Η ελισαβετιανή εποχή
Τα 70 χρόνια της βασιλείας της Ελισάβετ Β΄, τα οποία συμπληρώνονται σήμερα, 6 Φεβρουαρίου, σηματοδοτούν μια περίοδο κατακλυσμιαίων αλλαγών για τη Μεγάλη Βρετανία και τον θεσμό της μοναρχίας.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Η Ελισάβετ Β’ της Αγγλίας έγινε βασίλισσα στην Κένυα. Στις 6 Φεβρουαρίου 1952, όταν ο πατέρας της, Γεώργιος Στ’, καταβεβλημένος από τον καρκίνο του λάρυγγα αλλά χωρίς να βρίσκεται θεωρητικά σε άμεσο κίνδυνο, πέθανε ξαφνικά από θρόμβωση της στεφανιαίας σε ηλικία 56 ετών, εκείνη και ο σύζυγός της, πρίγκιπας Φίλιππος, βρίσκονταν για διακοπές στο Κιγκάντζο, σε έναν ξενώνα που η αποικιακή κυβέρνηση τους είχε παραχωρήσει, στους πρόποδες του όρους Κένυα. Ανεβασμένοι σε ένα δέντρο για να δουν την ανατολή του ηλίου, παρατήρησαν έναν αετό να εφορμά από ψηλά και κατόπιν να απομακρύνεται. Οταν πληροφορήθηκαν την είδηση του θανάτου του Γεωργίου, ο ιδιωτικός της γραμματέας, Μάρτιν Τσάρτερις, τη ρώτησε με ποιο όνομα θα ανέβαινε στον θρόνο: «Ελισάβετ, βεβαίως», του απάντησε. Το ζεύγος επέστρεψε εσπευσμένα στο Ηνωμένο Βασίλειο εγκαινιάζοντας μια βασιλεία που επρόκειτο να αποδειχθεί η πιο μακρόχρονη στην ιστορία της χώρας: στα 70 χρόνια της η Μεγάλη Βρετανία πέρασε από την αυτοκρατορία στην κοινοπολιτεία, αποδέχθηκε και ενσωμάτωσε τα μεταναστευτικά ρεύματα των πρώην αποικιών, βίωσε τον τριακονταετή ακήρυκτο εμφύλιο και την ειρήνευση στη Βόρεια Ιρλανδία, γνώρισε την αποβιομηχάνιση και την άνθηση των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, εισήλθε στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα και εξήλθε από την Ευρωπαϊκή Ενωση. Ταυτόχρονα, επί Ελισάβετ ο μοναρχικός θεσμός κινήθηκε με μεγαλύτερη επιδεξιότητα από τους υπόλοιπους ηπειρωτικούς ομολόγους του, αποβλέποντας σε μια πιο popular εκδοχή του. Η συμβολική αξία της βρετανικής μοναρχίας διαφέρει από εκείνη των ανά την Ευρώπη αντιστοίχων της, γιατί πρόλαβε να μεταρρυθμιστεί πολιτικά και να προσαρμοστεί πολιτισμικά. Η πολιτική της μεταρρύθμιση χρονολογείται από την Ενδοξη Επανάσταση του 1688, όταν οριστικοποιήθηκε η ανάδυση του Κοινοβουλίου ως πυλώνα διακυβέρνησης που είχε ήδη αναβαθμιστεί ριζικά κατά την περίοδο του Αγγλικού Εμφυλίου Πολέμου (1642-1651). Η συνταγματική μοναρχία που διαμορφώθηκε με την εισαγωγή βασιλέων (του Γουλιέλμου της Οράγγης το 1689, του Γεωργίου Α’ του Αννοβέρου το 1714) είχε δύο πλεονεκτήματα: ήταν προτεσταντική, ταυτιζόταν επομένως με μια σημαντική τον 18ο και τον 19ο αιώνα παράμετρο του αναδυόμενου εθνικού αισθήματος, και εγγυόταν την τήρηση ενός άγραφου καταστατικού χάρτη. Αντλώντας επιπλέον ηθικό κεφάλαιο από τo σθένος που επέδειξαν οι εκπρόσωποί του στη διάρκεια των δύο Παγκοσμίων Πολέμων του 20ού αιώνα, ο ίδιος ο θεσμός δεν αμφισβητήθηκε ποτέ ουσιαστικά, παρά τα σκάνδαλα της δεκαετίας του ’90. Είναι χαρακτηριστικό ότι η μοναδική σοβαρή παρέκκλιση ενός βρετανού ηγεμόνα δεν σχετιζόταν με πολιτική παρέμβαση ή οικονομική ατασθαλία αλλά με την εξέγερση απέναντι στο βάρος της εθιμοτυπίας: η παραίτηση του Εδουάρδου Η’ το 1936 αφορούσε την επιλογή της διαζευγμένης Αμερικανίδας Γουόλις Σίμπσον ως συζύγου του και το ασυμβίβαστο της εικόνας της με τις προβλέψεις των άγραφων κανόνων που όριζαν το αποδεκτό και το απαράδεκτο ως προς την ιδιωτική ζωή του βασιλιά. Η ίδια διάθεση απελευθέρωσης από τους περιορισμούς του πρωτοκόλλου χαρακτηρίζει την αποστασιοποίηση το 2020 του πρίγκιπα Χάρι και της Μέγκαν Μαρκλ από τον επίσημο ρόλο τους και την ουσιαστική έξοδό τους από τη βασιλική οικογένεια. Η απόφαση του δούκα και της δούκισσας του Σάσεξ να βιοποριστούν ιδρύοντας το δικό τους brand αποτελεί κατά μία έννοια απόρροια της πολιτισμικής μεταβολής της βρετανικής μοναρχίας στο β’ μισό του 20ού αιώνα.
