Στο ερώτημα του «Βήματος» τι βλέπει ένας ιστορικός στον θάνατο ενός (πρώην) βασιλιά, η απάντηση θα ήταν εύκολη και άμεση: τα προφανή. Ο θάνατος του θεσμού έχει συντελεστεί εδώ και δεκαετίες τώρα, ευτυχώς χωρίς επιπλοκές, ο θάνατος ενός προσώπου προκαλεί πάντοτε ένα συναίσθημα λύπης και ιδιαίτερα στους οικείους του ένα δυσαναπλήρωτο κενό. Οσο για τις πολιτικές ευθύνες, αυτές ανήκουν στη δικαιοδοσία της Ιστορίας. Μετά την εύκολη απάντηση, αρχίζουν όμως οι δυσκολίες.

Διαβάστε επίσης:

Δεν είμαι εξειδικευμένος μελετητής της πολιτικής ιστορίας της χώρας, ωστόσο όταν εισδύεις μέσα από οποιαδήποτε ρωγμή και μέσα από οποιαδήποτε μεθοδολογία στον ιστορικό χρόνο της κοινωνίας στην οποία ανήκεις, όλο και κάποιες πλάγιες ματιές τυχαίνει να ρίχνεις στην πολιτική ιστορία και στους πολιτικούς και κρατικούς θεσμούς, και όχι μόνον σε εκείνους του «ιστορικού» παρελθόντος.

Η Ελλάδα μπορεί θεσμικά να μην κατάγεται από «βασιλοκτόνο» επανάσταση και ο εχθρός-Σουλτάνος να μην ταυτίζεται με τους ευρωπαίους «βασιλιάδες» της εποχής, είναι όμως ένα κράτος γέννημα φιλελεύθερης εθνικής επανάστασης, και αυτό δεν είναι ένα αμελητέο περιστατικό της εθνικής μας ιστορίας. Μπορεί ο ελληνικός λαός να μην είχε αντιμοναρχικά συναισθήματα, κάθε άλλο μάλιστα, δεν είχε όμως ούτε και εμπειρίες δυτικής μοναρχικής διακυβέρνησης. Ωστόσο, η ρεπουμπλικανική Ελλάδα της Επανάστασης μετά το τέλος του Αγώνα βρέθηκε με έναν βασιλικό θεσμό, την εγκαθίδρυση του οποίου δύσκολα κανείς θα μπορούσε να ανιχνεύσει ή να αποδώσει σε εσωτερικές δυνάμεις, δηλαδή στις ενέργειες μιας φιλομοναρχικής παράταξης κ.λπ.. Η βασιλεία στην Ελλάδα εγκαθιδρύθηκε ως μέρος και ως όρος της διπλωματικής της αναγνώρισης ως ανεξάρτητου κράτους και ως προϊόν του διεθνούς (ευρωπαϊκού τότε) συμβιβασμού. Δεν έχει μάλιστα καμία αιτιακή και ουσιώδη σχέση με τις τοπικές έριδες, τις πρωτόγονες πολιτικές αντιπαλότητες που ταλαιπωρούσαν τη χώρα από τα πρώτα κιόλας βήματα της αφύπνισής της.

Από την πλευρά των τριών μεγάλων δυνάμεων, των «ναυμάχων του Ναβαρίνου» θα έλεγα, το πείραμα φαίνεται ότι θεωρήθηκε πετυχημένο και μετά την Ελλάδα επαναλήφθηκε άλλες τρεις φορές στα βαλκανικά ερείπια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Με εξαίρεση τη Σερβία, όπου δύο αυτόχθονες ηγεμονικές οικογένειες εξελίχθηκαν σε βασιλικές, Ρουμανία, Βουλγαρία, Αλβανία, «προικίστηκαν» με τον βασιλικό θεσμό και με βλαστούς ευρωπαϊκών βασιλικών οίκων, ίχνη των οποίων (απόγονοι) επιβιώνουν στις κοσμικές στήλες των εφημερίδων ως τις μέρες μας.

