 42.000 Νεοζηλανδούς, Αυστραλούς, Βρετανούς και Ελληνες που διέθετε κατά τον καλύτερο τρόπο που του επέτρεπαν οι περιστάσεις. Κανείς δεν θα μπορούσε να προσάψει δειλία στον Φράιμπεργκ. Ο 52χρονος Νεοζηλανδός, πρωταθλητής της κολύμβησης στα νιάτα του, είχε τη φήμη ότι καθ’ οδόν προς τα πεδία του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου το 1914 είχε περάσει πρώτα από το Μεξικό για να πολεμήσει στο πλευρό του επαναστάτη Πάντσο Βίλα, διάδοση που δεν διέψευδε έως το 1948 γιατί του φαινόταν χρήσιμη. Παρασημοφορημένος με τον Σταυρό της Βικτώριας, φέροντας στο σώμα του 27 τραύματα, ο Φράιμπεργκ ήταν αναμφίβολα γενναίος. Ηταν ταυτόχρονα πεισματάρης και ισχυρογνώμων. Εχοντας ενημερωθεί ήδη από τις 30 Απριλίου για την επικείμενη επίθεση ενίσχυσε την άμυνά του, διατήρησε όμως την εμμονή ότι εκτός του αεροπορικού σκέλους θα αντιμετώπιζε και απόβαση: επρόκειτο για παρερμηνεία των πληροφοριών που είχαν αποσπάσει οι βρετανοί κρυπταναλυτές διαβάζοντας με τη μηχανή «Enigma» τα κωδικοποιημένα σήματα των Γερμανών. Ως εκ τούτου, δεν συγκέντρωσε τις μονάδες του στην υπεράσπιση των αεροδρομίων του νησιού (Μάλεμε, Ρέθυμνο, Ηράκλειο), αβλεψία που θα έπαιζε αποφασιστικό ρόλο την ώρα της μάχης.
Κυρίως γιατί απέναντί του είχε έναν πρωτοπόρο της τακτικής, τον 51χρονο πτέραρχο Κουρτ Στούντεντ, ο οποίος είχε συγκροτήσει την πρώτη γερμανική αερομεταφερόμενη μεραρχία και καταγάγει μεγάλες νίκες με αυτή στο Βέλγιο και την Ολλανδία κατά τα πρώτα στάδια της εκστρατείας στη Γαλλία το 1940. Γνωστός κατά τον Μπίβορ για το «κοφτό χιούμορ, την ειρωνεία και τη συρτή του ομιλία, ήταν ακούραστος στη δουλειά του, όχι άνθρωπος του κόμματος, ούτε διαδρομιστής». Στη μία τα ξημερώματα της 20ής Μαΐου ο επικεφαλής του επιτελείου του, συνταγματάρχης Φον Τρέτνερ, τον ξύπνησε για να του γνωστοποιήσει κινήσεις του βρετανικού στόλου νότια της Κρήτης που πιθανόν να υποδήλωναν γνώση της επιχείρησης. «Αυτό δεν είναι λόγος να αλλάξουμε τα σχέδιά μας, ούτε και λόγος να με ξυπνήσετε. Καλή σας νύχτα» του απάντησε ο ψύχραιμος Στούντεντ και επέστρεψε στο κρεβάτι του.
