Αλέξανδρος Κοτζιάς
Τα παιδιά του Κρόνου
Φιλολογική επιμέλεια – επίμετρο – υπομνηματισμός Μαρία Ρώτα.
Εκδόσεις Πατάκη, 2018
σελ. 550, τιμή 19,90 ευρώ
Οταν οι πεζογράφοι πρώτης μεταπολεμικής γενιάς κάνουν το ντεμπούτο τους στις αρχές της δεκαετίας του 1940, κάτι αλλάζει άρδην στο λογοτεχνικό παράδειγμα του καιρού τους: με έναν πολυδαίδαλων απολήξεων ρεαλισμό, οι πρώτοι μεταπολεμικοί κατακρίνουν έντονα και παραμερίζουν πάραυτα τόσο την αστική ηθογραφία όσο και τον μηχανικό μοντερνισμό της γενιάς του 1930, για να μπουν με φόρα στο ταραγμένο πνεύμα των δικών τους δεδομένων. Θετικά ή αρνητικά, ελεύθερα ή ανελεύθερα, μοιραία ή έρμαια της τύχης τους, τα πρόσωπα τα οποία πρωταγωνιστούν στο κύκνειο άσμα του Αλέξανδρου Κοτζιά, την τετραλογία η οποία υπό τον τίτλο «Τα παιδιά του Κρόνου» στεγάζει τις νουβέλες Ιαγουάρος (1987), Η μηχανή (1990), Ο πυγμάχος (1991) και Το σοκάκι (1993), έχουν κάτι από τα δυνατά χρώματα του εξπρεσιονισμού. Σκοπίμως διεστραμμένα και εξαρθρωμένα, εξακολουθούν, μολοντούτο, να απεικονίζουν, όπως και στα μυθιστορήματά του, ρεαλιστικά την Ελλάδα του μεταπολέμου, κυρίως μέσα από την κοινωνική και ταξική ποικιλομορφία της γλώσσας τους: ξύλινη αριστερή ορολογία, ανακατεμένη με ύπουλο συναισθηματισμό, λόγια της παλιάς «πιάτσας», αφασικοί νεανικοί κώδικες, παραλογοτεχνικοί κομπασμοί, δημοσιογραφική καθαρεύουσα, στρατιωτικές εκφράσεις αλλά και εφημεριδογραφικοί μεγαλότιτλοι ή αποσπάσματα από ταξιδιωτικούς οδηγούς. Οπως και στη μυθιστορηματική παραγωγή του Κοτζιά, έτσι και στις νουβέλες του, οι πρωταγωνιστές έρχονται σε άμεση επαφή με τον εξπρεσιονισμό ενόσω δεν εγκαταλείπουν την έστω και ριζικά αναθεωρημένη αντικειμενική εξιστόρηση και παντογνωσία του ρεαλισμού. Συγκεντρωμένοι γύρω από μια κρίσιμη χρονολογία, την 21η Μαΐου 1958, που παραπέμπει στον ιστορικό χρόνο των προδικτατορικών μυθιστορημάτων του Κοτζιά, οι ήρωες των «Παιδιών του Κρόνου», που περνούν ως κομπάρσοι και σκιές από τις μεταπολεμικές του ιστορίες, σπανίως είναι σε θέση να συλλάβουν τις αιτίες των δυσκολιών οι οποίες τους απειλούν ή τους εγκλωβίζουν. Το ναρκισσιστικό εγκώμιο ή η στρεψοδικία είναι το προσφιλές τους καταφύγιο, ακόμα κι όταν τείνουν να συνειδητοποιήσουν κάτι από την απίστευτη ακαταστασία που αναστατώνει τη ζωή τους. Ακαταστασία η οποία αναδύεται από το εικοσιτετράωρο της 21ης Μαΐου 1958 ως η ενσάρκωση του πνεύματος μιας ολόκληρης εποχής – μιας εποχής η οποία ταυτίζεται με τις υπαρξιακές και τις ηθικές συνέπειες των αδελφοκτόνων συγκρούσεων, όπως και με τη βαθιά διάβρωση που θα διαπεράσει τον ελληνικό μεταπολεμικό κόσμο σε μία από τις πιο κρίσιμες στιγμές της τροχιάς του. Μέσα όμως από την κραυγαλέα ατελή υπόστασή τους, οι πρωταγωνιστές των «Παιδιών του Κρόνου» πορεύονται χωρίς να βουτάνε ακριβώς στα φλεγόμενα νερά της Ιστορίας, αν δεν έχουν μεταβληθεί κιόλας σε πελώρια κενά της. Είναι κάτι σαν το βολταιρικό «μικρό κοπάδι»: εξ όνυχος τον λέοντα – ένας κατακερματισμένος και μπαρουτοκαπνισμένος θίασος, τα μέλη του οποίου χωρίς να παίρνουν μέρος στην Ιστορία, υφίστανται κατ’ εξακολούθησιν, στερημένα από την οποιαδήποτε δυνατότητα διαφυγής, τις παρενέργειές της. Δεν πρόκειται πια για πολιτικό και ιστορικό μακελειό αλλά, όπως έχει γράψει παλαιότερα η κριτική, για ρήμαγμα ψυχών και υπάρξεων.
 Η Μαρία Ρώτα έχει κάνει υποδειγματική φιλολογική δουλειά, υπηρετώντας τόσο με το πυκνό επίμετρο όσο και με τον συστηματικό πλην κάθε άλλο παρά φλύαρο υπομνηματισμό της το συγγραφικό σχέδιο του Κοτζιά που ήταν να λειτουργήσουν οι νουβέλες ως προλεγόμενα και επιλεγόμενα για τα μυθιστορήματα. Ο θάνατός του άφησε εκ των πραγμάτων το σχέδιο στα μισά του δρόμου, αλλά η συγκέντρωση των τεσσάρων έργων σε έναν τόμο με σύγχρονες εκδοτικές προϋποθέσεις θα βοηθήσει τα μάλα παλαιότερους και νεότερους να αποκαταστήσουν την επαφή και την επικοινωνία τους με έναν από τους σπουδαιότερους εκπροσώπους της μεταπολεμικής πεζογραφίας.