Εντι Ζεμενίδης: «Η Ελλάδα δεν πρέπει να περιμένει τις ΗΠΑ ως μεσσία»
Οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις βρίσκονται σε μια εξαιρετικά θετική φάση, εκτιμά ο επικεφαλής της πιο δραστήριας οργάνωσης της Διασποράς, αλλά όπως τονίζει η περαιτέρω εμβάθυνση είναι ένας μαραθώνιος και όχι αγώνας ταχύτητας
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις διέρχονται μια πρωτοφανή άνθηση, αλλά η διαμόρφωση μιας νέας αμερικανικής στρατηγικής για την Ανατολική Μεσόγειο, την Ελλάδα και την Κύπρο είναι ένας μαραθώνιος και όχι αγώνας ταχύτητας. Αυτό εκτιμά στην εκ βαθέων συνέντευξη που παραχώρησε στο «Βήμα» ο Εντι Ζεμενίδης, εκτελεστικός διευθυντής του Συμβουλίου Ελληνοαμερικανικής Ηγεσίας (HALC), ίσως της πλέον δραστήριας οργάνωσης της ελληνικής Διασποράς στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο κ. Ζεμενίδης θεωρεί ότι το πρόσφατο σχέδιο νόμου για την ασφάλεια και την ενεργειακή συνεργασία στην Ανατολική Μεσόγειο αποτελεί μια πολύ καλή βάση για την εμβάθυνση των σχέσεων Αθήνας και Λευκωσίας με την Ουάσιγκτον, αλλά παράλληλα προειδοποιεί όσους αναμένουν ότι οι ΗΠΑ θα λειτουργήσουν ως «Μεσσίας», λύνοντας π.χ. όλα τα προβλήματα με την Τουρκία.
Θα λέγατε ότι οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις διάγουν την καλύτερη περίοδό τους, τουλάχιστον μετά το 1974;
«Είναι βέβαιο ότι βρισκόμαστε σε μια εξαιρετικά θετική φάση της σχέσης, σε ένα πολύ υψηλό σημείο αν το εξετάσουμε υπό τους όρους της πρόσφατης μνήμης. Θα ήμουν επιφυλακτικός στην κρίση μου αναφορικά με τον όρο «καλύτερη» μέχρι να ολοκληρωθεί αυτή η φάση. Χρειαζόμαστε τουλάχιστον μερικά χρόνια ακόμη και ορισμένα ορόσημα, όπως π.χ.: Πόσο δεσμευμένη θα είναι η επόμενη κυβέρνηση; Πόσο αποτελεσματικός θα είναι ο επόμενος αμερικανός πρεσβευτής στην Ελλάδα και αντιστοίχως πόσο αποτελεσματικός θα είναι ο επόμενος έλληνας πρεσβευτής στις Ηνωμένες Πολιτείες; Πόσο ισχυρή θα είναι η σχέση αν η Τουρκία γυρίσει πάλι προς τη Δύση; Τότε θα μπορούμε να είμαστε πιο βέβαιοι».
Ποιοι είναι οι βασικοί λόγοι της πρόσφατης σύγκλισης συμφερόντων; Τι θα πρέπει να γίνει ώστε αυτή η νέα εποχή στις διμερείς σχέσεις να διατηρηθεί και οι σχέσεις να γίνουν βαθύτερες και πιο συνεκτικές;
«Η παρούσα φάση ξεκίνησε επειδή συνέβαλαν πολλά γεγονότα που έκαναν την Ουάσιγκτον να προτεραιοποιήσει τη σχέση με την Ελλάδα. Κατ’ αρχάς, υπήρξε η πιθανότητα ενός Grexit από την ευρωζώνη και η κυβέρνηση Ομπάμα ήταν πολύ πιο ανήσυχη για τις γεωπολιτικές του επιπτώσεις από ό,τι ήταν οι Ευρωπαίοι. Δεύτερον, υπήρξε μια αναζωπύρωση του γεωπολιτικού ανταγωνισμού μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Ρωσίας στα Βαλκάνια και στην Ανατολική Μεσόγειο – δύο περιοχές στις οποίες η Ελλάδα έχει επιρροή και οι οποίες έγιναν μείζονα θέατρα αυτού του ανταγωνισμού. Τρίτον, ο αυξανόμενος αυταρχισμός της Τουρκίας και η έλλειψη αξιοπιστίας οδήγησαν όσους λαμβάνουν αποφάσεις να αναζητήσουν εναλλακτικές λύσεις. Τέταρτον, η κυβέρνηση Τσίπρα – την οποία η Ουάσιγκτον παρακολουθούσε προσεκτικά στην αρχή ως εν δυνάμει φιλορωσική ή αντιισραηλινή – εξέπληξε τους πάντες εδώ ως πολύ φιλοαμερικανική και φιλοϊσραηλινή. Τέλος, η ενεργειακή διπλωματία στην Ανατολική Μεσόγειο και ειδικότερα η εμπλοκή ενός πολύ αξιοσημείωτου παίκτη – της ExxonMobil – εισήγαγαν ένα εξ ολοκλήρου νέο στοιχείο στις διμερείς σχέσεις. Δεν πρέπει επίσης να υποεκτιμούμε τον ρόλο συγκεκριμένων ατόμων που βρέθηκαν στο κατάλληλο μέρος την κατάλληλη στιγμή. Εχοντας τον Μπομπ Μενέντεζ ως τον πλέον υψηλόβαθμο Δημοκρατικό στην Επιτροπή Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας καθ’ όλη αυτή την περίοδο, τον Τζέφρι Πάιατ ως πρεσβευτή των Ηνωμένων Πολιτειών στην Ελλάδα και τον Χάρη Λαλάκο ως έλληνα πρεσβευτή στην Ουάσιγκτον, τους Τεντ Ντόιτς και Γκας Μπιλιράκη ως συμπροέδρους στην Κοινή Ομάδα Ελλάδας – Ισραήλ στο Κογκρέσο, στελέχη αμερικανικών κυβερνήσεων όπως ο Τζακ Λιου, ο Αμος Χόκσταϊν και ο Γουές Μίτσελ – όλοι τους επηρέασαν προς το καλύτερο την πορεία των διμερών σχέσεων».
Πρόσφατα κατατέθηκε στην αμερικανική Γερουσία ένα σχέδιο νόμου που υποστήριξαν οι γερουσιαστές Μενέντεζ και Ρούμπιο. Δεν έχουμε δει κάτι τόσο σημαντικό για τα ελληνικά και τα κυπριακά συμφέροντα στο Κογκρέσο εδώ και πολλά χρόνια. Πόσο επετεύχθη κάτι τέτοιο και ποιος ο ρόλος του HALC; Πιστεύετε ότι τελικώς θα υιοθετηθεί;
«Το νομοσχέδιο για την Ασφάλεια και την Ενεργειακή Συνεργασία στην Ανατολική Μεσόγειο οικοδομήθηκε στα θεμέλια μικρότερων βημάτων που πραγματοποιήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια. Ο νόμος για τον τερματισμό του εμπάργκο όπλων στην Κύπρο, οι περιορισμοί στην παράδοση των F-35 στην Τουρκία και οι προβλέψεις προγράμματος για στρατιωτική εκπαίδευση αποτέλεσαν νομοθετικές προσπάθειες κατά τη θητεία του τελευταίου Κογκρέσου. Επί πέντε χρόνια είχαμε πολλαπλές πρωτοβουλίες στο Κογκρέσο – ακροάσεις, επιστολές στη Γερουσία και στη Βουλή των Αντιπροσώπων σχετικά με την ΑΟΖ της Κύπρου, ενημερώσεις στελεχών του Κογκρέσου – που αποτέλεσαν τη βάση για τις προβλέψεις αναφορικά με το εν λόγω νομοσχέδιο. Δαπανήσαμε επίσης πολύ χρόνο να ενημερώσουμε τα μέλη του Κογκρέσου – κατά τη διάρκεια των επισκέψεών μας για λόμπινγκ, μέσα από συγκεκριμένες εκθέσεις – σχετικά με τις παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου κα της ΑΟΖ της Κύπρου. Είμαι πεπεισμένος ότι μέρη αυτού του νομοσχεδίου θα υιοθετηθούν από αυτό το Κογκρέσο. Το σχέδιο νόμου θα δημιουργήσει επίσης πίεση για αλλαγές πολιτικής στην κυβέρνηση και θα εκκινήσει τον δημόσιο διάλογο επί ζητημάτων, όπως οι παραβιάσεις στο Αιγαίο, αντί για την αναποτελεσματική διατήρησή τους ως μέρους μιας «ιδιωτικής διπλωματίας». Αυτό με τη σειρά του θα επηρεάσει τον δημόσιο διάλογο σε δεξαμενές σκέψης και στον Τύπο. Και μπορείτε να βασιστείτε σε αυτό: θα οικοδομήσουμε επαρκή υποστήριξη για τη νομοθεσία αυτή στο Κογκρέσο, ώστε ακόμη και ό,τι δεν υιοθετηθεί τώρα να επανεισαχθεί στην επόμενη θητεία. Η διαμόρφωση μιας συνολικής και επανεξισορροπημένης αμερικανικής πολιτικής στην Ανατολική Μεσόγειο είναι ένας μαραθώνιος και όχι αγώνας ταχύτητας, αλλά με αυτό το νομοσχέδιο έχουμε μια πολύ καλή εκκίνηση».