Τα μοιραία λάθη και η τελική έκβαση
Η πρώτη ημέρα της επίθεσης, ωστόσο, αποδείχθηκε σχεδόν καταστροφική. Παρά την πλήρη αεροπορική κυριαρχία των Γερμανών, οι σφοδρές μάχες σε Χανιά, Ρέθυμνο και Ηράκλειο διεξήχθησαν χωρίς να σπάσει η γραμμή άμυνας. Το βράδυ της 20ής Μαΐου κανένας σχεδόν αντικειμενικός σκοπός των επιτιθέμενων δεν είχε επιτευχθεί και συνολικά 1.863 αλεξιπτωτιστές ήταν νεκροί. Ως αποτέλεσμα, ο Στούντεντ δέχθηκε ισχυρές πιέσεις να ματαιώσει την επιχείρηση και να ανακαλέσει τις δυνάμεις του. Το σχέδιο διασώθηκε εξαιτίας της απροθυμίας του Φράιμπεργκ να τολμήσει αντεπίθεση στον τομέα του Μάλεμε. Επιπλέον, μια ασυνεννοησία μεταξύ των Βρετανών οδήγησε στην οπισθοχώρηση από τον χώρο του αεροδρομίου. Ο Στούντεντ προχώρησε σε αναγνωριστικές προσγειώσεις και, όταν αυτές δεν παρεμποδίστηκαν, διέταξε την 5η Ορεινή Μεραρχία που κρατούσε ως εφεδρεία να απογειωθεί από το αεροδρόμιο της Τανάγρας. Οταν οι 5.000 άνδρες της άρχιζαν να αποβιβάζονται στο Μάλεμε το απόγευμα της 21ης Μαΐου, το παιχνίδι είχε ουσιαστικά κριθεί. Ειρωνικά, λανθασμένες αναφορές παρατηρητών έκαναν τον Φράιμπεργκ να πιστεύει ότι δεν επρόκειτο για ενισχύσεις, αλλά για εκκένωση, και ότι είχε κερδίσει τη μάχη. Παρά την αποτελεσματική υπεράσπιση του Ρεθύμνου και του Ηρακλείου, όμως, στις 23 Μαΐου ένα τάγμα μοτοσικλετιστών προωθούνταν στην Παλαιόχωρα, στα νότια του Νομού Χανίων, και η πλάστιγγα έγειρε αποφασιστικά προς την πλευρά των Γερμανών. Ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄, ο οποίος είχε καταφύγει στην Κρήτη στις 25 Απριλίου, δύο ημέρες πριν από την κατάληψη της Αθήνας, διέφυγε με τη συνοδεία του στα Λευκά Ορη με μουλάρια και στις 23 Μαΐου έπλεε προς την Αλεξάνδρεια σε ένα βρετανικό πολεμικό. Οπορτουνιστής ως το τέλος, ο Μουσολίνι θα έστελνε στις 28 Μαΐου ένα σώμα 2.700 ανδρών για να δρέψει τις δάφνες άλλων.
Δύο ημέρες νωρίτερα, ο Φράιμπεργκ έστελνε σήμα στον αρχιστράτηγο Μέσης Ανατολής, Αρτσιμπαλντ Ουέιβελ, ότι το νησί δεν μπορούσε πλέον να κρατηθεί. Η υποχώρηση, έγραφε ο ελληνοβρετανός στρατιωτικός γιατρός Θεόδωρος Στεφανίδης, «έμοιαζε με πλήθος που φεύγει από ποδοσφαιρικό αγώνα και αντιλαμβάνεται ξαφνικά ότι δεν υπάρχουν τρένα». Για τρίτη φορά μέσα σε έναν χρόνο, έπειτα από τη Δουνκέρκη τον Ιούνιο του 1940 και την ηπειρωτική Ελλάδα τον Απρίλιο του 1941, μια βρετανική στρατιά υποχρεωνόταν να εγκαταλείψει νικημένη τις θέσεις της διά θαλάσσης. Και αυτή η εκκένωση υπήρξε επιτυχής, διασώζοντας περίπου 19.000 άνδρες, άλλοι 12.000 όμως αιχμαλωτίστηκαν. Η πικρή γεύση της αποτυχίας ήταν διάχυτη: o βρετανός συγγραφέας Ιβλιν Γουό, που έζησε από κοντά τα γεγονότα ως μέλος μιας ομάδας κομάντο, περιέγραφε μετά τον πόλεμο στο μυθιστόρημά του «Officers and Gentlemen» την ήττα ως συμβολική κατάρρευση της βρετανικής άρχουσας τάξης. Αντίθετα, ο Αντονι Μπίβορ επαινεί τις ελληνικές δυνάμεις, όπως το 8ο Σύνταγμα, που κάλυψε τα βρετανικά μετόπισθεν στην κρισιμότερη φάση της υποχώρησης από κοινού με κρητικά σώματα ατάκτων. Καταγράφει μάλιστα σε πολλά σημεία του βιβλίου του το υψηλό φρόνημα των κατοίκων του νησιού των οποίων το ήθος και η παράδοση επέβαλλαν την υπεράσπιση του τόπου τους. Από τις χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις υπήρξαν ιερείς, όπως ο πατήρ Στυλιανός Φραντζεσκάκης, που οδήγησε ένα τμήμα εθελοντών κατά των γερμανών μοτοσικλετιστών στην Κάνδανο, και καπετάνιοι όπως ο Αντώνης Γρηγοράκης, γνωστός ως «Σατανάς», που στις 28 Μαΐου επισκέφθηκε τον βρετανό ταξίαρχο Τσάπελ για να του πει, σύμφωνα με τον Πάτρικ Λι Φέρμορ, μετέπειτα αντιστασιακό, σαμποτέρ και απαγωγέα του φρουράρχου Κρήτης στρατηγού Κράιπε: «Γιε μου, ξέρουμε ότι φεύγετε απόψε. Δεν πειράζει! Θα επιστρέψετε όταν έρθει η ώρα. Αφήστε μας όμως όσα όπλα μπορείτε για να συνεχίσουμε τη μάχη ως τότε».
