Η ελληνική συμβολή στο Bauhaus
Ο καθηγητής Αρχιτεκτονικής Ανδρέας Γιακουμακάτος μιλάει για το διεθνές συνέδριο που θα γίνει στην Αθήνα με την ευκαιρία της εφετινής επετείου των 100 χρόνων από την ίδρυση της περίφημης σχολής στη Βαϊμάρη
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Ποια η επίδραση του Bauhaus στη χώρα μας; Πώς επηρέασε τον ευρύτερο μεσογειακό χώρο; Με ποιον τρόπο αντανακλάται στα λαμπρά δείγματα της ελληνικής αρχιτεκτονικής της δεκαετίας του ’30; Τα παραπάνω είναι μερικά μόνο από τα ζητήματα που θα εξεταστούν στο πλαίσιο του διεθνούς συνεδρίου με τίτλο «Το Bauhaus και η Ελλάδα» που διοργανώνουν στην Αθήνα η Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών και η Κρατική Ακαδημία Καλών Τεχνών της Στουτγάρδης με αφορμή την εφετινή επέτειο των 100 χρόνων από την ίδρυση της φημισμένης σχολής στη Βαϊμάρη.
Το συνέδριο θα πραγματοποιηθεί μεταξύ 30/5 και 1/6 στην ΑΣΚΤ και στο Μουσείο Μπενάκη και περιλαμβάνει περισσότερες από 60 εισηγήσεις ελλήνων και ξένων ομιλητών οι οποίες επελέγησαν από τον διπλάσιο, περίπου, αριθμό περιλήψεων που υποβλήθηκαν. Επιπροσθέτως, θα πλαισιωθεί από παράλληλες εκδηλώσεις, μεταξύ των οποίων η επανέκδοση ενός σπάνιου βιβλίου αλλά και αναβιώσεις ιστορικών συναυλιών.
Καταλύτης ιστορικών πρωτοποριών
«Η συγκεκριμένη διοργάνωση είναι μια υπόθεση η οποία ξεκίνησε πριν από τέσσερα χρόνια» εξηγεί ο Ανδρέας Γιακουμακάτος, καθηγητής Αρχιτεκτονικής στο Τμήμα Θεωρίας και Ιστορίας της Τέχνης της ΑΣΚΤ, επιστημονικός και οργανωτικός υπεύθυνος του συνεδρίου από κοινού με τον Σωκράτη Γεωργιάδη, καθηγητή Αρχιτεκτονικής στην Κρατική Ακαδημία Καλών Τεχνών της Στουτγάρδης.
Οι δυο τους είχαν την ιδέα της διοργάνωσης εν όψει της εφετινής επετείου και άρχισαν να εργάζονται επάνω σε αυτήν πολύ νωρίς. «Το Bauhaus δεν έχει ανάγκη ιδιαίτερων συστάσεων» λέει στη συνέχεια ο κ. Γιακουμακάτος. «Σηματοδοτεί την απαρχή της μοντέρνας παράδοσης και στάθηκε καταλύτης ιστορικών πρωτοποριών που αναπτύσσονται από τις αρχές του 20ού αιώνα στην αρχιτεκτονική και στις εικαστικές τέχνες και βρίσκουν σημείο σύγκλισης στη δημιουργία της σχολής αυτής, η οποία ήταν ένα είδος τεχνικού σχολείου. Οι μαθητές μάθαιναν να υφαίνουν, να φτιάχνουν έπιπλα, χαλιά, φωτιστικά… να κάνουν πραγματικότητα, δηλαδή, μια συζήτηση η οποία είχε αρχίσει στην Ευρώπη από τα μέσα του 19ου αιώνα και αφορούσε τη σχέση της βιομηχανικής παραγωγής με την τέχνη. Πώς θα μπορούσε να αναπτυχθεί άραγε η σχέση αυτή; Πώς θα δημιουργούνταν μια σύγκλιση ώστε το βιομηχανικό προϊόν να έχει παράλληλα μια καλλιτεχνική αξία;».