ΤV, social media και κλειστές πόρτες
Η στέψη της Ελισάβετ στις 2 Ιουνίου 1953 υπήρξε ένα από τα πρώτα γεγονότα που καλύφθηκαν τηλεοπτικά στην Ευρώπη σε ζωντανή μετάδοση. Τριάντα δύο κανάλια παγκοσμίως μετέδωσαν την τελετή από την Ιαπωνία έως τις Ηνωμένες Πολιτείες (όπου ο εμπορικός χαρακτήρας του Μέσου επέβαλλε να διακόπτεται για διαφημίσεις αποσμητικού και άλλων προϊόντων). Υπολογίζεται ότι στο Ηνωμένο Βασίλειο την παρακολούθησαν σχεδόν το 56% του τότε βρετανικού πληθυσμού. Η βασιλεία της Ελισάβετ γεννήθηκε με την τηλεόραση, όπως παρατηρεί ο ιστορικός Ντόναλντ Σασούν στο βιβλίο του «The Culture of the Europeans. From 1800 to the Present» (εκδ. HarperCollins), και πορεύθηκε με το βλέμμα στα μέσα ενημέρωσης. Ακολούθησε η δημιουργία μιας σειράς τηλεοπτικών τελετουργιών: η ετήσια εναρκτήρια συνεδρίαση του Κοινοβουλίου παρουσία της βασίλισσας, ιωβηλαία, γάμοι και κηδείες. Επρόκειτο για μια νέα μορφή νομιμοποίησης, για την απόπειρα προβολής μιας πιο popular μοναρχίας και με τις δύο έννοιές της – πιο λαϊκής και πιο δημοφιλούς. Χαρακτηριστικότερη έκφρασή της παραμένει πιθανότατα το φιλανθρωπικό επεισόδιο του τηλεπαιχνιδιού «It’s a Κnockout!» της 15ης Ιουνίου 1987 στο οποίο διαγωνίστηκαν τρία τέκνα της Ελισάβετ, η πριγκίπισσα Αννα, ο πρίγκιπας Εδουάρδος, ο πρίγκιπας Ανδρέας και η τότε σύζυγός του Σάρα Φέργκιουσον, δούκισσα της Υόρκης. Ωστόσο, η διαρκής εξοικείωση με τα νέα μέσα (η Ελισάβετ απέκτησε λογαριασμό στο Twitter το 2014, η βασιλική οικογένεια αριθμεί σήμερα 10,4 εκατ. ακολούθους στο Instagram και ο οίκος αναζητούσε διαχειριστή των ψηφιακών προφίλ του το 2019 προσφέροντας ετήσιο μισθό περίπου 60.000 δολαρίων) συνεπάγεται και την ελάττωση του δέους που καλλιεργεί η απόσταση: τα σκάνδαλα των «Royals» (κατά κανόνα σεξουαλικές παρεκτροπές), όπως παρουσιάστηκαν μεγαλοπρεπώς από τα βρετανικά ταμπλόιντ των δεκαετιών του ’80 και του ’90, συνιστούν την άλλη όψη αυτής της επιλογής. Η ίδια η Ελισάβετ υπήρξε popular κατά το ήμισυ μόνο: δημοφιλής ναι, λαϊκή όχι. Σήμερα η δημοτικότητά της βρίσκεται στο 76% σύμφωνα με τις τρέχουσες μετρήσεις του ινστιτούτου YouGov. Επειδή όμως ως άνθρωπος μιας άλλης εποχής υστερούσε ως προς τον πλήρη εκδημοκρατισμό του θεσμού, ήταν, ας θυμηθούμε, λιγότερο δημοφιλής από την κοινή θνητή Νταϊάνα. Ηταν μάλιστα η σύγκρισή τους (σε συνδυασμό με το αναχρονιστικό βασιλικό αφορολόγητο, το οποίο καταργήθηκε το 1993) που εξέθρεψε ένα προσωρινό κύμα αμφισβήτησής της. Η Νταϊάνα θα ήταν μια πραγματική «people’s queen» και μόνο τα γρήγορα αντανακλαστικά της Ελισάβετ, τα οποία την οδήγησαν στο απολογητικό προσωπικό διάγγελμα της 5ης Σεπτεμβρίου 1997, έκαναν να κοπάσει το κύμα της αγανάκτησης που είχε ξεσπάσει επειδή η αρχική αντίδραση της βασιλικής οικογένειας στην είδηση του θανάτου της διαζευγμένης με τον Κάρολο Λαίδης Ντι είχε θεωρηθεί χλιαρή.
