Υπάρχουν δύο ειδών επέτειοι: οι αναφερόμενες σε ανθρώπους και οι αναφερόμενες σε γεγονότα. Και δύο βαθμών: οι σημαντικές και οι λιγότερο σημαντικές. Η συμπλήρωση εφέτος σαράντα χρόνων από την απονομή του βραβείου Νομπέλ στον Οδυσσέα Ελύτη, και μάλιστα δεκαέξι μόλις χρόνια μετά το Νομπέλ του Σεφέρη, μπορεί να σημειωθεί ως επέτειος ενός σημαντικού γεγονότος: ως επικύρωση της παγκόσμιας αναγνώρισης των επιτευγμάτων της νεοελληνικής ποίησης. Και, βέβαια, στο πλαίσιο των ποιητικών γενεών μπορεί να θεωρηθεί ως επέτειος της αναγνώρισης της γενιάς του ’30 ως της σημαντικότερης νεοελληνικής ποιητικής γενιάς.


Οι ποιητές της γενιάς του ’30

Αυτό σκέφτεται κανείς όταν αναλογίζεται ότι από τους δέκα πραγματικά μεγάλους νεοέλληνες ποιητές (Χορτάτσης, Κορνάρος, Σολωμός, Κάλβος, Παλαμάς, Καβάφης, Σικελιανός, Σεφέρης, Ελύτης, Ρίτσος) τρεις – δηλαδή περισσότεροι απ’ ό,τι σε κάθε άλλη γενιά – ανήκουν στη γενιά του ’30. Και δεν θα χρειαζόταν να το υπογραμμίσει κανείς αυτό αν ο κύριος γνώμονας της αμφισβήτησης, την οποία δέχεται τις τελευταίες δεκαετίες αυτή η γενιά – ο ελληνοκεντρισμός (με την έννοια που δίνει στον όρο η ορθοπολιτική λογοτεχνική κριτική μας) -, δεν είχε αναχθεί σε αισθητικό κριτήριο, και μάλιστα αρνητικό.

Διότι το μέγεθος της ανανέωσης που πραγματοποίησε στον ποιητικό μας λόγο η γενιά του ’30 δεν οφείλεται μόνο στην ευνοϊκή συνάντησή της και σύμπλευση με το επαναστατικό καλλιτεχνικό κίνημα του ευρωπαϊκού μοντερνισμού, αλλά και στην ουσιώδη γνώση της ελληνικής (στη διαχρονία της) λογοτεχνικής παράδοσης (εδώ θα πρέπει να αναφέρουμε και τους Εγγονόπουλο και Εμπειρίκο ανάλογα σύνθετο είναι και το επίτευγμα – όμως από έναν άλλο, λοξό δρόμο – του Καβάφη).

Ηταν κυρίως αυτή η γνώση εκείνο που εδραίωσε τους ποιητές αυτούς ως μάστορες της τέχνης τους. Και τον Ελύτη ως έναν από τους πρωτομάστορες. Αρκεί να διαβάσει κανείς προσεκτικά τα ποιητικά του βιβλία για να αντιληφθεί ότι η όποια συνομιλία του με την ευρωπαϊκή καλλιτεχνική πρωτοπορία δοκιμαζόταν από τον έλεγχο μιας γλωσσικής συνείδησης διαμορφωμένης από τη βίωση εκείνων των ποιητικών έργων της γλώσσας μας που ανταποκρίνονταν – διαμορφώνοντάς την ταυτόχρονα – στην ποιητική ιδιοσυγκρασία του. «Η γλώσσα μας», λέει ο Ελύτης στον «Λόγο στην Ακαδημία της Στοκχόλμης», «είναι μια γλώσσα που μιλιέται επί χιλιάδες χρόνια χωρίς διακοπή και με ελάχιστες διαφορές. Είναι σωστό να προσκομίζει κανείς στην τέχνη του αυτά που του υπαγορεύουν η προσωπική του εμπειρία και οι αρετές της γλώσσας του».

«Ενα μικρό και τέλειο Σύμπαν»

Δεν φαίνεται να αντιλαμβάνονται ότι αντιφάσκουν όσοι από τους επικριτές του «ελληνοκεντρισμού» του Ελύτη θεωρούν, ταυτόχρονα, τη σχέση του με τον υπερρεαλισμό στενότερη απ’ ό,τι είναι στην πραγματικότητα. Γιατί από τον υπερρεαλισμό τον Ελύτη τον είχε γοητεύσει μόνο ο πρωτοφανής τρόπος της αποκάλυψης του νοήματος της πραγματικότητας, η οποία είναι, άλλωστε, ο σκοπός κάθε έκφρασης του ποιητικού λόγου. Οτι στον Ελύτη η εκφραστική τόλμη ήταν εγγενής και διαφορετικής τάξεως από την υπερρεαλιστική φαίνεται από τους πρώτους του κιόλας στίχους («Προσανατολισμοί», 1935), που αποτελούν μια μορφή «καθαρής ποίησης» σε ελεύθερο στίχο. Αν ο υπερρεαλισμός συνέβαλε σε κάτι στη διαμόρφωση της ποιητικής του, αυτό ήταν η ενθάρρυνση να διευρύνει τα όρια της μεταφοράς, σε βαθμό που δεν είχε επιχειρηθεί στην ποίησή μας προηγουμένως.

Ο Ελύτης δεν είναι θεωρητικός. Είναι ποιητικός. Θέλω να πω ότι η θεωρία του για την ποίηση, παρά τη συνοχή της, δεν είναι συστηματικά ανεπτυγμένη αλλά αποσπασματικά διεσπαρμένη στα δοκίμιά του, που ο διάχυτος λυρισμός τους τα κάνει να διαφέρουν από εκείνα του Παλαμά και του Σεφέρη και τα φέρνει πιο κοντά στη δοκιμιακή πρόζα του Σικελιανού. Αναφέρομαι στον τρόπο της διατύπωσης των στοχασμών του για την ποίηση, οι οποίοι δεν διαφέρουν από τις απόψεις για την έννοια και τη λειτουργία της κάθε πραγματικού ποιητή, παρά μόνο κατά το ότι είναι ιδιότυπα ιδωμένοι και εικονογραφημένοι: Διαφορετικά από τον κοινό λόγο, όπου η σχέση της μορφής (των ήχων) των λέξεων με το νόημά τους είναι συμβατική, στον ποιητικό λόγο η σχέση αυτή γίνεται αισθητή ως φυσική ήχος και νόημα συγχωνεύονται μεταξύ τους τόσο, «που δεν ξέρεις τελικά αν η γοητεία προέρχεται από αυτό που λέει ο ποιητής ή από τον τρόπο που το λέει». Οταν σε αρκετά σημεία ενός ποιήματος το κράμα αυτό φτάνει σε μια «κρυστάλλινη» διαύγεια, το ποίημα αποκτά «πρισματική μορφή». Αυτό συμβαίνει όταν «αποκορυφώνεται η οξύτητα του ποιητικού πνεύματος» και ο ποιητικός λόγος κατορθώνει να επιτύχει την «καλλίστην αρμονίαν των διαφερόντων» (Ηράκλειτος), δηλαδή να συγκεράσει με τη μεγαλύτερη πυκνότητα και καθαρότητα τις αντιθέσεις της ανθρώπινης πραγματικότητας. Στις στιγμές αυτές ο ποιητικός λόγος γίνεται πλατωνικά αποκαλυπτικός, μας οδηγεί «προς το άγνωστο μέρος του εαυτού μας, προς αυτό που μας υπερβαίνει». Και τούτο γιατί, καταλήγει ο Ελύτης, «υπάρχει αναλογία ανάμεσα στα φυσικά φαινόμενα και τα φαινόμενα του πνεύματος». Και «το καλό ποίημα», που «είναι ένα μικρό και τέλειο Σύμπαν», καθώς χάρη στην αρμονία του ρυθμού του μας βγάζει έξω από τον ρυθμό του γήινου χρόνου, μας παρέχει «μιαν αναπνοή αθανασίας», που μας συμφιλιώνει με την τραγικότητα της ανθρώπινης συνθήκης.

60 χρόνια «Αξιον εστί»

Η ποίηση του Ελύτη, καλλιεργώντας, και συχνά συγχωνεύοντας, κάθε έκφραση ποιητικού λόγου (λυρική, δραματική, επική), είναι μια αδιάκοπη αναζήτηση εκείνου του σημείου όπου «το εγκόσμιο φως γίνεται υπερκόσμιο», ένας ύμνος στη ζωή ενός κατά βάθος τραγικού ποιητή. Η ανάγνωση και μόνο των δύο σημαντικότερων, κατά τη γνώμη μου, έργων του, του πλέον συνθετικού (Το «Αξιον εστί» επέτειος εφέτος και των εξήντα χρόνων από την έκδοσή του) και του πλέον μινιμαλιστικού («Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου», 1985), αρκεί για να αποκαλύψει το μέγεθος της ποιητικής δεξιοτεχνίας και το απόσταγμα της ποιητικής σοφίας του Ελύτη.

Χρονιές – σταθμοί

1929: Έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με τα υπερρεαλιστικά κείμενα.

1935: Γνωρίζεται με τον Ανδρέα Εμπειρίκο. Αναπτύσσεται ανάμεσά τους στενή φιλία που διαρκεί έως το τέλος της ζωής του τελευταίου (1975).

1959: Εκδίδεται το «Αξιον Εστί» που τον καθιερώνει ως έναν από τους κορυφαίους ποιητές του 20ού αιώνα.

1969: Φεύγει από την Ελλάδα και εγκαθίσταται στο Παρίσι.

1979: Η Σουηδική Ακαδημία του απονέμει το βραβείο Νομπέλ.

1991: Εκδίδεται η ποιητική συλλογή του «Τα ελεγεία της οξώπετρας», έργο-σταθμός στη νεοελληνική ποίηση.

Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.