Η έξοδος του Κανάρη
ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ 8 Ιουνίου 1831
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Απ’ την ημέρα που ο Ιβάν Αφανάσα είχε δείξει πώς γίνονται τα μπουρλότα ως τούτη τη στιγμή τα πράματα είχαν προχωρήσει. Είχαν γίνει πολλές τελειοποιήσεις· τ’ όπλο, σ’ άξια χέρια, ήταν αποτελεσματικό. Και είναι η ώρα να πω λίγα λόγια για τον τύπο που ‘χε πάρει τώρα τούτο το πλοίο και τον τρόπο που το ετοίμαζαν. Για να φτιάσουν ένα μπουρλότο της προκοπής χρειαζόταν ένα μπρίκι· μπορούσαν να φτιάσουν κι από πλοία μικρότερα, μα τότε η ενέργειά τους δεν ήταν μεγάλη. Για να γίνει ένα καράβι μπουρλότο έπρεπε να ‘χει, κάτω απ’ την κουβέρτα και δεύτερο υπόστρωμα, το λεγόμενο κοραδούρο. Κι αν δεν είχε του ‘φτιαναν· στα παραπέτα, σ’ όλη την κουβέρτα πάνω, άνοιγαν τρύπες, τρία, τέσσερα μέτρα τη μίαν από την άλλη κι ως δυο ποδάρια πλάτος και μάκρος. Άλλες δυο ή τρεις τέτοιες τρύπες άνοιγαν ανάμεσα στο πρώτο άλμπουρο -το πλωριό- και το πανιόλιο του αμπαριού. Κι από το άλλο άλμπουρο πάλι ως τον εργάτη -το βαρούλκο- άνοιγαν ακόμα δυο τρύπες. Σ’ αυτές τις τρύπες, τους λεγόμενους ρούμπους, έφτιαναν ξύλινες σκάρες, είδος μεγάλα κλουβιά, που ‘χαν κάτω, για πάτωμα, το υπόστρωμα, το κοραδούρο· και τις ίδιες τις τρύπες γι’ άνοιγμα, στην πάνω μεριά, στην κουβέρτα. Μέσα σ’ αυτά τα κλουβιά ρίχναν δεμάτια δαδί βουτημένο στο νέφτι, φρύγανα πασαλειμμένα με κατράμι κι ό,τι άλλο μπορούσε ν’ ανάψει στη στιγμή. Και τα ‘λεγαν: «Οι μίνες της φωτιάς». Άλλους ρούμπους άνοιγαν γύρω από τ’ άλμπουρα· και μέσα βάζαν μισούς κάδους, τα λεγόμενα μισόβουτσα· είχαν κι ανοίγματα προς τα πάνω, κατά τις τρύπες· οι πάτοι τους, τα φούντια τους, όπως τα ‘λεγαν, ήταν καρφωμένα γέρα στο καραδούρο. Αυτά τα μισόβουτσα τα γέμιζαν μπαρούτι και τα ‘λεγαν: «Οι μίνες της μπαρούτης». Σ’ όλο το υπόστρωμα έτρεχε ξύλινο λούκι, είδος σωλήνα που άρχιζε από την πρύμνη κι έφτανε ως την πλώρη του μπουρλότου.
Αυτό το λούκι, που το γέμιζαν μπαρούτες, είχε διακλαδώσεις, άλλα μικρότερα λούκια, που συγκοινωνούσαν μ’ όλες τις μίνες της φωτιάς και της μπαρούτης. Έτσι, άμα ο μπουρλοτιέρης έβαζε φωτιά πίσω από την πρύμνη, έπιανε στη στιγμή όλο το καράβι. Απάνω στους ρούμπους, όταν το μπουρλότο ταξίδευε, ρίχναν γερά ξύλινα σκεπάσματα, τις λεγόμενες μπουκαπόρτες, για να μη βρέχονται απ’ τα κύματα οι μίνες της φωτιάς και της μπαρούτης.
(…)
Όλες οι από μέσα μεριές του μπουρλότου ήταν αλειμμένες μ’ ένα μίγμα καμωμένο από πίσσα, σούμα και θειάφι που τα ‘βραζαν μαζί στα ίδια καζάνια.
