Έντυπη Έκδοση Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους Ταμίες σε σουπερμάρκετ, υπάλληλοι διοδίων, ντελιβεράδες, ταξιθέτριες, θυρωροί, τραυματιοφορείς, τηλεφωνήτριες, παρκαδόροι, δικαστικοί κλητήρες, οδοκαθαρίστριες: αυτά είναι τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν στην πρώτη πεζογραφική προσπάθεια της Αγγελικής Σπανού. Ενα βιβλίο το οποίο θέλει με τις δέκα ολιγοσέλιδες ιστορίες του να βγάλει από τη σκιά ανθρώπους που συναντάμε κάθε τόσο μπροστά μας χωρίς να έχουμε τον χρόνο να τους παρατηρήσουμε καν, πιθανόν εξαιτίας της εντελώς μηχανικής φύσης της δουλειάς τους. Η συγγραφέας εργάζεται από το 1993 ως δημοσιογράφος και από εκεί ακριβώς αντλεί το κεντρικό λογοτεχνικό της εύρημα. Οι αφηγητές του βιβλίου απαντούν σε δημοσιογραφική έρευνα η οποία τούς ζητάει να μιλήσουν για τη δουλειά τους. Κι έτσι, στο επίπεδο της σκηνοθεσίας, ο λόγος ο οποίος τούς δίνεται τους ενθαρρύνει να μιλήσουν όπως δεν έχουν μιλήσει ποτέ για μια εμπειρία που μπορεί να μετράει αρκετά χρόνια ζωής.
Ολοι οι ήρωες της Σπανού ξετυλίγουν το ίδιο νήμα δυσφορίας ή και αυτοαπαξίωσης: καταιγιστικοί, καταθλιπτικά επαναλαμβανόμενοι ρυθμοί, που δεν αφήνουν το παραμικρό περιθώριο για την οποιαδήποτε χαλάρωση (θυμίζω με την ευκαιρία τα Αυτόματα, την πολυσυζητημένη συλλογή διηγημάτων του Γιώργου Περούλη η οποία κυκλοφόρησε προ τετραετίας), οικονομική καχεξία (κάποτε στα όρια της ανέχειας), συνεχές τσαλαβούτημα μέσα στα ποικίλα αδιέξοδα τα οποία άφησε πίσω της η εποχή της κρίσης (αν υποθέσουμε ότι έχει τελειώσει), καθώς και άλλα, πιο προσωπικά ζητήματα, που είναι δύσκολο να τα δούμε ξεχωριστά από τις κοινωνικές συνθήκες μέσα στις οποίες έχουν πιθανόν γεννηθεί – ρημαγμένες οικογενειακές εστίες, άδοξοι έρωτες ή δύστροπες σχέσεις με τους γονείς. Το πιο ενδιαφέρον εδώ είναι ότι όσο οι αφηγητές παραμένουν απαρατήρητοι από τους άλλους τόσο εντείνεται η δική τους παρατηρητικότητα για το περιβάλλον τους. Κάτι που αποτελεί ίσως κι έναν τρόπο για να θεραπεύσουν την απέραντη κούραση και πλήξη τους, μια μέθοδο για να ξεμυτίσουν έστω και για λίγο από το στενόχωρο καβούκι τους. Και η ιδιότυπη αυτή διέξοδος πιάνει τον θεματικό κύκλο της Σπανού από την αρχή. Εκείνοι τους οποίους παρατηρούν οι απαρατήρητοι βρίσκονται κατά κανόνα σε καλύτερη θέση από τους ίδιους, αλλά η κοινωνία στην οποία συμβιώνουν όλοι μαζί δεν αλλάζει τα χαρακτηριστικά της, που δεν αποκλείεται μέσω μιας ομόλογης οδού να εικονογραφηθούν με αδρότερο τρόπο.
Η Σπανού δεν αποφεύγει, κυρίως όταν καταπιάνεται με κάποια ιδιαιτέρως βεβαρημένα κοινωνικοπολιτικά ζητήματα (από τα συσσίτια, τα δάνεια και τις εξώσεις μέχρι την ξενηλασία, τις αντιεξουσιαστικές ομάδες και την ακροδεξιά ατζέντα), ένα πνεύμα πολιτικής ορθότητας (ουδέποτε οι απαρατήρητοι διολισθαίνουν σε αντιδεοντολογικές πρακτικές ή νοοτροπίες – όπως κι αν ορίσουμε το αντιδεοντολογικό), κι αυτό αναστέλλει κατά τόπους τη δυναμική των κομματιών της, μια και η λογοτεχνία δεν έχει κανέναν λόγο να φοβάται το Κακό. Οι δέκα αφηγήσεις της δεν παύουν παρ’ όλα αυτά να διακρίνονται για την πυκνότητα και τη συνοχή του λόγου τους, όπως και για τη δύναμή τους να αναδείξουν ολοζώντανα το αφανές, το απόκεντρο και το παραμερισμένο, μετατρέποντάς το ταυτοχρόνως σε πηγή γόνιμης έμπνευσης. Ακροτελεύτια παρατήρηση: η γλώσσα που χρησιμοποιούν οι αφηγητές είναι λίγο-πολύ ταυτόσημη και για τα δέκα κείμενα. Προδίδει άραγε κάτι τέτοιο εκφραστική ομοιομορφία ή ένα είδος υφολογικής ισοπέδωσης; Η απάντηση είναι σαφώς αρνητική. Οι άνθρωποι της Σπανού μπορεί να μην προσδιορίζονται με μεγάλη ταξική ευκρίνεια, κινούνται ωστόσο οι περισσότεροι σε παρόμοια κοινωνική γραμμή, δίχως να ανήκουν ούτε στο περιθώριο ούτε στο κέντρο. Ανάλογα επομένως οφείλει να σχηματιστεί και η γλωσσική τους σκευή: κοινή, κοινόχρηστη ή και κοινότοπη, χωρίς σκαμπανεβάσματα και γωνίες, αφανής, όπως και οι ίδιοι.