Εδώ προκύπτει μια αυθόρμητη ερώτηση: επέτυχε ή απέτυχε ο βασιλικός θεσμός στις βαλκανικές χώρες; Φυσικά και δεν είναι εδώ η θέση μιας «βαλκανικής» απάντησης. Θα περιοριστώ σε λίγες σκέψεις για την ελληνική μας περίπτωση. Στην Ελλάδα ο θεσμός της μοναρχίας δεν επέτυχε. Η αρνητική μορφή της απάντησης είναι σκόπιμη και δεν κρύβει κάποια πνευματική υστεροβουλία ή έστω κάποια αμηχανία. Δείχνει την επιφύλαξη του ερευνητή να απαντήσει μονολεκτικά και τελεσίδικα σε πολύπλοκα ιστορικά ζητήματα, όπως εκείνο του βασιλικού θεσμού σε μια χώρα και μάλιστα στη διάρκεια δύο σχεδόν αιώνων. Στον 19ο αιώνα, παρά τα οποιαδήποτε παρατράγουδα, οι βασιλείς Οθων και Γεώργιος Α’ εξέφρασαν με επάρκεια το εθνικό πρόβλημα, σε συνθήκες μάλιστα δυσμενείς για τη χώρα, μορφωτικές και κοινωνικές. Αυτά ως το βασιλο-βενιζελικό κατόρθωμα των Βαλκανικών Πολέμων. Εκτοτε, οι βασιλείες του Κωνσταντίνου Α’, του Γεωργίου και του Κωνσταντίνου Β’ χαρακτηρίζονται από μια αδυναμία που κόστισε πανάκριβα στη χώρα. Εννοώ την αδυναμία τους να λειτουργήσουν ενωτικά, καταπραϋντικά και συναινετικά και να εμποδίσουν το γλίστρημα του πολιτικού βίου σε χαοτικές καταστάσεις που έχουν αφήσει πένθιμες εικόνες στον δημόσιο βίο. Ο 20ός αιώνας δεν ήταν με το μέρος της Μοναρχίας. Και το αντίστροφο. Ο πρώτος μεγάλος εθνικός διχασμός (Βενιζελικών – Κωνσταντινικών), η κρίση του 1935-1945 και ο απότοκος εμφύλιος πόλεμος, η κρίση του 1965 που οδήγησε στη στρατιωτική δικτατορία του 1967, φαινόμενα πολλαπλής αιτιολογίας ασφαλώς, δεν χρεώνονται στο παρόν σημείωμα αποκλειστικά στους βασιλείς της εποχής, παρά μόνον στον βαθμό που δεν λειτούργησαν εκτονωτικά, όπως άρμοζε στο αξίωμά τους, αλλά που εντάχθηκαν, ενίοτε και ηγήθηκαν παρατάξεων, ακυρώνοντας τον θεμελιώδη (και μοναδικό πιστεύω) λόγο υπάρξεώς τους, την εθνική ενότητα.

Η υπερ-πολιτικοποίηση του δημόσιου βίου και των προσώπων είναι μια εγγενής παθογένεια, που δυστυχώς παρέσυρε και τον βασιλικό θεσμό σε άστοχες ενέργειες που δυσκόλεψαν τις σισύφειες προσπάθειες της χώρας να ορθοποδήσει. Το ζήτημα της υπερ-πολιτικοποίησης είναι όμως το σημαντικότερο ζήτημα της ελληνικής πολιτικής ζωής. Δεν μπορώ να ανιχνεύσω την καταγωγή του και φαίνεται ότι η Ιστορία χρειάζεται τη συνέργεια πολλών άλλων επιστημών για να ξεκαθαρίσει κάπως την εικόνα. Από τους εμφυλίους πολέμους εντός της Ελληνικής Επανάστασης (1823-1824) ως το αντιεμβολιαστικό κίνημα και την αντιπαράθεση των τελευταίων ημερών για τα «μάρμαρα του Παρθενώνα», ο ελληνικός πολιτικός κόσμος και σε έναν βαθμό και η ελληνική κοινωνία στο σύνολό της βρίσκονται σταθερά επί ποδός πολέμου, κάτι που εξαντλεί πνευματικές και κοινωνικές δυνάμεις, αποπροσανατολίζει και καθηλώνει και κυρίως δημιουργεί συνθήκες λαϊκής αντιπαλότητας και ασυνεννοησίας. Είναι αλήθεια ότι αυτός ο ενδημικός διχασμός δεν είχε πάντοτε τον ίδιο βαθμό εχθροπάθειας, σίγουρα όμως δηλητηρίαζε τις πολιτικές σχέσεις και δεν λειτουργούσε θετικά υπέρ της κοινωνικής συνοχής.

Ασφαλώς, δεν ήταν εύκολο να προφυλαχτεί από αυτή την τοξικότητα ο βασιλικός θεσμός στην Ελλάδα και να λειτουργήσει επουλωτικά για τα πολλαπλά τραύματα της χώρας. Το έργο ήταν γιγάντιο και αμφιβόλου επιτυχίας με την ευθύνη να μη βαρύνει πάντοτε και αποκλειστικά τον βασιλικό οίκο. Χωρίς αναθέματα και άκαιρες ευθυνολογίες, μπορούμε να πούμε ότι οι βασιλείς του 20ού αιώνα δεν επέτυχαν στο ύψιστο καθήκον τους, στην εθνική συνοχή και την κοινωνική ειρήνη. Ισως μάλιστα, κλεισμένοι στον δικό τους μικρόκοσμο και στη δική τους αλαζονική κουλτούρα, ούτε καν το προσπάθησαν. Και αυτό ήταν άδικο για τη χώρα.

Ο κ. Βασίλης Παναγιωτόπουλος είναι ομότιμος διευθυντής του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών.