Η 32χρονη Καταλανή Ιρένε Σολά είναι συγγραφέας, ποιήτρια και καλλιτέχνις. Οι στίχοι της και οι ταινίες µικρού µήκους που δηµιουργεί έχουν παρουσιαστεί στην γκαλερί Whitechapel του Λονδίνου, καθώς και στη Βαρκελώνη, στο Σανταντέρ και στη Χιρόνα. Το βιβλίο της «Τραγουδώ εγώ και το βουνό χορεύει» (εκδ. Ικαρος), το πρώτο της που κυκλοφορεί στα ελληνικά, κέρδισε τέσσερα λογοτεχνικά βραβεία, συµπεριλαµβανοµένου του Ευρωπαϊκού Βραβείου Λογοτεχνίας 2020, και αναµένεται να µεταφραστεί σε περισσότερες από δεκαεπτά γλώσσες. Σε έναν τόπο µαγευτικής οµορφιάς, σε ένα χωριό κάπου στα Πυρηναία, καθετί έχει φωνή, ακόµη και τα ίδια τα βουνά, και αφηγείται ιστορίες για νεκρούς και φαντάσµατα, για τις πληγές του εµφυλίου πολέµου, για γυναίκες που θεωρήθηκαν µάγισσες, για το παράλογο της ύπαρξης – ανθρώπινης και µη. Η θεατρική µεταφορά του πολυσυζητηµένου, ευφάνταστου µυθιστορήµατος πραγµατοποιήθηκε το 2021 στην Καταλωνία. Αξίζει να σηµειωθεί πως η Σολά αρθρογραφεί τακτικά στην καθηµερινή πολιτική εφηµερίδα «La Vanguardia» της Βαρκελώνης και έχει συµµετάσχει ως writer-in-residence στο Alan Cheuse International Writers Center στο Πανεπιστήµιο George Mason της Βιρτζίνια και στο πρόγραµµα Writers Omi στο Ledig House στη Νέα Υόρκη.

Διαβάζουµε στο βιβλίο σας ιστορίες που παραπέµπουν στη λαϊκή παράδοση. Κατά πόσο βασιστήκατε στις δικές σας παιδικές αναµνήσεις για να τις πλάσετε;

«Οχι πολύ, για αυτό έκανα µεγάλη έρευνα, Τα Πυρηναία δεν είναι ο τόπος µου, δεν µεγάλωσα εκεί, εξ ου και χρειάστηκε να τα εξερευνήσω, να επισκεφθώ εκείνα τα µέρη όσο πιο συχνά µπορούσα, να συναντήσω ανθρώπους και να τους ζητήσω να µου πουν τις ιστορίες τους. Διάβασα και µελέτησα. Αυτό έκανα. Ωστόσο θα έλεγα ότι µε ενδιέφερε πάντα η ηθογραφία, η ιστορία και οι φολκλορικές αφηγήσεις. Από την παιδική µου ηλικία λάτρευα τα παραδοσιακά τραγούδια, τους µύθους της πατρίδας µου, τα λαϊκά παραµύθια, κάτι που έχει συνεχιστεί καθώς µεγαλώνω και όλα αυτά έχουν θέση στη λογοτεχνία µου. Η λαϊκή παραδοσιακή τέχνη περιέχει διαχρονικά πολλά στοιχεία από τον τρόπο µε τον οποίο οι ανθρώπινες κοινωνίες βλέπουν τον κόσµο, προσπαθούν να τον εξηγήσουν και να τον αναπλάσουν. Ολα αυτά, µαζί µε τις παρατηρήσεις για τα προτερήµατα και τα ελαττώµατα της ανθρώπινης φύσης µας, µεταλαµπαδεύονται από γενιά σε γενιά και θέλω να έχουν παρουσία στο γράψιµό µου».

Την περίοδο που γράψατε το συγκεκριµένο βιβλίο ζούσατε στο Λονδίνο. Πώς επέδρασε η απόσταση στη δηµιουργική διαδικασία;

«Οντως ήµουν στο Λονδίνο την περίοδο που έγραφα το βιβλίο, σπούδασα στο Ηνωµένο Βασίλειο και έµεινα εκεί και δούλεψα, έζησα περισσότερο από έξι χρόνια στη βρετανική πρωτεύουσα. Η απόσταση σίγουρα µε βοήθησε, όµως το ίδιο συνέβη και µε την ίδια την πόλη και την ενέργειά της. Πρόκειται για ένα καταπληκτικό µέρος γεµάτο καλλιτέχνες και τέχνη – δούλευα για κάποιο διάστηµα στην Whitechapel Gallery – και πιστεύω ότι όλες µου οι εµπειρίες, οι κραδασµοί που απορρόφησα, βρήκαν τη θέση τους στο βιβλίο».

Υπάρχουν πολλές αφηγηµατικές φωνές στο βιβλίο σας και αρκετές από αυτές µάλιστα δεν ανήκουν καν σε ανθρώπινα όντα. Πώς προσεγγίσατε αυτή την τεχνική;

«Από την αρχή ήξερα ότι ήθελα να υπάρχουν σε αυτό το µυθιστόρηµα πολλές οπτικές γωνίες, πολλές φωνές. Επέλεξα έναν συγκεκριµένο γεωγραφικό χώρο και ήθελα να δηλωθεί η παρουσία όλων όσοι ζουν και υπάρχουν εκεί, εννοώ όλα τα έµβια όντα, τους ανθρώπους και τα ζωντανά πλάσµατα, τα πνεύµατα και τα φαντάσµατα, τα µυθολογικά όντα, ακόµη και τα ίδια τα βουνά ή τα καιρικά φαινόµενα. Προσέγγισα τις µη ανθρώπινες αφηγήσεις µε τον ίδιο τρόπο που προσέγγισα τις ανθρώπινες. Ερευνώντας, διαβάζοντας για τους σχηµατισµούς των σύννεφων, για παράδειγµα, ή για τα µανιτάρια. Ηταν σαν να δηµιουργούσα µια δεξαµενή πληροφοριών και όταν αισθανόµουν έτοιµη βυθιζόµουν µέσα της και προσπαθούσα να καταλάβω τι ακριβώς ήθελα να πω. Κολυµπούσα σε όλη αυτή τη θάλασσα δεδοµένων χρησιµοποιώντας λέξεις».

