Η αρχαιολογία των φαντασμάτων
Με το μυθιστόρημά του «Τα αγόρια του Νίκελ» (το δεύτερο Βραβείο Πούλιτζερ για τον ίδιο) ο αφροαμερικανός συγγραφέας Κόλσον Γουάιτχεντ επιβεβαιώνει ότι βρίσκεται στην αιχμή της σύγχρονης αμερικανικής λογοτεχνίας
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Τον Ελγουντ Κέρτις οι γονείς του τον εγκατέλειψαν όταν ήταν μικρό παιδί. Μάνα και πατέρας, φορτωμένοι προβλήματα και προσδοκίες, έφυγαν μια νύχτα για την Καλιφόρνια καi έκτοτε κανείς δεν τους ξανάδε. Βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του 1960, στο Ταλαχάσι της Φλόριντα, και το μαύρο αγόρι μεγαλώνει πλέον με τη γιαγιά του, την προστατευτική Χάριετ, καθαρίστρια σε ένα τοπικό ξενοδοχείο. «Εκείνη είχε αγοράσει εκείνο τον δίσκο του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ από έναν πωλητή έξω από το Ρίτσμοντ για μία πεντάρα και ήταν η πεντάρα που είχε ξοδέψει με τον χειρότερο τρόπο. Αυτός ο δίσκος είχε μόνο ιδέες». Και οι συγκεκριμένες ιδέες – εκεί πέρα, στον αμερικανικό Νότο, τότε, την περίοδο κατά την οποία ίσχυαν ακόμη οι νόμοι του Τζιμ Κρόου, δηλαδή ο φυλετικός διαχωρισμός – μπορούσαν να σε παρασύρουν σε επικίνδυνα, θανάσιμα μονοπάτια. Αυτό το ήξερε η Χάριετ από πρώτο χέρι, γιατί είχε χάσει αγαπημένους άνδρες της οικογένειάς της με ορισμένες ασήμαντες, εξωφρενικές αφορμές. Η ίδια δεν έτρεφε αυταπάτες για τη μοίρα των «νέγρων».
Η καταραμένη στιγμή
Ο Ελγουντ, από την άλλη μεριά, φιλομαθής και ονειροπόλος, σαγηνεύεται από τις ομιλίες του αιδεσιμότατου Κινγκ και εμπνέεται από το κίνημα των πολιτικών δικαιωμάτων που απλωνόταν σε όλη τη χώρα. «Πρέπει να πιστέψουμε στην ψυχή μας ότι είμαστε κάτι, ότι είμαστε σημαντικοί, ότι είμαστε άξιοι και πρέπει να περπατάμε στον δρόμο της ζωής κάθε μέρα με αυτή την αίσθηση αξιοπρέπειας και αυτή την αίσθηση ότι είμαστε κάποιοι». Καθώς λοιπόν ο Ελγουντ παρακολουθεί τις διαδηλώσεις και συμμετέχει ενίοτε στις ειρηνικές διαμαρτυρίες, καθώς εργάζεται τίμια και ετοιμάζεται να φοιτήσει στο κολέγιο Λίνκολν, τις ημέρες δηλαδή που έβλεπε να διαγράφεται μπροστά του ένα διαφορετικό μέλλον, εκείνες τις ευοίωνες ημέρες, συνέβη ένα περιστατικό που άλλαξε (εκτροχίασε πλήρως, για την ακρίβεια) την πορεία του. Μια καταραμένη στιγμή, ένα ατυχέστατο οτοστόπ, ένα κλεμμένο αυτοκίνητο, μια απροσδόκητη σύλληψη και ένας δικαστής θα οδηγήσουν τον Ελγουντ Κέρτις στο Νίκελ. Και δεν θα αργήσει να συνειδητοποιήσει πόσο ζοφερή είναι η κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει. Οτι δεν είναι έγκλειστος σε ένα σχολείο-αναμορφωτήριο, όπως άφηναν να εννοηθεί, αλλά σε μια φοβερή φυλακή ανηλίκων, ένα απερίγραπτο κολαστήριο καταπίεσης και ταπείνωσης, όπου η σωματική και σεξουαλική κακοποίηση των τροφίμων της συλλειτουργούσε με τον αδυσώπητο ρατσισμό και την απροκάλυπτη διαφθορά του προσωπικού της. «Τα αγόρια έφταναν κατεστραμμένα πριν μπουν στο Νίκελ και μάζευαν κι άλλες πληγές και ζημιές κατά τη θητεία τους. Συχνά τα περίμεναν σοβαρότερα ατοπήματα και πιο άγρια ιδρύματα. Τα παιδιά του Νίκελ την είχαν γαμήσει πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την ποινή τους στο σχολείο, αν μπορούσε να συνοψίσει κάποιος τη γενική πορεία». Η καλύτερη προοπτική στο Νίκελ ήταν, με το πλήρωμα του χρόνου, να σε ξαμολήσουν, να σε διώξουν. Η χειρότερη προοπτική ήταν να σε βασανίσουν, να σε σκοτώσουν και να σε θάψουν με συνοπτικές διαδικασίες. Τόσο απλά, τόσο ωμά.
«Κακία χωρίς διακρίσεις»
Στο σημείο αυτό ας ακούσουμε (προκειμένου να μπούμε κι εμείς στο νόημα, να καταλάβουμε το εξευτελιστικό πλαίσιο του Νίκελ) τον επόπτη Σπένσερ: «Εχουμε τέσσερις βαθμούς συμπεριφοράς εδώ – ξεκινάς ως Κάμπια, δουλεύεις για να γίνεις Εξερευνητής, μετά Πιονιέρος και τελικά Ασος. Κερδίζετε πόντους όταν φέρεστε καλά και ανεβαίνετε». Τα πράγματα, ωστόσο, δεν είναι και τόσο γραμμικά στο Νίκελ, οι περιπλοκές είναι ποικίλες και απρόβλεπτες. Γιατί άραγε; Επειδή «δεν υπήρχε κάποιο ανώτερο σύστημα που καθοδηγούσε τη βία στο Νίκελ, απλώς μια κακία χωρίς διακρίσεις […] μια Μηχανή Αέναης Αθλιότητας, που δούλευε μόνη της, χωρίς ανθρώπινους χειρισμούς». Και σε τούτη τη νευραλγική συνθήκη, ένα καθεστώς φυσικού πόνου και ψυχολογικού εκφοβισμού, δεν αποτελεί εξαίρεση ο βασικός ήρωας του Κόλσον Γουάιτχεντ στο συνταρακτικό μυθιστόρημά του Τα αγόρια του Νίκελ (The Nickel Boys, 2019). Ομως ο Ελγουντ, μην το ξεχνάμε, ήταν ιδεαλιστής, είχε ήδη καλλιεργήσει την ηθική του ακεραιότητα και «γι’ αυτόν το να μην κάνει τίποτα σήμαινε ότι υπονόμευε την ίδια του την αξιοπρέπεια». Οταν μάλιστα είδε ένα αδύναμο κι αβοήθητο αγόρι, τον Κόρι, να παλεύει να ξεφύγει στις τουαλέτες από τις άγριες διαθέσεις των νταήδων του σωφρονιστηρίου, αντέδρασε και μπλέχτηκε σε έναν καβγά που δεν ήταν δικός του. Ποιο ήταν το αποτέλεσμα της παρέμβασής του; Να τον μεταφέρουν για πρώτη φορά στον Λευκό Οίκο (το διαβόητο κτίριο των ξυλοδαρμών) και να τον συνετίσουν με τα αμείλικτα χτυπήματα της Μαύρης Καλλονής. «Η λωρίδα είχε μια εγκοπή πάνω και αν δεν ήσουν ακίνητος, σκάλωνε στο σώμα σου και σε έκοβε». Οι λεπτομέρειες με τις οποίες περιγράφει ο πολυβραβευμένος αφροαμερικανός συγγραφέας την κυρίαρχη φρίκη είναι ανατριχιαστικές, παραδείγματος χάριν, στο αναρρωτήριο, σε μια φάση που ο «στιβαρός» Ελγουντ προσπαθεί να συνέλθει. «Οι βουρδουλιές είχαν χώσει κομματάκια από το προηγούμενο παντελόνι του στο δέρμα, και ο γιατρός χρειάστηκε δύο ώρες για να αφαιρέσει τις ίνες».
