Η αβάσταχτη οδύνη της Γιαννούλας
Ο Γιώργος Παπαγεωργίου μεταφέρει στη σκηνή του Φεστιβάλ Αθηνών ένα έθιμο που βασίστηκε στην αληθινή ιστορία διαπόμπευσης της Γιαννούλας της Κουλουρούς στην Πάτρα
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Σαν φυσική δραματουργική συνέχεια του «Αρίστου», και ας μην είναι εμφανής η μεταξύ τους σχέση, ο Γιώργος Παπαγεωργίου οδηγήθηκε στη Γιαννούλα την Κουλουρού. «Δύο λαϊκοί άνθρωποι πάνω στους οποίους το κοινωνικό περιβάλλον λειτούργησε με βία» εξηγεί o ίδιος, πιάνοντας το νήμα από τον Αριστείδη Παγκρατίδη, τον γνωστό Δράκο του Σέιχ Σου.
Τα δημοσιεύματα στον Τύπο τον περασμένο Φεβρουάριο σχετικά με την κατάργηση του εθίμου της Γιαννούλας της Κουλουρούς (γεγονός που τελικά επετεύχθη) κινητοποίησαν τον σκηνοθέτη που ξεκίνησε μια πρώτη έρευνα πάνω στο θέμα. Αν και ένα μεγάλο μέρος του υλικού παραμένει διάσπαρτο, χάρη στη δουλειά του πατρινού λαογράφου Νίκου Πολίτη (έχει γράψει το βιβλίο «Οι ωραίοι τρελοί της Πάτρας») μια σειρά από ντοκουμέντα έχουν συγκεντρωθεί και φωτίζουν πτυχές της ιστορίας.
Οι γάμοι στην Πάτρα
Ποια είναι η Γιαννούλα; Γεννήθηκε στην Πάτρα το 1868 και έμεινε γνωστή με το παρατσούκλι της γιατί πουλούσε κουλούρια. Η ανάγκη της εποχής για γάμο και αποκατάσταση οδήγησε αυτή τη γυναίκα με την ελαφρά νοητική στέρηση σε μια σειρά από φιάσκα, με αποτέλεσμα να γίνει περίγελος. Στους εικονικούς της γάμους (ο πρώτος θα γινόταν το 1914, ενώ ακολούθησε ένας δεύτερος το 1918) μαζευόταν όλη η Πάτρα της εποχής. Ενδιαμέσως έγινε νούμερο σε επιθεώρηση της εποχής. Και όταν εκείνη σιγά-σιγά άρχισε να καταρρέει, όταν η ψυχική της κατάσταση επιβαρύνθηκε μέχρι που πέθανε φτωχή και μόνη στην Κατοχή, ήρθε το «έθιμο» να την κρατήσει ζωντανή, ενταγμένο στο πνεύμα του πατρινού καρναβαλιού.
Η παράσταση στο Φεστιβάλ Αθηνών χρησιμοποιεί την πραγματική ιστορία της Γιαννούλας της Κουλουρούς μέσα από τη φόρμα του πατρινού καρναβαλιού σε αντιστοίχιση με την αληθινή εκδοχή. Γιατί στο καρναβάλι ένας άντρας ντυνόταν γυναίκα και έβγαινε στην αναζήτηση γαμπρού. «Σε εμάς η Κουλουρού είναι γυναίκα και την ερμηνεύει η Ελενα Τοπαλίδου. Γύρω της είναι τρεις καρναβαλιστές που ερμηνεύουν όλους τους υπόλοιπους ρόλους, μεταξύ των οποίων και τους γαμπρούς. Η ατμόσφαιρα της παράστασης παραπέμπει στα λαϊκά πανηγύρια, με τη ζωντανή μουσική που έχουμε επί σκηνής».