Στο πλαίσιο αυτό, η φιλοσοφία του Bauhaus αποσκοπεί στη γεφύρωση, αρχικά, του χάσματος μεταξύ τέχνης και χειροτεχνίας και στη συνέχεια στη «συμφιλίωση» της τέχνης με τη βιομηχανία. Για τον σκοπό αυτόν επιτυγχάνεται για πρώτη φορά η συνεργασία καλλιτεχνών, αρχιτεκτόνων και χειροτεχνών έτσι ώστε το Bauhaus να καταστεί αμέσως μετά το τέλος του Πολέμου (1919) σημείο αναφοράς των καλλιτεχνικών πρωτοποριών, και ιδιαίτερα του ευρωπαϊκού Μοντέρνου Κινήματος. Πρώτη επιδίωξη του ιδρυτή του Βάλτερ Γκρόπιους υπήρξε ο διεθνιστικός χαρακτήρας της Σχολής με την προσέλκυση δασκάλων από όλη την Ευρώπη.
Πόλεμος, κρίση, ανοικοδόμηση
Οπως επισημαίνει ο κ. Γιακουμακάτος, η ίδρυση του Bauhaus είναι αποτέλεσμα συγκεκριμένων κοινωνικοπολιτικών συνθηκών οι οποίες αναπτύχθηκαν μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ειδικά στη Γερμανία: η τραυματική εμπειρία της ήττας, η αίσθηση της εθνικής ταπείνωσης, η κατάρρευση. «Είναι σημαντικό να έχουμε υπόψη μας ότι το Bauhaus ιδρύεται στη Βαϊμάρη τον Μάιο του 1919, λίγο μετά τη γέννηση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης που φιλοδοξούσε να προσφέρει μια νέα προοπτική. Οι άνθρωποι που πλαισιώνουν το Bauhaus δημιουργούν μετά τον Πόλεμο μέσα σε κλίμα ανοικοδόμησης, καλλιτεχνικής ευφορίας αλλά και κοινωνικών εντάσεων. Δεν είναι τυχαίο ότι όλες οι προσπάθειες ανασύστασης του Bauhaus δεν είχαν επιτυχία γιατί η σχολή ήταν πράγματι γέννημα συγκεκριμένων κοινωνικοπολιτικών γεγονότων. Το κοινό τέλος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης όσο και του Bauhaus το 1933 σηματοδοτεί εμβληματικά την έλευση των εθνικοσοσιαλιστών στην εξουσία».
Προκειμένου να εξετάσει κανείς την επιρροή του Bauhaus στην Ελλάδα θα πρέπει, συνακόλουθα, να λάβει υπόψη του τις συνθήκες που επικρατούσαν στη χώρα μας τη συγκεκριμένη εποχή. Η Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 και η ήττα της Μεγάλης Ιδέας οδηγούν σε μια πρώτη ομφαλοσκόπηση για την ταυτότητα και τον προσανατολισμό των ντόπιων πολιτισμικών εκφράσεων. Η δεκαετία του ’20 αποτελεί κομβική στιγμή για την εγχώρια πολιτισμική συνθήκη με τη διδασκαλία και το έργο του Δημήτρη Πικιώνη, του Φώτη Κόντογλου, του Σπύρου Παπαλουκά, του Μανόλη Καλομοίρη, της Αγγελικής Χατζημιχάλη, του Αγγελου Σικελιανού και των Δελφικών Γιορτών. Ωστόσο, την επόμενη δεκαετία ενισχύεται αποτελεσματικά η ανταλλαγή με τα ευρωπαϊκά ρεύματα: Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, Νίκος Εγγονόπουλος, Ανδρέας Εμπειρίκος, Νίκος Σκαλκώτας, Νίκος Μητσάκης είναι μερικά μόνο από τα ονόματα που επιτυγχάνουν καθοριστικές κατακτήσεις εντάσσοντας τη χώρα σε ένα διεθνές πλαίσιο διαλόγου.