Η ιστορική αποτίμηση
Το ζήτημα της γενναίας αντίστασης των Κρητικών προβλημάτισε εξ αρχής τους Γερμανούς σε δύο επίπεδα. Πρώτον, γιατί, όπως γράφει ο ιστορικός Χάγκεν Φλάισερ στο βιβλίο του «Στέμμα και σβάστικα» (εκδ. Παπαζήση), αιφνιδιάστηκαν εξαιτίας του σημαντικού λάθους της αντικατασκοπείας τους η οποία «αντίθετα προς την πραγματικότητα, προέβλεπε ευνοϊκή υποδοχή από τους «ειρηνόφιλους Κρητικούς»». Δεύτερον, επειδή «θεωρούσαν τη συμμετοχή των ατάκτων καθαρή παραβίαση του Διεθνούς Πολεμικού Δικαίου», ενώ έλαβαν πληροφορίες για «απάνθρωπη συμπεριφορά» προς τους αιχμαλώτους. Ο Μάρτιν φαν Κρέφελντ, ωστόσο, σημειώνει ότι έρευνα που διεξήχθη μετά το τέλος της επιχείρησης από τις γερμανικές αρχές κατοχής δεν επιβεβαίωσε τους ισχυρισμούς αυτούς. «Κατά τυπικά ναζιστικό τρόπο», γράφει ο Μπίβορ, «τα αντίποινα έλαβαν χώρα προτού οι δώδεκα στρατιωτικοί παραδώσουν την έκθεσή τους». Οι Γερμανοί εφάρμοσαν καθεστώς τρομοκρατίας στον πληθυσμό τις επόμενες εβδομάδες ισοπεδώνοντας χωριά και τουφεκίζοντας εκατοντάδες άνδρες. Οι πρακτικές αυτές τροφοδότησαν άμεσα ένα ισχυρό αντάρτικο το οποίο με τη βοήθεια βρετανών κομάντο θα παρενοχλούσε συστηματικά τον κατακτητή. Ο Μπίβορ αναφέρει εξ αρχής τα ηγετικά ονόματα των καπετάνιων Μανώλη Μπαντουβά, Πετρακογιώργη και Αντώνη Γρηγοράκη και περιγράφει τη δράση του ΕΑΜ και της Εθνικής Οργάνωσης Κρήτης (μεταξύ των νεότερων στελεχών της οποίας μνημονεύει τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη). Η ένταση του αντιστασιακού κινήματος εξανάγκασε τον Χίτλερ να δαπανήσει σημαντικούς πόρους για την οχύρωση του νησιού μεταξύ 1942 και 1943.
