Μετά από σχεδόν τρία χρόνια (συνεχιζόμενης) πανδημίας τα οποία ήταν και είναι γεμάτα συνεχή διλήμματα (κάποιες φορές ζωής ή θανάτου) για τον παγκόσμιο πληθυσμό, βρισκόμαστε προ των πυλών αυτού του χειμώνα και με ένα άλλο δίλημμα που δύσκολα θα φανταζόταν κάποιος ότι θα μπορούσε να αφορά τον πληθυσμό τού (υποτιθέμενου) ανεπτυγμένου κόσμου εν έτει 2022: πρόκειται για ένα δίλημμα που έχει τεθεί και στο παρελθόν και το οποίο αναδύεται και πάλι με αφορμή την πρόσφατη ταραγμένη πολεμική περίοδο και την επακόλουθη ενεργειακή κρίση που αυτή συνεπάγεται. Ενα δίλημμα που συνοψίζεται στο βρετανικό αλλά διεθνώς χρησιμοποιούμενο πλέον «heat or eat» (κοινώς, να βάλει κάποιος θέρμανση για να ζεσταθεί ή να φάει).

Και αν φάει εκείνος που υποφέρει από «ενεργειακή ένδεια» (εκείνος δηλαδή που με απλά λόγια δεν μπορεί να ανταποκριθεί στους υπέρογκους πλέον λογαριασμούς του ηλεκτρικού ρεύματος ή του φυσικού αερίου) και ο οποίος προφανέστατα πρέπει να τραφεί διότι διαφορετικά θα περάσουμε στο δίλημμα…  «to be or not to be», τι θα φάει για να επιβιώσει; Θα φάει ανθυγιεινά «εξοστρακίζοντας» από τη διατροφή του τα απαραίτητα για την υγεία του φρούτα και λαχανικά, όπως επιβεβαιώνει μια νέα μελέτη στην οποία κεντρικό ρόλο είχε ένας έλληνας επιστήμονας, ο επίκουρος καθηγητής Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, εξειδικευμένος στα Οικονομικά της Υγείας, δρ Απόστολος Δαβίλλας, που επέστρεψε προσφάτως στην Ελλάδα μετά από πολυετή καριέρα σε σημαντικά πανεπιστήμια του εξωτερικού. Και μπορεί η μελέτη αυτή στην οποία συμμετείχαν επίσης ερευνητές από το Πανεπιστήμιο East Anglia και το Πανεπιστήμιο του Reading να διεξήχθη στη Βρετανία, ωστόσο, όπως ανέφερε ο δρ Δαβίλλας στο BΗΜΑ-Science, με δεδομένη την παγκόσμια ενεργειακή κρίση, τα ευρήματά της μάλλον δεν… γνωρίζουν σύνορα.

Διεξοδική μελέτη

Η καινούργια μελέτη δημοσιεύθηκε την 1η Νοεμβρίου στην επιθεώρηση «Social Science & Medicine» και βασίστηκε σε δεδομένα της μακροχρόνιας έρευνας «Understanding Society: The UK Household Longitudinal Study – UKHLS». Ο δρ Δαβίλλας μάς εξήγησε ότι «τα στοιχεία που αναλύσαμε κάλυπταν την περίοδο Ιανουαρίου 2019 – Μαΐου 2021 και αφορούσαν αντιπροσωπευτικό δείγμα του ενήλικου πληθυσμού που περιελάμβανε 24.811 άτομα – ένα μεγάλο τμήμα της περιόδου ανάλυσης ήταν μέσα στην πανδημία του SARS-CoV-2».

Oι ερευνητές επικεντρώθηκαν σε νοικοκυριά τα οποία είχαν εγκαταστήσει προπληρωμένους μετρητές ενέργειας (prepaid meters, PPMs) – ένα βρετανικό μέτρο που δεν εφαρμόζεται στην Ελλάδα. Ο έλληνας καθηγητής διευκρίνισε ότι «στη Βρετανία για λόγους οικονομικής δυσπραγίας μπορεί κάποιος να βάλει ένα συγκεκριμένο χρηματικό ποσό στον μετρητή του ρεύματος/αερίου και να καταναλώσει ενέργεια μέχρις ότου τελειώσουν αυτά τα χρήματα – για παράδειγμα, αγοράζει κάποιος 100 λίρες σε αξία και καταναλώνει ενέργεια/θέρμανση στο σπίτι μέχρι να τελειώσει το συγκεκριμένο ποσό. Αυτός είναι ένας τρόπος που χρησιμοποιούν οι πάροχοι ενέργειας στην περίπτωση των οικονομικά αδύναμων νοικοκυριών – αλλά και τα ίδια τα νοικοκυριά με οικονομικά προβλήματα –  με σκοπό να ελέγχουν τις δαπάνες σε θέρμανση ώστε να μη βρεθούν τα ευάλωτα νοικοκυριά με χρέη, στην περίπτωση της Βρετανίας. Γενικότερα, η ύπαρξη προπληρωμένων μετρητών ενέργειας στα σπίτια μεταφράζεται σε μεγάλο βαθμό σε »ενεργειακή φτώχεια» και σε περιορισμένη δυνατότητα πληρωμής υψηλών λογαριασμών ενέργειας/θέρμανσης. Με αυτόν τον τρόπο τα αποτελέσματα της μελέτης μας θα μπορούσαν να γενικευθούν αφορώντας και άλλες χώρες (συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας) όπου δεν υπάρχουν προπληρωμένοι μετρητές ενέργειας. Επιλέξαμε λοιπόν αυτά τα ευάλωτα νοικοκυριά και εξετάσαμε την ποιότητα της διατροφής των μελών τους σε ό,τι αφορούσε συγκεκριμένα την κατανάλωση φρούτων και λαχανικών, σημαντικών δηλαδή συστατικών μιας υγιεινής και ισορροπημένης διατροφής».

 

Αποκαλυπτικά συμπεράσματα

Τι προέκυψε; Οτι όσοι πλήρωναν τους λογαριασμούς της ενέργειας του σπιτιού τους με ΡΡΜs κατανάλωναν λιγότερα φρούτα και λαχανικά – κοινώς η ποιότητα της διατροφής τους ήταν  «φτωχότερη». «Η σχέση είναι αιτιώδης – η ενεργειακή φτώχεια επηρεάζει σημαντικά την ποιότητα αλλά και την ποσότητα της διατροφής» σημείωσε ο δρ Δαβίλλας.

Συγκεκριμένα οι ερευνητές, έχοντας λάβει υπόψη τους άλλους παράγοντες που μπορούν να επηρεάσουν την ποιότητα της διατροφής, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι τα άτομα που έκαναν χρήση PPMs έτρωγαν περί τις τρεις λιγότερες μερίδες φρούτων και λαχανικών την εβδομάδα κατά μέσο όρο, σε σύγκριση με όσους χρησιμοποιούσαν άλλους τρόπους πληρωμής της ενέργειας που κατανάλωναν – για την ακρίβεια τα άτομα της ομάδας της «ενεργειακής ένδειας» κατανάλωναν κατά μέσο όρο περί τη μία λιγότερη μερίδα φρούτων και δύο μερίδες λαχανικών εβδομαδιαίως σε σύγκριση με τους υπολοίπους. Ηταν μάλιστα αξιοσημείωτο το γεγονός ότι η σύνδεση ενεργειακής φτώχειας και χειρότερης διατροφής αφορούσε περισσότερο τις γυναίκες παρά τους άνδρες. «Η ανάλυσή μας αποκάλυψε επιπλέον ότι όσοι είχαν εγκαταστήσει στα σπίτια τους ΡΡΜs είχαν πολύ λιγότερες πιθανότητες να καταναλώνουν τις συνιστώμενες από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας πέντε μερίδες φρούτων και λαχανικών ημερησίως οι οποίες θεωρείται ότι αποτελούν πυλώνα της υγιεινής διατροφής και παράλληλα μεγαλύτερες πιθανότητες να καταφεύγουν σε τράπεζες τροφίμων – υπάρχουν αρκετές και στην Ελλάδα – όπου συχνά δεν διατίθενται φρούτα και λαχανικά» υπογράμμισε ο καθηγητής.

Παγκόσμιο πρόβλημα

«Τα ευρήματα αυτά που είναι βρετανικά θα μπορούσαν να αφορούν και τη δική μας χώρα;» είναι ένα καίριο ερώτημα που θέσαμε στον έλληνα ερευνητή. Οπως απάντησε, «δεν έχουμε διεξαγάγει αντίστοιχη έρευνα στην Ελλάδα, ωστόσο πρέπει να αναρωτηθούμε αν το δίλημμα «heat or eat» που επανέρχεται δριμύτερο στο βρετανικό προσκήνιο, μπορεί να γενικευθεί και αν τίθεται και στην Ελλάδα με δεδομένο ότι έχει περάσει πολλά έτη οικονομικής κρίσης, την πανδημία και τώρα πλήττεται και εκείνη από την παγκόσμια ενεργειακή κρίση».

Βέβαια, ο κ. Δαβίλλας υπογράμμισε ότι, ως απόκριση στην ενεργειακή κρίση, πολλές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, στηρίζουν με επιδοτήσεις τα νοικοκυριά ώστε να μπορέσουν ευκολότερα να πληρώνουν τους λογαριασμούς ενέργειας. «Αυτό είναι ένα βραχυχρόνιο μέτρο που προσφέρει κάποια ανακούφιση. Μια πιο μακροχρόνια λύση θα ήταν όμως να βοηθηθεί ενεργειακά το κάθε νοικοκυριό ώστε να αναβαθμίσει την ενεργειακή αποδοτικότητα των συσκευών που χρησιμοποιεί – κάτι τέτοιο θα συνέβαλλε σημαντικά στη μείωση των λογαριασμών ενέργειας – αλλά και να υιοθετηθούν μονίμως κοινωνικά τιμολόγια στην ενέργεια που θα κάνουν τη διαφορά σε μάκρος χρόνου στα ευάλωτα νοικοκυριά. Και βέβαια μια ακόμη πιο μακροπρόθεσμη λύση θα ήταν η στροφή των νοικοκυριών σε άλλες μορφές ενέργειας όπως η ηλιακή με τη βοήθεια του κράτους, μέσω της τοποθέτησης, για παράδειγμα, ηλιακών συλλεκτών στις κατοικίες».

Κλείνοντας ο καθηγητής τόνισε ότι το κύριο μήνυμα αυτής της μελέτης είναι πως το δίλημμα «heat or eat» δεν είναι μόνο βρετανικό, όπως αποδεικνύει αυτή τη στιγμή η παγκόσμια εμπειρία. «Και πρέπει όλες οι χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας όπου σεβαστό μέρος του πληθυσμού αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα τα οποία επηρεάζουν τις ενεργειακές και καταναλωτικές ανάγκες του, να το αντιμετωπίσουν προκειμένου να προφυλάξουν τους πιο ευάλωτους πολίτες τους ώστε να μπορούν να αντεπεξέρχονται στις ενεργειακές ανάγκες τους και συγχρόνως να μην οδηγούνται σε λύσεις υποβάθμισης της διατροφής τόσο της δικής τους όσο και των μελών της οικογενείας τους, όπως τα παιδιά. Διότι μια διατροφή φτωχή σε φρούτα και λαχανικά, και δη εξ απαλών ονύχων, εγκυμονεί σημαντικούς κινδύνους για την υγεία μακροπρόθεσμα, αυξάνοντας τον κίνδυνο σοβαρών νόσων όπως τα καρδιαγγειακά νοσήματα και ο καρκίνος αλλά και αυτόν της πρόωρης θνησιμότητας. Τα φρούτα και τα λαχανικά αποτελούν βασικά »συστατικά» της υγιεινής διατροφής παρέχοντας πλήθος πολύτιμων θρεπτικών στοιχείων όπως οι φυτικές ίνες, οι βιταμίνες και τα μέταλλα και μειώνοντας τον κίνδυνο νοσηρότητας και θνησιμότητας. Δεν πρέπει λοιπόν κανένας πολίτης εξαιτίας του διλήμματος «heat or eat» να μπαίνει σε δίλημμα για την επαρκή και σωστή διατροφή της οικογένειάς του. Διότι η ισορροπημένη διατροφή αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες και αποδοτικότερες μακροπρόθεσμες «επενδύσεις» υγείας και ζωής του πληθυσμού».

Πείνα και επισιτιστική ανασφάλεια για τα παιδιά δείχνει το πρόγραμμα «ΔΙΑΤΡΟΦΗ»

Το γεγονός ότι τα βρετανικά αυτά νέα στοιχεία που σας παρουσιάζουμε σήμερα έχουν (δυστυχώς) σημαντική αντιστοίχιση και στην ελληνική πραγματικότητα, επιφέροντας μάλιστα καίριο πλήγμα στο «μέλλον του κόσμου» μας, τα παιδιά, αποδεικνύουν με τον πιο σκληρό τρόπο τα πιο πρόσφατα δεδομένα του προγράμματος Σίτισης και Προώθησης Υγιεινής Διατροφής – «ΔΙΑΤΡΟΦΗ» του Ινστιτούτου Προληπτικής, Περιβαλλοντικής και Εργασιακής Ιατρικής Prolepsis τα οποία εξασφάλισε το ΒΗΜΑ-Science. Με βάση τα τελευταία αυτά δεδομένα που αφορούν τον Ιούνιο του 2022, παιδιά στη χώρα μας όχι μόνο δεν καταναλώνουν τα απαιτούμενα φρούτα και λαχανικά, αλλά κυριολεκτικώς πεινούν – κάποια από αυτά αναφέρουν ότι δεν έχουν να φάνε τίποτα μέσα σε ένα ολόκληρο 24ωρο –, ενώ συγχρόνως υπάρχουν πολύ περισσότερες πιθανότητες να βρίσκονται σε τέτοια θέση παιδιά των οποίων οι οικογένειες αδυνατούν να πληρώσουν τους λογαριασμούς ενέργειας, με αποτέλεσμα να έχουν αντιμετωπίσει διακοπή ρεύματος για περισσότερο από μία εβδομάδα.
Οπως σημείωσε στο ΒΗΜΑ-Science η καθηγήτρια Επιδημιολογίας στην Ιατρική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και πρόεδρος του Ινστιτούτου Prolepsis, κυρία Αθηνά Λινού, στο πρόγραμμα «ΔΙΑΤΡΟΦΗ» συμμετέχουν σχολεία όλων των βαθμίδων εκπαίδευσης από διαφορετικές περιοχές της χώρας – κυρίως από την Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας, που τα τελευταία έτη συμμετέχει ενεργά στο πρόγραμμα, αλλά και από την Αττική, τη Μακεδονία, τη Θεσσαλία, τη Θράκη. «Παρέχουμε τα τελευταία χρόνια σίτιση σε περισσότερα από 5.000 παιδιά, ηλικίας 5 ως 18 ετών, κοινώς από το νηπιαγωγείο ως και τη Γ΄Λυκείου, που προέρχονται από περιοχές όπου διαβιούν οικογένειες με σοβαρές οικονομικές ανάγκες. Σε ό,τι αφορά την Αττική, τα περισσότερα οικονομικά προβλήματα, που αντικατοπτρίζονται και στη διατροφή των παιδιών, εντοπίζονται σε περιοχές όπως οι Αχαρνές, ο Ασπρόπυργος, σημεία γύρω από τον Πειραιά αλλά και στο κέντρο της Αθήνας».

Επισιτιστική
ανασφάλεια…
Από το σύνολο των παιδιών, οι γονείς περίπου τα μισών, δηλαδή 2.500 παιδιών, συμπληρώνουν δύο φορές ετησίως ερωτηματολόγια, στα οποία απαντούν σε πληθώρα ερωτήσεων που αποτυπώνουν την κοινωνικο-οικονομική κατάσταση της οικογένειάς τους αλλά και την ποιότητα της διατροφής της. Τα τελευταία στοιχεία που έχουν αναλυθεί αφορούν τον περασμένο Ιούνιο. Με βάση αυτή την ανάλυση, περίπου τα μισά από τα παιδιά είχαν επισιτιστική ανασφάλεια, γεγονός που σημαίνει με απλά λόγια ότι δεν υπήρχε επαρκές και κατάλληλο φαγητό στο σπίτι τους. Ποσοστό άνω του 17% ανέφεραν ότι ανήκουν στην κατηγορία που αντιμετωπίζει όχι μόνο επισιτιστική ανασφάλεια αλλά η οικογένειά τους βιώνει πείνα – εξ αυτών ποσοστό της τάξεως του 35% είχαν στο σπίτι τους διακοπή ρεύματος για διάστημα μεγαλύτερο της μίας εβδομάδας.
Από τα παιδιά τα οποία ζούσαν σε σπίτια με διακοπή ρεύματος για πάνω από μία εβδομάδα, το 42% δεν κατανάλωνε ούτε ένα φρούτο μέσα στην ημέρα και το 58% ούτε ένα λαχανικό. Σε όσα παιδιά πάλι βίωναν πείνα αλλά δεν υπήρξε διακοπή ρεύματος στο σπίτι τους τα πράγματα ήταν λίγο καλύτερα: το 25% δήλωσε ότι κατανάλωνε λιγότερο από ένα φρούτο την ημέρα και το 46% λιγότερο από μία μερίδα λαχανικών την ημέρα. Συνολικά, σύμφωνα με την κυρία Λινού, «περισσότερο από όλα τα παιδιά με επισιτιστική ανασφάλεια φάνηκε να πλήττονται εκείνα που είχαν επισιτιστική ανασφάλεια και συγχρόνως είχαν βιώσει και διακοπή ρεύματος στο σπίτι τους, γεγονός που σημαίνει ότι η οικογένειά τους δεν μπορούσε να αντεπεξέλθει στις ενεργειακές ανάγκες της. Αυτά τα παιδιά έτρωγαν κατά μέσο όρο μία φορά ανά τρεις ημέρες κάποιο φρούτο και μία φορά ανά έξι ημέρες κάποιο λαχανικό».

…συνδεδεμένη με
την ενεργειακή ένδεια
Η καθηγήτρια τόνισε ότι, όπως δείχνουν και αυτά τα νέα στοιχεία επιβεβαιώνοντας και τα δεδομένα των παγκόσμιων αρμόδιων οργανισμών, «δυστυχώς οι συνέπειες της ακρίβειας και της φτώχειας πλήττουν περισσότερο τα παιδιά και δη εκείνα των πολυμελών οικογενειών. Στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή μεγάλος αριθμός παιδιών δεν στερείται μόνο τα καινούργια ρούχα και παπούτσια, τις εξωσχολικές δραστηριότητες ή το φροντιστήριό του, αλλά κυριολεκτικώς πεινά και την ίδια στιγμή η οικογένειά του αντιμετωπίζει ενεργειακή φτώχεια. Πολλά παιδιά λοιπόν έχουν ανάγκη από τη μέγιστη δυνατή βοήθεια και έτσι, στο πλαίσιο του προγράμματος “ΔΙΑΤΡΟΦΗ”, έχουμε απευθύνει επανειλημμένως έκκληση προς όλες τις Περιφέρειες για ένταξη στο πρόγραμμα. Ωστόσο, τα τελευταία 4-5 χρόνια μόνο η Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας ανταποκρίνεται συστηματικά, παρέχοντας έτσι μια διέξοδο σε παιδιά της περιοχής που έχουν επισιτιστική ανασφάλεια».
Υπάρχουν βέβαια και τα γεύματα του υπουργείου Παιδείας, τα οποία όμως παρέχονται αποκλειστικώς σε δημοτικά σχολεία – και όχι στο σύνολό τους αλλά στο ⅓ εξ αυτών, σύμφωνα με την κυρία Λινού. «Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι παιδιά νηπιαγωγείου αλλά και γυμνασίου και λυκείου που έχουν ανάγκη μένουν ακάλυπτα. Πρέπει να υπάρξει πιο συστηματική και οργανωμένη δράση καθώς η κατάσταση, και λόγω της ενεργειακής κρίσης, δυσχεραίνει και θα δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο για ολοένα και περισσότερες οικογένειες».
Ως φαίνεται, λοιπόν, το «heat or eat» έχει χτυπήσει την πόρτα και πολλών ελληνικών σπιτιών με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το… παράθυρο σε ένα υγιές μέλλον που κλείνει για χιλιάδες παιδιά και τις οικογένειές τους. Αδιανόητα διλήμματα αλλά πλήρως υπαρκτά, που όλα δείχνουν ότι θα γίνουν ακόμη σκληρότερα στις μέρες μας. Και αποδεικνύεται περίτρανα ότι πρέπει όλοι να έχουν τον νου τους στο παιδί, γιατί μόνο αν γλιτώσει το παιδί υπάρχει ελπίδα.