Η απαγωγή, η μαφία, η κρίση
Η σύγχρονη Ιταλία μέσα από το νουάρ ενός επιγόνου του Αντρέα Καμιλέρι

Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Η απώλεια του Αντρέα Καμιλέρι, ο οποίος πέθανε τον περασμένο Ιούλιο, έχει αφήσει ένα κενό στον χώρο της ιταλικής αστυνομικής λογοτεχνίας, διότι παρά το πλήθος των συγγραφέων που την υπηρετούν ελάχιστοι φτάνουν στο ύψος του. Κατά τη γνώμη μας, ένας από εκείνους που μπορούν να χαρακτηριστούν ως επίγονοί του είναι ο Αντόνιο Μαντσίνι (Ρώμη, 1964), ο οποίος είναι σεναριογράφος, σκηνοθέτης και ηθοποιός. Οπως ο Καμιλέρι είχε ως ήρωα τον αστυνόμο Σάλβο Μονταλμπάνο, γύρω από τον οποίο περιστρέφεται η πλοκή των μυθιστορημάτων του, έτσι και ο Μαντσίνι έχει έναν ανάλογο ήρωα, τον αστυνόμο Ρόκκο Σκιαβόνε που περιστοιχίζεται – κι αυτός – από μια ομάδα αστυνομικών, εκ των οποίων άλλοι είναι δραστήριοι κι άλλοι ελαφρόμυαλοι. Ο ίδιος ο Σκιαβόνε αποτελεί μια ακραία περίπτωση αστυνομικού, καθώς είναι δύστροπος, αψύς, αθυρόστομος, βρίζει, πίνει αλκοόλ, καπνίζει μαριχουάνα, ενίοτε χτυπάει μάρτυρες. Λάτρης του ωραίου φύλου – και του ποδοσφαίρου -, συνδέεται με διάφορες γυναίκες για να καταπολεμήσει την ανία του, ενώ κάποιες σκοτεινές σκιές που έρχονται από το παρελθόν και η σκέψη του που είναι διαρκώς στην αγαπημένη του σύζυγο, τη Μαρίνα, πεθαμένη από χρόνια, δυσκολεύουν τη ζωή του.
Τα προηγούμενα μυθιστορήματα του Μαντσίνι με τον Σκιαβόνε είναι Η μαύρη πίστα και Το πλευρό του Αδάμ (στην Ελλάδα κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Πατάκη). Εδώ, στο Τι εποχή κι αυτή, ο ήρωας που υπηρετεί στην Αόστα, στην περιοχή της Βαλ ντ’ Αόστα, βορείως του Τορίνο, στα σύνορα με τη Γαλλία, έχοντας πάρει δυσμενή μετάθεση από τη Ρώμη, αναλαμβάνει να εξιχνιάσει την εξαφάνιση της νεαρής μαθήτριας Κιάρα Μπεργκέ, κόρης πλούσιας οικογένειας. Η ιστορία αρχίζει με τον θάνατο σε τροχαίο δύο ανδρών, οι οποίοι έχουν απαγάγει την κοπέλα και την έχουν οδηγήσει σε άγνωστη κρυψώνα.
Ο Σκιαβόνε προσπαθώντας να συνηθίσει αυτή την παγερή πόλη με τις συχνές χιονοπτώσεις – το χιόνι δημιουργεί νουάρ ατμόσφαιρα -, που τον κάνουν να νοσταλγεί τη Ρώμη, επιχειρεί να ξετυλίξει το κουβάρι της σκοτεινής υπόθεσης ανακρίνοντας τον ιδιοκτήτη μιας πιτσαρίας, όπου δούλευε ο ένας από τους δράστες – ο άλλος εργαζόταν περιστασιακά ως οικοδόμος. Μετά επισκέπτεται την οικογένεια της εξαφανισμένης και αντιλαμβάνεται πως εκεί βρίσκεται η λύση του αινίγματος: οι οικείοι της δεν καταγγέλλουν την εξαφάνιση και αυτό είναι ύποπτο. Είναι η μητέρα Τζουλιάνα, ο πατέρας Πιέτρο, ο θείος Μαρτσέλο και ο αντιπρόεδρος της εταιρείας τους, ο Κριστιάνο Τσερούτι. Αυτό που ενισχύει τις υποψίες του είναι το γεγονός ότι η κατασκευαστική τους εταιρεία βρίσκεται σε δύσκολη οικονομική κατάσταση και πρόκειται να πουληθεί ή να εξυγιανθεί. Και ύστερα, ο Σκιαβόνε βρίσκεται στην αποθήκη ενός καταστήματος, όπου φυλάσσονται κλεμμένα εμπορεύματα και γίνεται ξέπλυμα μαύρου χρήματος.
Στην ουσία, ο συγγραφέας μέσω της αφήγησης μιλάει για τη σύγχρονη Ιταλία, μια χώρα σε κρίση, όπου εταιρείες πτωχεύουν και απολύουν τους εργαζομένους, όπου οι τράπεζες κόβουν τη ρευστότητα στις επιχειρήσεις, όπου η ντόπια μαφία εισπράττει μίζες για προστασία, όπου φυλακισμένοι δραπετεύουν από τις φυλακές. Ωστόσο, το μυθιστόρημα δεν είναι μόνο κοινωνικό αλλά και αισθηματικό. Τη ροή της τριτοπρόσωπης αφήγησης διακόπτουν κατά διαστήματα ο μονόλογος της απαχθείσης Κιάρας που προσπαθεί να απελευθερωθεί από τα δεσμά της και η πρωτοπρόσωπη αφήγηση του ήρωα, ο οποίος φαντασιώνεται τη Μαρίνα, τη γυναίκα που στοιχειώνει τις μέρες και τις νύχτες του.
Σε κάθε περίπτωση, περιμένουμε να μεταφραστούν και τα υπόλοιπα επτά βιβλία του Αντόνιο Μαντσίνι με ήρωα τον Σκιαβόνε, ώστε να απολαύσουμε και τις άλλες περιπέτειες του εκκεντρικού αστυνομικού, που είναι εξίσου συμπαθητικός με τον Μονταλμπάνο.