Σ’ όλες τις γωνιές που τέλειωναν τα λούκια που άναβαν τις μίνες της φωτιάς βάζαν μπάλες. Οι μίνες της μπαρούτης όσο προχωρούσαν, από την πρύμνη στην πλώρη, τόσο γίνονταν πιο μεγάλες και πιο φορτωμένες. Κατά την πλώρη μαζευόταν η δύναμη του μπουρλότου. Σ’ όλη την κουβέρτα είχαν ριγμένα εδώ κι εκεί ασκιά, γεμάτα πίσσα και ρετσίνι· κι αγγειά ξέχειλα με σπίρτο και νέφτι. Έτσι αρματωμένο το μπουρλότο ξεκινούσε άμα έπαιρνε το σινιάλο κατά του εχθρού. Χαλάζι μπάλες το δέχονταν από τα τούρκικα ντελίνια και τις φρεγάδες· δούλευαν τα κανόνια, οι βολιδοθήκες και τα τρομπόνια των στρατιωτών, που κάθε πολεμικό είχε – πολλές φορές απ’ οχτακόσιους κι απάνω. Οι ναύτες των μπουρλότων, αρματωμένοι ως τα δόντια, φυλάγονταν πίσω απ’ τους σωρούς των σκοινιών του καραβιού που τα ‘χαν μαζεμένα σ’ ορισμένες μεριές. Το ίδιο κι ο καπετάνιος που στεκόταν στην πρύμνη, στο τιμόνι. Ο μεγάλος κίνδυνος έσφιγγε την πειθαρχία. Ήταν όλοι αποφασισμένοι, μεταλαβωμένοι κι έτοιμοι για τον θάνατο. Ούτε μια κίνηση περιττή· ούτε μια κουβέντα χαμένη. Εκτελούσαν το έργο σαν κουρδισμένοι, σαν υπνοβάτες. Η επιτυχία ήταν στα χέρια του καπετάνιου· έπρεπε να ζυγιάσει με το τιμόνι το μπουρλότο, να τρακάρει με ορμή στο καράβι του εχθρού και να χώσει το μπομπρέσο σε κάποιαν από τις μπουκαπόρτες των κανονιών του, για να το σφηνώσει καλά. Οι ναύτες που στέκονταν με τους γάντζους στο χέρι ορμούσαν στη στιγμή, κάτω από τα τρομπόνια του εχθρού, τους πετούσαν για να δέσουν το μπουρλότο ακόμα καλύτερα -οι γάντζοι πάντα είχαν σιδερένιες αλυσίδες, για να μην μπορεί ο εχθρός να τους κόψει με μπαλντάδες- κι ύστερα όλοι μαζί δρόμο για την πρύμνη. Έπεφταν στη σκαλωσιά, ένα είδος πρόχειρο κρεμαστό μπαλκονάκι, κάτω απ’ την πρύμνη κι από κει στη βάρκα της σωτηρίας, που πρόσμενε πανέτοιμη στα κουπιά. Η βάρκα τούτη, δεμένη με δυο σκοινιά πίσω στο μπουρλότο, φυλαγόταν καλά· άμα ο εχθρός χτυπούσε με τα κανόνια και τα τρομπόνια τη μια μεριά, τραβούσαν το αντίθετο σκοινί, κολλούσαν στο πλευρό του μπουρλότου και το ‘χαν για ταμπούρι. Άμα ο εχθρός χτυπούσε από την άλλη, τραβούσαν τ’ άλλο σκοινί. Μόλις πηδούσαν όλοι στη βάρκα, ο μπουρλοτιέρης που απόμενε μονάχος στην πρύμνη -τις περισσότερες φορές αυτός που ‘βαζε φωτιά ήταν ο ίδιος ο καπετάνιος- έπαιρνε από μια φουφού που ‘χαν αναμμένη τα κάρβουνα με μεγάλη κουτάλα και τα ‘δειαζε στην μπαρούτη που ‘ταν σωριασμένη εκεί κι άρχιζε το λούκι για τις μίνες. Το μπουρλότο καιγόταν σε λίγο σαν πελώριο πυροτέχνημα· και καμιά φορά πήγαινε μαζί του και κανένας ναύτης του, βαριά λαβωμένος από τα τρομπόνια του εχθρού, που δεν μπόρεσαν να τον μεταφέρουν στη βάρκα. Τότε πηδούσε, τελευταίος, κι ο μπουρλοτιέρης, με τα κάρβουνα που απόμεναν μαζί, έτοιμος να βάλει φωτιά και στο βαρελάκι την μπαρούτη που ‘χαν πάντα στη βάρκα, να τιναχτεί στον αέρα κι αυτός, μαζί με τους «σύντροφους» -έτσι λέγαν τους ναύτες του μπουρλότου-, αν οι βάρκες του εχθρού τούς πρόφταιναν κι ήταν κίνδυνος να τους σκλαβώσουν. Γιατί πάντα ρίχνουν οι εχθροί τις βάρκες και κυνηγούν τη βάρκα του μπουρλότου με τα τρομπόνια ώσπου να φτάσει στην ελληνική παράταξη. Άλλες φορές οι βάρκες του εχθρού χτυπούν το μπουρλότο πριν φτάσει να κολλήσει στα καράβια. Πασχίζουν να σκοτώσουν τους μπουρλοτιέρηδες, πετούν γάντζους, το πιάνουν, να κάμουν ρεσάλτο· μα οι «σύντροφοι», διαλεγμένοι ανάμεσα στα πιο γερά παλληκάρια του στόλου, ένας κι ένας, κόβουν τους γάντζους, δίνουν σωστές μάχες, βουλιάζουν τις βάρκες, προχωρούν.