Μέρος της πολυφωνίας που χαρακτηρίζει το βιβλίο σας ήταν και η προσθήκη ποιηµάτων και σχεδίων;

«Υπάρχουν πολλοί διαφορετικοί τρόποι να εµπλουτίσεις µια αφήγηση και ήθελα να τους εξερευνήσω. Με τα ποιήµατα και τα σκίτσα µπορείς να εκφράσεις συναισθήµατα και σκέψεις. Στην πρωτότυπη έκδοση, που είναι γραµµένη στα καταλανικά, υπάρχει και ένα κεφάλαιο στα ισπανικά. Οι άνθρωποι χρησιµοποιούµε διαφορετικές λέξεις, άλλους ήχους και άλλη γραµµατική δοµή για να επικοινωνούµε πολύ όµοια µεταξύ τους πράγµατα. Δεν είναι όµως µόνο λεκτική η επικοινωνία µας».

Παραθέτετε εν είδει εισαγωγής ένα απόσπασµα από βιβλίο του ισλανδού συγγραφέα Χάλντορ Λάξνες. Γιατί επιλέξατε έναν λογοτέχνη από µια χώρα η µορφολογία της οποίας δεν έχει ιδιαίτερη σχέση µε τα τοπία που περιγράφετε εσείς;

«Εχω ζήσει στην Ισλανδία για κάποιους µήνες. Την αγαπώ όπως είναι φυσικό, και λέω «όπως είναι φυσικό» γιατί το θεωρώ απίθανο να µην την αγαπήσει κανείς αυτή τη χώρα. Οσο ήµουν εκεί ανακάλυψα τον συγγραφέα, λάτρεψα το βιβλίο του «Ανεξάρτητοι Ανθρωποι» και χρησιµοποίησα αυτή την παράγραφό του γιατί ταίριαζε απόλυτα στο µυθιστόρηµα που ήθελα να γράψω».

Η αίσθηση που αποκοµίζει ο αναγνώστης διαβάζοντας το βιβλίο σας είναι πως ό,τι και να συµβεί η ζωή συνεχίζεται, κι αυτό είναι στενόχωρο και ανακουφιστικό συνάµα. Πώς σας φαίνεται στη συγκεκριµένη φάση της ζωής σας το πεπερασµένο του ανθρώπινου βίου;

«Δεν είµαι σίγουρη πώς νιώθω για τη θνητότητα, αλλά κάτι που µου συνέβη όταν έγραφα το βιβλίο ήταν πως µόλις άρχισα να βλέπω ό,τι µας περιβάλλει και τη ζωή την ίδια από µια σκοπιά µη ανθρώπινη διευρύνθηκαν κάπως οι αντιλήψεις µου. Για εµάς ο θάνατος είναι το τέλος, κάτι τραγικό και θλιβερό, και δεν θέλω να πω ότι δεν έχει αυτή τη διάσταση, όµως για τα βουνά που στέκουν σχεδόν από πάντα στη θέση τους τα περίπου 80 χρόνια µιας ανθρώπινης ζωής δεν είναι τίποτα. Υπάρχει κάτι άλλο που µε ενδιαφέρει πιο πολύ να εξερευνήσω και αυτό αφορά στο ποιος έχει τελικά τη δυνατότητα να πει την ιστορία του. Ποιανών οι φωνές ακούγονται; Ποιες φωνές έχουν αγνοηθεί; Γιατί έχουν χαθεί στη λήθη και στη σιωπή; Τέτοια πράγµατα σκεφτόµουν».

Πότε καταλάβατε ότι θέλατε να γίνετε συγγραφέας;

«Για εµένα ήταν πιο πολύ θέµα συνειδητοποίησης παρά επιθυµίας. Μου άρεσε ανέκαθεν να διαβάζω και να γράφω και µε ενδιέφερε πάντα η δηµιουργικότητα και η τέχνη, για αυτό και σπούδασα σε Σχολή Καλών Τεχνών και στη συνέχεια έκανα εγκαταστάσεις και πειραµατίστηκα µε το βίντεο. Κάποια στιγµή συνειδητοποίησα απλώς ότι πιο πολύ ήθελα να χρησιµοποιήσω τις λέξεις, τη γλώσσα και τη λογοτεχνία προκειµένου να εξερευνήσω τα θέµατα που έβρισκα συναρπαστικά».

Ποιους καλλιτέχνες θα αναφέρατε ως σηµαντικές επιρροές σας;

«Κάθε µορφή τέχνης µε εµπνέει, οπότε όταν µου ζητούν να αναφέρω τις επιρροές µου δεν περιορίζοµαι στη λογοτεχνία. Αγαπώ πολύ τη σύγχρονη τέχνη, τη µουσική και τον κινηµατογράφο και θα ήθελα να αναφερθώ στον Μαρκ Λέκι, στον Μαρκ Ντίον, στη Λουκρετσία Μαρτέλ και στη Rosalía».