Γράφοντας το 1964 την «Ελληνική Εποποιία 1940-1941» (εκδ. «Το Βήμα»), ο Αγγελος Τερζάκης συμπεραίνει πως «η Βέρμαχτ πλήρωσε βαριά σε αίμα την επιχείρηση της Κρήτης, έχασε εκεί τον ανθό των αλεξιπτωτιστών της. Εχασε κι άλλο ένα δεκαήμερο από τον ακριβό λογαριασμό του χρόνου που της ήταν απαραίτητος για την εξόρμηση κατά της Ρωσίας». Σύγχρονοι ιστορικοί, όπως ο Αντονι Μπίβορ, ο Μάρτιν φαν Κρέφελντ, o Ιαν Κέρσοου, δεν συμμερίζονται την παλαιότερη σύμβαση που ήθελε την εκστρατεία κατά της Ελλάδας να καθυστερεί τη ναζιστική εισβολή στη Σοβιετική Ενωση καταδικάζοντάς την έτσι σε αποτυχία λόγω της έλευσης του ρωσικού χειμώνα. Ο Φαν Κρέφελντ τονίζει ότι η προετοιμασία της «Επιχείρησης Μπαρμπαρόσα» βράδυνε με τέτοιον τρόπο ώστε δεν θα μπορούσε να αρχίσει νωρίτερα ακόμη και αν δεν μεσολαβούσε η βαλκανική περιπλοκή, ο Κέρσοου στο «Μοιραίες επιλογές. Δέκα αποφάσεις που άλλαξαν τον κόσμο 1940-1941» (εκδ. Πατάκη) θεωρεί ότι ο πόλεμος του 1940 ήταν κλειδί για την υποταγή της Ιταλίας στη Γερμανία και την κατάρρευση του φασιστικού καθεστώτος, χωρίς όμως να επηρεάσει τις εξελίξεις στο ανατολικό μέτωπο. Ο Ρίτσαρντ Εβανς στο βιβλίο του «Το Γ΄ Ράιχ στον πόλεμο» (εκδ. Αλεξάνδρεια) προσθέτει ότι η κακοκαιρία που επικρατούσε στην Ανατολική Ευρώπη θα μετέθετε έτσι κι αλλιώς την εισβολή στην τελική της ημερομηνία. Η πρώτη όμως παρατήρηση του Αγγελου Τερζάκη ισχύει και με το παραπάνω. Η «Επιχείρηση Ερμής» κόστισε μόνη της σύμφωνα με τον Φαν Κρέφελντ «περισσότερες από τις απώλειες που είχαν υποστεί οι Γερμανικές Ενοπλες Δυνάμεις καθ’ όλη τη διάρκεια των επιχειρήσεών τους στα Βαλκάνια». Ο Μπίβορ κάνει λόγο για 3.986 νεκρούς έναντι 1.742 των βρετανικών δυνάμεων (και περίπου 550 των ελληνικών) και απώλεια 350 αεροσκαφών. «Η εποχή των αλεξιπτωτιστών έχει παρέλθει» δήλωσε ορθά κοφτά στον Στούντεντ ο Χίτλερ λίγο καιρό αργότερα. «Η ρίψη αλεξιπτωτιστών βασίζεται στον αιφνιδιασμό και πλέον ο αιφνιδιασμός έχει εκλείψει». Το βαρύ τίμημα της «Επιχείρησης Ερμής» οδήγησε τον δικτάτορα σε στρατηγικό λάθος ολκής: στην εκστρατεία της Σοβιετικής Ενωσης οι στρατιώτες του Στούντεντ πολέμησαν ως πεζικάριοι και η παραμέριση ενός ολόκληρου όπλου από τον επιτελικό σχεδιασμό αποδείχθηκε ολέθρια μελλοντικά, καθώς την πρωτοβουλία στον τομέα αυτόν ανέλαβαν οι Σύμμαχοι αναπτύσσοντας την τεχνική των αερομεταφερόμενων στρατευμάτων σε μέγιστο βαθμό, όπως φάνηκε στην απόβαση της Νορμανδίας το 1944. Αν και η Μάχη της Κρήτης δεν ήταν για τη Βρετανία η υλική ή, έστω, ηθική νίκη που αναζητούσε απεγνωσμένα τη δεδομένη στιγμή στον αγώνα της κατά του Αξονα, απέβη ηρωική στιγμή για την Ελλάδα, αντάξιος επίλογος του πνεύματος με το οποίο μια μικρή χώρα δεν δίστασε το 1940 να αντιταχθεί στην προέλαση των ανίκητων έως τότε δυνάμεων του φασισμού.