Ο Γιώργος Παπαγεωργίου πιάνει το νήμα από εκεί που αρχίζει η ιστορία, σε μια προσπάθεια να κατανοήσει τα γεγονότα: «Βρισκόμαστε στην εποχή του Εθνικού Διχασμού, όπου η κοινωνικο-πολιτική κατάσταση είναι ταραγμένη και υπάρχει μεγάλη φτώχεια. Ο άνθρωπος έχει ανάγκη να ξεδώσει, να ξεσκάσει. Ολο αυτό δεν είναι απαραίτητο να ξεκίνησε ούτε με αρνητική διάθεση ούτε με στόχο τη διαπόμπευση. Πολλές φορές ήταν ένας τρόπος διασκέδασης και εκείνου που το οργάνωνε και εκείνου που το δεχόταν. Σαν κοινή ανάγκη να ξετινάξει κανείς από πάνω του το ζόρι που τραβάει. Παράλληλα είναι και η ανάγκη μας να βαφτίσουμε τον διαφορετικό είτε λιγότερο είτε κατώτερο για να νιώσουμε εμείς καλύτεροι και ανώτεροι. Και με αυτή την έννοια κάτι τέτοιο ισχύει και στην περίπτωση της Γιαννούλας».
Το σύγχρονο μπούλινγκ
Το πρωτότυπο κείμενο είναι της Θεοδώρας Καπράλου, αφού η συμμετοχή του σκηνοθέτη έχει εξαντληθεί στην έρευνα και στη συγκέντρωση του υλικού. Μέσα στην πρόβα μπορεί να διαφοροποιούνται κάποια κομμάτια, αλλά στο τέλος, επισημαίνει «έχουμε στα χέρια μας μια τελική σύνθεση με τη δική της υπογραφή».
Τι ήταν όμως αυτό που τον οδήγησε να περάσει από τον «Αρίστο» στη «Γιαννούλα;». «Νιώθω μια έλξη σε αυτές τις ιστορίες, σαν να ακουμπάω πάνω τους. Δεν υπάρχει λογική. Κάτι με κινητοποιεί και με εμπλέκει με ένα τέτοιο υλικό που σχετίζεται με μιαν ελληνικότητα. Θέλω να μιλάω με τη δουλειά μου για τη χώρα μου ή για τον γείτονά μου. Τόσο η ιστορία της Γιαννούλας όσο και του Αρίστου, νωρίτερα, μου δίνουν τη δυνατότητα να μιλήσω για αυτούς τους ανθρώπους αλλά και τι σημαίνει σύγχρονη Ελλάδα, ξεκινώντας από τους παππούδες μας.
Επιπλέον, πιστεύω ότι πρέπει να τελειώσει η εποχή του κανιβαλισμού, του μπούλιγνκ. Είδαμε τι συνέβη στον Βαγγέλη Γιακουμάκη, βλέπουμε καθημερινά στα τηλεοπτικά πάνελ να παρελαύνουν Γιαννούλες, πρόσωπα που έγιναν για ένα μικρό χρονικό διάστημα λαϊκά είδωλα. Ολο αυτό ήταν υλικό στην πρόβα» λέει και συμπληρώνει: «Δεν θέλω να κάνω παραστάσεις διδακτικές, δεν θέλω να δείχνω στον θεατή τι έχει κάνει σωστό ή λάθος. Θέλω να καθόμαστε μαζί και να βλέπουμε την ιστορία. Γιατί όλοι μας έχουμε γελάσει με Γιαννούλες… Τώρα το γεγονός ότι πέρασε στην παράδοση ως έθιμο δεν σημαίνει ότι επειδή έγινε έθιμο είναι απαραίτητα και καλό. Ούτε το γεγονός ότι οι Πατρινοί το γιόρταζαν έχοντας συνείδηση της αφετηρίας του εθίμου».
Παραδέχεται όμως ότι χρειάζεται απόσταση για να καταπιαστεί με ένα θέμα, χρονική απόσταση. Και έτσι η ιστορία του Βαγγέλη Γιακουμάκη που έχει ακουμπήσει πάνω του ξέρει καλά ότι είναι νωρίς για να την πλησιάσει – αν το κάνει και ποτέ. «Σαν να έχει μια μακρινή συγγένεια και με τη Γιαννούλα και με τον Παγκρατίδη».

