Εικόνα πρώτη: Ενας άνδρας ξαπλωµένος στο πεζοδρόµιο, ξυπόλυτος, παµβρώµικος, µε κουρελιασµένα ρούχα και µε άδεια µπουκάλια µπίρας τριγύρω του. Κοιµάται ροχαλίζοντας δυνατά. Απέναντί του, σε ένα παγκάκι, δύο γιαγιάδες κάθονται και µιλάνε σαν να µην τρέχει τίποτα. Με θέα στο ερείπιο της ζωής. Κάποια στιγµή αρχίζουν να γελάνε φωναχτά.

Εικόνα δεύτερη: Στην είσοδο ενός σουπερµάρκετ ένας άλλος άνδρας, εξίσου βρώµικος, είναι σχεδόν λιπόθυµος. Μεθύσι; Χρήση ναρκωτικών; Κάτι τέτοιο. Ο κόσµος που µπαινοβγαίνει (µαζί κι εµείς) κάνει πως δεν τον βλέπει. Πηδάµε όλοι ελαφρώς πάνω από το χέρι του, που βρίσκεται ακριβώς µπροστά στην πόρτα – ένα µικρό εµπόδιο – και συνεχίζουµε. Εικόνα τρίτη: Αργά το βράδυ, έξω από ένα µπαρ, ένας άνδρας κάνει εµετό. Δίπλα του, στην είσοδο µιας πολυκατοικίας, δύο κοπέλες καθισµένες κατάχαµα συζητούν. Τον λοξοκοιτάζουν αδιάφορα και συνεχίζουν. Αναρωτιέµαι πώς µπορούν να παραµένουν ατάραχες µπροστά σε αυτό το θέαµα. Δεν τις ενοχλεί; Δεν φοβούνται; Δεν σιχαίνονται να περιφέρονται και να αναπνέουν σε αυτό το περιβάλλον;

Είδα αρκετές τέτοιες εικόνες στα ταξίδια που έκανα στο εξωτερικό. Τον τελευταίο μήνα τις βλέπω όμως και στην Αθήνα, όχι μακριά από το σπίτι μου – τις βλέπω και στην πόρτα μου. Απορώ για το πόσο εύκολα τις προσπερνάμε πλέον. Για την ανοχή/αντοχή μας στην ασχήμια. Νέα παιδιά κάθονται σε ρυπαρά πεζοδρόμια και τρώνε σάντουιτς με τις σύριγγες των χρηστών πεταμένες στα πόδια τους. Αλλοι ξαπλώνουν σε παγκάκια πίσω από τα οποία γίνεται εκείνη τη στιγμή χρήση. Οι περαστικοί στον δρόμο προσπερνούν αδιάφορα ανθρώπους που μπορεί και να χρειάζονται άμεσα βοήθεια. Και εγώ αποστρέφω το βλέμμα και συνεχίζω. Τι να κάνω; Να τους σκουντήσω για να δω αν ζουν;

Τις προάλλες ένας κύριος και μία κυρία προσπαθούσαν να δουν αν αναπνέει ένα από αυτά τα παιδιά που πεθαίνουν μπροστά στα μάτια μας. Οι υπόλοιποι περάσαμε όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε. Λες και αυτό που κείτονταν κάτω ήταν ένα σακί με παλιόρουχα. Οσο όμως και αν τρέξουμε, όσο και αν βιαστούμε να αφήσουμε πίσω τη δυσάρεστη εικόνα, η εξαθλίωση είναι εδώ, μας περιτριγυρίζει. Και υπάρχει, νομίζω, κάτι πολύ χειρότερο από αυτήν: Ο εθισμός μας στην εξαθλίωση. Οταν πια όλο αυτό το αποτρόπαιο που συμβαίνει γύρω μας – οι άστεγοι, οι επαίτες, οι παρανοημένοι, οι ναρκομανείς – το συνηθίζουμε τόσο πολύ που σχεδόν δεν το βλέπουμε. Νομίζω πως έχουμε αρχίσει να το παθαίνουμε και στην Ελλάδα. Το σκέφτομαι και κάθε φορά που συναντώ γείτονες που έχουν βγάλει τα παιδιά τους και τα σκυλιά τους βόλτα στο Πεδίον του Αρεως. Περπατάνε αργά, νωχελικά, σαν να βρίσκονται στην εξοχή, περνώντας μέσα από ένα… δάσος ναρκομανών. Τι όμορφη βόλτα! Τι λαμπρή καθημερινή συνήθεια! Τι υπέροχη ζωή! Εξάλλου, όλα μια συνήθεια είναι. Ολα; Ακόμη και η Κόλαση συνηθίζεται!

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2018.