Τι διδάσκουν
τα σχολικά κτίρια
Το συνέδριο επικεντρώνεται σε τρεις περιοχές: στην τέχνη, στη διδακτική της και στην αρχιτεκτονική, εξερευνώντας την επιρροή του Bauhaus σε αυτές. «Υστερα από τις πρώτες κινήσεις για την εισαγωγή μιας νέας γλώσσας στην ελληνική αρχιτεκτονική, το πραγματικά καίριο βήμα γίνεται το 1929 με τον σχεδιασμό της Ιατρικής Σχολής στο Γουδί από τον Εμμανουήλ Κριεζή, ο οποίος ήταν ήδη καθηγητής στο Πολυτεχνείο» λέει ο Α. Γιακουμακάτος. «Επρόκειτο για κάτι εντελώς απρόβλεπτο, κάτι που δεν μπορούσε να περιμένει κανείς με βάση τις ως τότε συνθήκες. Είναι δε ενδεικτικό ότι το κτίριο αυτό δεν δημοσιεύθηκε ποτέ στην Ελλάδα στη διάρκεια του Μεσοπολέμου: η ελληνική κουλτούρα και τα μέσα ενημέρωσης δεν ήταν έτοιμα να δεχθούν ένα τόσο ριζοσπαστικό εγχείρημα, απόλυτα τυπικό παράδειγμα γερμανικού ορθολογισμού, καθώς ο Κριεζής είχε σπουδάσει στη Γερμανία. Τις δημοσιεύσεις για το κτίριο τις γνωρίζουμε από τα ιταλικά και τα γαλλικά περιοδικά της δεκαετίας του ’30».
Ωστόσο, όπως εξηγεί, η μεγάλη επανάσταση στην αρχιτεκτονική της δεκαετίας του ’30 γίνεται χάρη σε μια δημόσια υπηρεσία, κάτι αδιανόητο για την ελληνική πραγματικότητα: το γραφείο μελετών του υπουργείου Παιδείας για τα Νέα Σχολικά Κτίρια επί Γεωργίου Παπανδρέου. «Ο αριθμός των μοντέρνων σχολικών κτιρίων της περιόδου δεν είχε προηγούμενο σε ολόκληρη την Ευρώπη, γεγονός που αναδεικνύει την ελληνική συμβολή στην κουλτούρα του Bauhaus» θα πει και πάλι ο κ. Γιακουμακάτος. Μέσα από αυτό το πρίσμα η επανέκδοση, με την ευκαιρία του συνεδρίου, του σπάνιου τόμου «Τα Νέα Σχολικά Κτίρια» από τις εκδόσεις Καπόν προβάλλει εξόχως σημαντική. Το βιβλίο κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1938, στη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά, σε επιμέλεια Πάτροκλου Καραντινού, επιφανούς αρχιτέκτονα ο οποίος είχε, μεταξύ άλλων, σχεδιάσει πολλά σχολεία, μουσεία κ.λπ.
Εκδηλώσεις και συναυλίες
Παράλληλες εκδηλώσεις του συνεδρίου αποτελούν και τρεις συναυλίες: στις δύο πρώτες, με τη συμμετοχή των μουσικών της Καμεράτας υπό τον Γ. Πέτρου, θα αναβιώσουν τα προγράμματα των δύο μουσικών εκδηλώσεων που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο της πρώτης μεγάλης έκθεσης του Bauhaus στη Βαϊμάρη το 1923 με έργα Χίντεμιτ, Μπουζόνι, Κρένεκ και Στραβίνσκι. «Είναι μια πρωτότυπη ιδέα που δεν έχει επιχειρηθεί ποτέ. Το τρίτο και τελευταίο βράδυ του συνεδρίου θα δοθεί μια συναυλία τζαζ με έργα των δεκαετιών του ’20 και του ’30» καταλήγει ο κ. Γιακουμακάτος.