Εκεί, λίγο αργότερα, επανεμφανίζεται ο κυνικός και πονηρός Τέρνερ, ένας φίλος του με χαρακτηριστικό κόψιμο στο αριστερό αφτί, για να του υπενθυμίσει ότι με τίποτα δεν έβαζε μυαλό. Τον είχε προειδοποιήσει σε όλους τους τόνους ότι η επιβίωσή του στο Νίκελ περνούσε μέσα από την «υιοθέτηση της σιωπής». Ο Ελγουντ ωστόσο είναι αγύριστο κεφάλι, είναι φτιαγμένος από άλλα υλικά, ο νους του δεν παύει, παρά τις αντιξοότητες, να ταξιδεύει στο φως. «Ρίξτε μας στη φυλακή και θα σας αγαπάμε και πάλι… Αλλά και να είστε βέβαιοι ότι θα σας εξαντλήσουμε με την ικανότητά μας να υποφέρουμε και κάποια μέρα θα κερδίσουμε την ελευθερία μας. Δεν θα κερδίσουμε μόνο ελευθερία για τον εαυτό μας, θα γοητεύσουμε τόσο την καρδιά και τη συνείδησή σας, που θα κερδίσουμε κι εσάς σ’ αυτή τη διαδικασία και η νίκη μας θα είναι μια διπλή νίκη» έλεγε ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, αλλά ο Ελγουντ δεν θα καταφέρει, εντός του, να επιλύσει την παραπάνω «εξίσωση» του αιδεσιμότατου, του ινδάλματός του, αδυνατεί μέχρι το τέλος να κάνει εκείνο «το άλμα προς την αγάπη», όσο κι αν τον θαύμαζε, όσο κι αν αντλούσε τη δύναμή του από εκείνον.
Οι ανοιχτές πληγές
Τα τελευταία κεφάλαια του βιβλίου, όπου η δραματική ένταση κορυφώνεται πια, είναι περιπετειώδη και ανατρεπτικά, επιφυλάσσουν δε και μια έκπληξη στους αναγνώστες, την οποία άλλοι μπορεί να θεωρήσουν ευρηματική και άλλοι αμήχανη λύση σε μια, κατά τα λοιπά, ισορροπημένη και έξοχη αφήγηση για τις ανοιχτές πληγές των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Τα Αγόρια του Νίκελ, που απέσπασαν το Βραβείο Πούλιτζερ 2020 (για δεύτερη φορά, ας το υπογραμμίσουμε, καθότι αυτό έχει συμβεί παλαιότερα μονάχα με τους Μπουθ Τάρκινγκτον, Γουίλιαμ Φόκνερ και Τζον Απνταϊκ), είναι ένα βιβλίο απαραίτητο για την εποχή μας, σκληρό αλλά όχι τόσο δυσβάστακτο. Δυσβάστακτο είναι ό,τι εξακολουθεί να συμβαίνει ακόμη και σήμερα στις ΗΠΑ, η ίδια η πραγματικότητα (και πριν και μετά την ανθρωποκτονία του Τζορτζ Φλόιντ). Το να χαρακτηρίσουμε, επομένως, το βιβλίο του Γουάιτχεντ επίκαιρο είναι περιττό. Αυτό που οφείλουμε να σημειώσουμε είναι κάτι άλλο, τη δεδομένη οικουμενική διάσταση της μυθοπλασίας του. Αρκεί να μεταφέρουμε αυτούσια μια φράση του συγγραφέα: «Μπορείς να αλλάξεις τον νόμο, αλλά δεν μπορείς να αλλάξεις το πώς φέρονται οι άνθρωποι μεταξύ τους».
{SYG}Colson Whitehead{SYG}{TIT}Τα αγόρια του Νίκελ{TIT}{EKD}Μετάφραση Μυρσίνη Γκανά.Εκδόσεις Ικαρος, 2020, σελ. 264, τιμή 15,50 ευρ{EKD}ώ
Ανασκάπτοντας το παρελθόν
Στις 8 Ιουλίου του 2019, στο εξώφυλλο του περιοδικού «Time», είχαμε δει το πορτρέτο του 50χρονου Κόλσον Γουάιτχεντ. Οποτε γίνεται αυτό στις ΗΠΑ με έναν λογοτέχνη, σημαίνει ότι ο ίδιος έχει υπερβεί το ειδικό καλλιτεχνικό του πεδίο και απασχολεί (ή οφείλει να απασχολήσει) την κοινωνία ευρύτερα.
«America’s storyteller» ήταν ο τίτλος, εν προκειμένω, δηλαδή ο συγγραφέας, o αφηγητής, ο παραμυθάς (πικρός πλην ακριβοδίκαιος) της Αμερικής. Ο υπότιτλος συμπύκνωνε το θέμα στις εσωτερικές σελίδες του εντύπου: «Ανασκάπτοντας το παρελθόν, ο μυθιστοριογράφος Κόλσον Γουάιτχεντ φέρνει αντιμέτωπους τους αναγνώστες με το δυσάρεστο παρόν». Το τεύχος αυτό κυκλοφόρησε λίγο πριν εκδοθούν τα Αγόρια του Νίκελ.
Ο αφροαμερικανός πεζογράφος είχε ήδη καθιερωθεί με τον Υπόγειο σιδηρόδρομο (The Underground Railroad, 2016), ένα έργο σπάνιας ιστορικής φαντασίας για το οποίο τιμήθηκε τόσο με το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας στην κατηγορία της μυθοπλασίας, το ίδιο έτος, όσο και με το Βραβείο Πούλιτζερ 2017.
Πρωταγωνίστρια του προηγούμενου βιβλίου του ήταν η Κόρα, μια σκλάβα της προεμφυλιακής εποχής. Εκεί ο Κόλσον Γουάιτχεντ καταπιάστηκε με την κληρονομιά της δουλείας. Τα Αγόρια του Νίκελ είναι εμπνευσμένα από την αληθινή ιστορία του Σχολείου Αρρένων Ντόζιερ στο Μαριάνα της Φλόριντα και την πραγματική «αρχαιολογία φαντασμάτων» για την οποία διαβάζουμε στον πρόλογο του μυθιστορήματος.
«Είναι αρκετά εξαντλητικό, τα τελευταία πέντε χρόνια επί της ουσίας, να γράφω για τον θεσμοθετημένο ρατσισμό και την κρατικά χορηγούμενη φυλετική τρομοκρατία. Κάποιες φορές σκέφτομαι ότι είναι εντελώς μάταιο να πιστεύω ότι μπορεί και να αλλάξουν τα πράγματα. Εχουμε μπροστά στα μάτια μας τις αποδείξεις ότι οι ίδιοι απαίσιοι μηχανισμοί που ανέκαθεν κατέστρεφαν τις ζωές των μαύρων ανθρώπων εξακολουθούν να κινούνται ανενόχλητοι στην ίδια, λυπηρή ρότα. Είναι αυτό μια τρομακτική επιβεβαίωση, ότι έχουμε ακόμη πολύ δρόμο να διανύσουμε, και για εμένα προσωπικά συνιστά μια δυσοίωνη υπενθύμιση, να έχω δηλαδή αφιερώσει τόσο πολύ χρόνο γράφοντας γι’ αυτό και να βλέπω το ίδιο έργο να παίζεται απαράλλακτο, ξανά και ξανά» δήλωσε ο Κόλσον Γουάιτχεντ σε μια από τις πιο πρόσφατες συνεντεύξεις του στους «Irish Times». Ελπίζει τουλάχιστον ότι σύντομα θα απαλλαγεί η πατρίδα του από τον Ντόναλντ Τραμπ.