Πόσο έχει βοηθήσει η προσέγγιση Ελλάδας – Κύπρου – Ισραήλ τα συμφέροντα της Αθήνας και της Λευκωσίας στην Ουάσιγκτον;
«Εχει βοηθήσει πολλαπλώς. Πριν από όλα, είναι ευκολότερο για τους διαμορφωτές της αμερικανικής στρατηγικής να συλλάβουν την Ελλάδα και την Κύπρο ως κεντρικούς μοχλούς στην περιοχή δεδομένης της συνεργασίας τους με τον στενότερο σύμμαχο των Ηνωμένων Πολιτειών στη Μέση Ανατολή. Δεύτερον, έχει βοηθήσει στην ανάπτυξη μιας νέας γενιάς φιλελλήνων και συμμάχων στη φιλοϊσραηλινή κοινότητα και τούτο ανοίγει περισσότερες πόρτες για την Αθήνα και τη Λευκωσία στην Ουάσιγκτον».
Πόσο έχει… συμβάλει η τεταμένη σχέση ΗΠΑ – Τουρκίας στην άνθηση των ελληνοαμερικανικών σχέσεων; Πολλοί ισχυρίζονται ότι αν δεν υπήρχε ο Ερντογάν, οι ΗΠΑ δεν θα ήταν τόσο σκληρές έναντι της Αγκυρας. Συμφωνείτε με αυτή την εκτίμηση;
«Αυτό είναι βέβαιο. Η χρονική στιγμή ορισμένων εξελίξεων – το πιθανό Grexit, η ρωσική διεκδίκηση επιρροής στα Βαλκάνια και στη Μέση Ανατολή, η άνοδος του Σίσι στην εξουσία στην Αίγυπτο, οι περιφερειακές ενεργειακές εξελίξεις, η απόπειρα πραξικοπήματος στην Τουρκία, ο συριακός εμφύλιος πόλεμος – οδήγησε σε όξυνση των σχέσεων με την Τουρκία και αναβάθμισαν την Ελλάδα. Ο Ερντογάν όμως θεωρείται εδώ στις ΗΠΑ όλο και περισσότερο ως «ο κακός» και αυτό κάνει την Ελλάδα πολύ πιο ζωτικής σημασίας για πολλούς».
«Δεν υπάρχει κάποιο Σχέδιο Μάρσαλ»
Βλέπετε μια πλήρη κατάρρευση των αμερικανοτουρκικών σχέσεων αν δεν βρεθεί συμβιβασμός στο ζήτημα των S-400 και των F-35; Ανησυχείτε ότι ο πρόεδρος Τραμπ θα μπορούσε να παρακάμψει τις κυρώσεις αν το Κογκρέσο προχωρούσε σε μια τέτοια απόφαση;
«Αν η Αγκυρα παραλάβει τους S-400, θα πρόκειται για σημείο καμπής στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις. Πολλοί – όχι μόνο στην Ουάσιγκτον και στην Αγκυρα, αλλά επίσης στις Βρυξέλλες, ακόμη και στην Αθήνα – θα εργαστούν νυχθημερόν για να αποτρέψουν την πλήρη κατάρρευσή τους. Αν η Τουρκία πάρει τους S-400, τα F-35 θα αποσυρθούν από το τραπέζι. Δεν θα με εξέπληττε αν η κυβέρνηση Τραμπ απειλούσε αλλά καθυστερούσε την επιβολή κυρώσεων, όμως οι ΗΠΑ θα ασκήσουν αξιοσημείωτη οικονομική πίεση στην Τουρκία, συμπεριλαμβανομένου του ρόλου τους στην παροχή βοήθειας από το ΔΝΤ, σε μια τουρκική οικονομία που μοιάζει όλο και πιθανότερο ότι θα τη χρειαστεί».
Πιστεύετε ότι οι ΗΠΑ θα μετακινούνταν από την παραδοσιακή ουδέτερη θέση τους στο Κυπριακό και στο Αιγαίο προς πιο φιλελληνικές, φιλοκυπριακές θέσεις;
«Βλέπουμε σήμερα μια μεγαλύτερη συνειδητοποίηση σε αμερικανικούς πολιτικούς κύκλους, ιδιαίτερα σε αυτές τις δύο περιπτώσεις η ουδετερότητα σημαίνει ορισμένες φορές σύνταξη με τον επιτιθέμενο (Τουρκία). Οπως είδαμε στην περίπτωση της κυπριακής ΑΟΖ, όπου τα αμερικανικά συμφέροντα συγκλίνουν με αυτά των Αθηνών και της Λευκωσίας, θα υπάρξει αδιαμφισβήτητη αμερικανική στήριξη. Αυτό που θα έπρεπε να αποφευχθεί είναι η ιδέα των Ηνωμένων Πολιτειών ως «μεσσία». Οι σημερινές Ηνωμένες Πολιτείες είναι πολύ διαφορετικές – τόσο με όρους διαθέσιμων πόρων όσο και βούλησης της κοινής γνώμης – από τις ΗΠΑ του Ψυχρού Πολέμου ή ακόμη και της δεκαετίας του ’90. Δεν υπάρχει κάποιο Σχέδιο Μάρσαλ για την Ελλάδα και την Κύπρο. Δεν θα χτιστούν τεράστιες νέες στρατιωτικές βάσεις στην Ελλάδα. Αυτό που μπορεί να κάνει η Ουάσιγκτον είναι να εφαρμόσει προγράμματα όπως ο Νόμος BUILD (για επενδύσεις και ανάπτυξη), να οργανώσει επισκέψεις των υπουργών Εμπορίου με μεγαλύτερες επιχειρηματικές αποστολές, να εντοπίσει ειδικούς τομείς συνεργασίας με τις ελληνικές Ενοπλες Δυνάμεις κ.ά.».
Φαίνεται ότι υπάρχει σήμερα μια νέα και αποφασισμένη γενιά Ελληνοαμερικανών. Ανήκετε σε αυτήν. Ποιοι είναι οι στόχοι του HALC και πώς θα μπορούσε η Αθήνα να υποστηρίξει το έργο του ελληνοαμερικανικού λόμπι στην Ουάσιγκτον;
«Ο πρώτος στόχος είναι να εγγυηθούμε τη συνέχεια μιας διακριτής και διαπρεπούς ελληνικής Διασποράς, προωθώντας όσο μπορούμε τα μοναδικά χαρακτηριστικά της ελληνικής ταυτότητας: τη σχέση μας με την Ελλάδα, τη γλώσσα, τις παραδόσεις, τη λαϊκή κουλτούρα, την εξοικείωση με την ιστορία. Λέγοντας «διαπρεπή», εννοούμε να καταστήσουμε βέβαιο ότι οι Ελληνες – ιδιαίτερα οι καλύτεροι και ευφυέστεροι – θα έχουν την απαιτούμενη βοήθεια να φθάσουν στο ύψιστο σημείο της πολιτικής, επιχειρηματικής και κοινωνικής ζωής στην Αμερική. Αν μπορέσουμε να διασφαλίσουμε υψηλές ηγετικές θέσεις στην αμερικανική κοινωνία για τα αφοσιωμένα μέλη της ελληνικής Διασποράς, αυτό θα ωφελήσει την Ελλάδα. Η Ελλάδα μπορεί να βοηθήσει χτίζοντας απευθείας επαφές με τη νέα γενιά ελληνοαμερικανών ηγετών. Δεν υπάρχει επαρκής διάλογος μεταξύ της Ελλάδας και της δεύτερης ή τρίτης γενιάς Ελληνοαμερικανών. Η Ελλάδα πρέπει να σταματήσει να χρησιμοποιεί έναν περιορισμένο αριθμό θεσμών ως φίλτρο για αυτή την επικοινωνία, διότι αυτοί οι δεσμοί με την επόμενη γενιά θα χαθούν μόλις οι θεσμοί σβήσουν. Η Αθήνα μπορεί να αρχίσει διασφαλίζοντας ότι θα στέλνει τους καλύτερους και ευφυέστερους στα διπλωματικά πόστα στις ΗΠΑ».