Παρά το σύμπαν των φημών γύρω από το όνομά της χάρη στις οποίες ο αγγλικός κουτσομπολίστικος Τύπος θησαυρίζει εδώ και δεκαετίες, ισχύει η παρατήρηση του βρετανού ιστορικού Α. Ν. Γουίλσον ότι η Ελισάβετ «ήταν και πιθανότατα θα παραμείνει ένας μυστηριώδης χαρακτήρας». Αυτή η αυστηρά τυπική ως προς την εικόνα της προσωπικότητα λέγεται ότι διαθέτει οξύτατη αίσθηση του χιούμορ και διαβολεμένη ικανότητα μιμήσεων: ο βιογράφος της, Μπεν Πίμλοτ, σχολιάζει ότι περιμένει να κλείσει η πόρτα προκειμένου να αστειευτεί με εκείνον που μόλις της έχει υποβάλει τα σέβη του. Η κλειστή πόρτα αποτελεί άλλωστε μεταφορά για ολόκληρο τον βίο της, τον οποίο προφύλαξε προσεκτικά κρατώντας τον εαυτό της μακριά από εμπλοκές – το μεγαλύτερο δικό της «σκάνδαλο» προηγείται της ανόδου στον θρόνο και ήταν ο δεσμός της με τον πρίγκιπα Φίλιππο, με τον οποίο επρόκειτο να ζήσουν επί 74 χρόνια, έως τον θάνατό του, το 2021. Στον καιρό της παγκόσμιας αβεβαιότητας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ο κύκλος των συμβούλων του πατέρα της, Γεωργίου Στ’, θεωρούσε τον Φίλιππο ανέστιο πρίγκιπα χωρίς βασίλειο, παρά το ότι υπηρετούσε στο βρετανικό Βασιλικό Ναυτικό, ενώ για μέρος του βρετανικού Τύπου ήταν ύποπτος εξαιτίας της γερμανικής καταγωγής του οίκου του. (Ακόμα και η βασιλομήτωρ Ελισάβετ συνήθιζε να τον πειράζει αποκαλώντας τον «Ούννο».) Η στάση της τότε πριγκίπισσας ήταν δηλωτική της μετέπειτα βασιλείας της: χαμηλών τόνων, αλλά αμετακίνητη. Επί 70 χρόνια η Ελισάβετ Β’ αποτελεί τον βράχο της σύγχρονης βρετανικής μοναρχίας. Γέφυρα μεταξύ του 20ού και του 21ου αιώνα, τηρεί άψογα τη σιωπή των συνταγματικών της καθηκόντων, κρατά σταθερά τα ηνία της βασιλικής οικογένειας ακόμα και στο φως του χειρότερου σκανδάλου, αυτού της ανάμειξης του πρίγκιπα Αντριου στο κύκλωμα σεξουαλικής κακοποίησης του Τζέφρι Επστάιν, αναμένει το καλοκαίρι το μοναδικό πλατινένιο ιωβηλαίο που έχει εορτάσει βρετανός μονάρχης και το 2024 για να προσπεράσει τον Λουδοβίκο ΙΔ’ στον μαραθώνιο της πιο μακρόχρονης βασιλείας στην Ιστορία. Στα 96 της χρόνια, σίγουρα δεν είναι πια ο πάλαι ποτέ αεικίνητος εαυτός της. Οταν παρέλθει όμως, σίγουρα θα ειπωθεί για αυτήν
«She did it her way».

