Η ανεξιχνίαστη κυρία Χάισμιθ
Εκατό χρόνια από τη γέννηση μιας από τις πιο ιδιαίτερες φωνές της σύγχρονης αστυνομικής λογοτεχνίας, μια νέα βιογραφία διερευνά την εκκεντρική της προσωπικότητα και τη σχέση της με το έργο της.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
«Κανείς συγγραφέας δεν θα μπορούσε να προδώσει την εσωτερική του ζωή, θα ήταν σαν να παρουσιαζόταν γυμνός σε κοινή θέα». Παραδοχή από μια εκκολαπτόμενη λογοτέχνιδα που έκρυβε επαρκώς τον ιδιωτικό της βίο και θα συνέχιζε να το κάνει επί δεκαετίες, η παραπάνω διαπίστωση της 19χρονης Πατρίσια Χάισμιθ είναι συνάμα εύστοχη και δηλωτική του ψυχισμού της. Δεξιοτέχνης ενός είδους που παλινδρομεί μεταξύ ψυχογραφήματος και νουάρ, η συγγραφέας των «Ξένοι στο τρένο» και «Ο ταλαντούχος κύριος Ρίπλεϊ» δεν απέκρυπτε από το ευρύ κοινό τη γοητεία που της ασκούσαν οι δολοφονικοί χαρακτήρες, φρόντιζε όμως να κρατά στη σκιά το γεγονός ότι αποτελούσαν προβολή των δικών της συναισθημάτων. Από τις 8.000 σελίδες των ημερολογίων της παρελαύνουν στερεότυπα, προκαταλήψεις, ψεύδη, μικρότητες, αντισημιτισμός, απέχθεια για τους γονείς της, μίση για πρώην και νυν ερωμένες. Συμπλεγματική και αλκοολική, η Χάισμιθ υπήρξε διαβόητη κυνηγός του ιδίου φύλου, η συμπεριφορά όμως προς τις συντρόφους της ήταν μονίμως εμμονική και ανάλγητη. Στη μεγάλη βιογραφία της που κυκλοφόρησε στα αγγλικά στις 19 Ιανουαρίου, επέτειο των 100 χρόνων από τη γέννησή της, με τίτλο «Devils, Lusts and Strange Desires: The Life of Patricia Highsmith» (εκδ. Bloomsbury) ο Ρίτσαρντ Μπράντφορντ, βιογράφος μεταξύ άλλων των Eρνεστ Χέμινγκγουεϊ, Τζορτζ Οργουελ, Φίλιπ Λάρκιν, Κίνγκσλεϊ και Mάρτιν Εϊμις, σκιαγραφεί μια εκκεντρική προσωπικότητα που αντλούσε υλικό από τα ζοφερά της συναισθήματα για να το μετατρέπει σε ανήσυχη γραφή.
Η Μέρι Πατρίσια Πλάνγκμαν γεννήθηκε στο Φορτ Γουόρθ του Τέξας το 1921. Κόρη του Τζέι Πλάνγκμαν και της Μέρι Κόουτς, ήταν παιδί γονέων που σκόπευαν να κάνουν καριέρα σχεδιαστών στον ραγδαία εξαπλωνόμενο τότε χώρο των περιοδικών, ωστόσο η εγκυμοσύνη περιέπλεξε τα πράγματα και οδήγησε στο διαζύγιο. Δύο χρόνια αργότερα, η Κόουτς γνώρισε τον Στάνλεϊ Χάισμιθ, σχεδιαστή και επαγγελματία φωτογράφο, ο οποίος το 1924 θα γινόταν ο δεύτερος σύζυγός της και το 1927 μετακόμισαν οικογενειακώς στη Νέα Υόρκη. Και αυτός ο δεσμός είχε τις διακυμάνσεις του, με χωρισμούς και επανασυνδέσεις, αποκορύφωμα των οποίων ήταν η απόφαση το 1933 να «παρκάρουν» το παιδί για έναν χρόνο στους παππούδες του στο Τέξας προκειμένου εκείνοι να σώσουν τον γάμο τους στη Νέα Υόρκη. Το πείραμα πέτυχε, αλλά άφησε ένα δεύτερο μεγάλο στίγμα στην ψυχή της Πατρίσια: το πρώτο, δύο χρόνια πριν, είχε να κάνει με την αποκάλυψη της μητέρας της ότι ο Στάνλεϊ ήταν θετός της πατέρας και την οδήγησε σε μια κατάσταση νεύρωσης όπου για πολύ καιρό φοβόταν ότι αν κοιμόταν, θα πέθαινε. Η οικογένεια επανενώθηκε το 1934, ζώντας έκτοτε στο Γκρίνουιτς Βίλατζ.
Επισκιάζοντας τον Καζανόβα
Η Πατρίσια σπούδασε στο Μπάρναρντ Κόλετζ, παράρτημα θηλέων του Πανεπιστημίου Κολούμπια, και αρχικά αναζητούσε μια καριέρα στον Τύπο. Αποτυγχάνοντας να βρει δουλειά στο «Harper’s Bazaar», στη «Vogue», στο «Time», στο «Fortune» ή στο «New Yorker», αναγκάστηκε στα τέλη του 1943 να αρκεστεί στη συγγραφή κόμικς. Μετά την εμφάνιση του Superman το 1938, η βιομηχανία είχε εκτοξευθεί, η ζήτηση ήταν διαρκής και η αγορά ανοικτή. Οι άνδρες του χώρου έβρισκαν τη Χάισμιθ ελκυστική, ιδίως ο Σταν Λι, ισχυρός άνδρας της Marvel Comics, ο οποίος σε ένα blind date που τους κανόνισε μια κοινή φίλη αντιλήφθηκε πως το ενδιαφέρον ήταν μονομερές: η Πατρίσια προτιμούσε τις γυναίκες με ζήλο τέτοιον που κατά τον Μπράντφορντ θα έκανε «τον Καζανόβα, τον Ερολ Φλιν και τον λόρδο Βύρωνα να μοιάζουν ληθαργικοί». Προτιμούσε τους άνδρες από τις γυναίκες, έλεγε, αλλά όχι στο κρεβάτι. Δεν ήταν παράλογο, αν οι εμπειρίες της με το άλλο φύλο ήταν σαν εκείνη με τον διάσημο συγγραφέα Αρθουρ Κέσλερ. Εχοντας μόλις εκδώσει το «Ξένοι στο τρένο», το 1950, κοινοί γνωστοί τής τον σύστησαν προκειμένου να διαβάσει το δεύτερο μυθιστόρημά της το οποίο πραγματευόταν ανοικτά μια λεσβιακή σχέση. Εξαιρετικά προχωρημένο για την εποχή του, θα κυκλοφορούσε με ψευδώνυμο το 1952 υπό τον τίτλο «The Price of Salt» (γνωστό πια από την κινηματογραφική «Κάρολ» του 2015 με τις Κέιτ Μπλάνσετ και Ρούνεϊ Μάρα). Η παθολογική εμμονή του Κέσλερ να αποπλανά όλες τις γυναίκες που συναντούσε είχε ως αποτέλεσμα η Χάισμιθ, όπως και πλήθος άλλες, να βιώσει, πέρα από τη δημιουργική κριτική στο έργο της, και τις σαδομαζοχιστικές του τάσεις.
Ο δρόμος προς τη φήμη άνοιξε το 1951, όταν οι «Ξένοι στο τρένο» έγιναν ταινία από τον Αλφρεντ Χίτσκοκ. Επρόκειτο για μία περίπτωση όπου το ένα μέσο ωφέλησε το άλλο: υπαινισσόμενος την ομοφυλοφιλική έλξη των πρωταγωνιστών σε αυτή την περίφημη υπόθεση ανταλλαγής φόνων, ο σκηνοθέτης έστειλε πλήθος θεατών στα βιβλιοπωλεία όπου ανακάλυψαν την πολύπλοκη εκδοχή των χαρακτήρων της Χάισμιθ. Θα ήταν μία από τις λίγες αμερικανικές επιτυχίες της: το παιχνίδι της ηθικής και της απουσίας της, οι ήρωες που έμοιαζαν να σκοτώνουν χωρίς κίνητρα, οι φιλοσοφικές προεκτάσεις της υπέρβασης των κοινωνικών κανόνων και συμβάσεων προορίζονταν να εκτιμηθούν διαχρονικά από το ευρωπαϊκό κοινό.
Στην Ευρώπη στράφηκε από νωρίς και η ίδια η Χάισμιθ. Το 1952, σε ένα μνημειώδες ταξίδι, ξεκίνησε από το Παρίσι για να επισκεφθεί τη Νίκαια, τις Κάννες, τη Βαρκελώνη, τη Μαγιόρκα και από εκεί τη Βενετία και τη Φλωρεντία, για να καταλήξει στη μικρή παραθαλάσσια πόλη του Ποζιτάνο στην Καμπανία. Εκεί, ένα πρωινό, όπως λέει η ίδια, βλέποντας έναν νεαρό άνδρα να περπατά στον δρόμο τής ήρθε η έμπνευση για έναν από τους διασημότερους χαρακτήρες της σύγχρονης αστυνομικής λογοτεχνίας – τον Τομ Ρίπλεϊ. Χαμαιλέοντας που έλκεται από το να μιμείται και να κλέβει την ταυτότητα άλλων, άνθρωπος με πάθη, αλλά όχι συναισθήματα, για τον οποίο τα όρια της ηθικής είναι συμβατικά και διαπερατά, ο «Ταλαντούχος κύριος Ρίπλεϊ» αποδείχθηκε ένα δημιούργημα στο οποίο θα επέστρεφε περιοδικά σε ολόκληρη τη λογοτεχνική καριέρα της γράφοντας άλλες τέσσερις συνέχειες. Ισως γιατί, όπως ισχυρίζεται ο Μπράντφορντ, αποτελεί εξωτερίκευση της δικής της προσωπικότητας.
Φλερτάροντας με τις ακρότητες
«Δεκάδες έρωτες, δεκάδες σχέσεις, όλα καλά. Μα τον Θεό, όμως, όταν μπλέκονται η μία με την άλλη! Αν μπορούσε κανείς να τελειώνει με τη μία πριν αρχίσει την επόμενη, όλα θα ήταν καλύτερα». Στα ημερολόγιά της τη Βιρτζίνια διαδέχεται η Ρόζαλιντ, τη Ρόζαλιντ η Τζίνι, την Τζίνι η Κάθριν, την Κάθριν η Σόνια, τη Σόνια η Τζο και η Τέσα, ενώ κάπου ενδιάμεσα υπάρχουν μια Ανν και μια Κέι. «Σε έξι τουλάχιστον καταγεγραμμένες περιπτώσεις χορογράφησε ένα τρίο όντας η μόνη που γνώριζε τι ακριβώς συνέβαινε και σε δύο από αυτές πρόσθεσε και τέταρτο πρόσωπο» σημειώνει ο Μπράντφορντ. Ολες αυτές οι σχέσεις ακολουθούσαν το ίδιο μοτίβο: η Χάισμιθ γνωρίζει μια γυναίκα, η Χάισμιθ είναι ενθουσιασμένη μαζί της, η Χάισμιθ δημιουργεί μια ασφυκτικά συγκρουσιακή ατμόσφαιρα, η Χάισμιθ εγκαταλείπει ή εγκαταλείπεται και ο κύκλος είναι έτοιμος να ξαναρχίσει (ή έχει ήδη αρχίσει). Τις περισσότερες φορές η Πατρίσια κατηγορεί τη σύντροφό της στα ημερολόγιά της, σε πολλές καταγράφει όνειρα ή προθέσεις βίας. Δεν υλοποιούνται, αλλά η συναισθηματική αναλγησία είναι αναμφισβήτητη. Η πιο μακρόχρονη σχέση της, εκείνη με την κατά δέκα χρόνια μεγαλύτερή της Ελεν Μπλούμενταλ Χιλ, καθηγήτρια αρχικά στο Στάνφορντ, έπειτα συνεργάτιδα του φιλανθρωπικού Ιδρύματος Τολστόι, έληξε με την Πατρίσια να της αναγγέλλει τον χωρισμό τους και εκείνη να παίρνει βαρβιτουρικά μπροστά της. Η Χάισμιθ βγήκε για φαγητό με ένα φιλικό ζεύγος, ειδοποίησε έναν τσέχο ζωγράφο με τον οποίο η Ελεν επρόκειτο να συναντηθεί για ποτό ότι δεν θα εμφανιζόταν, έφαγε δύο χάμπουργκερ στο διαμέρισμα μιας περιστασιακής ερωμένης και ειδοποίησε γιατρό επιστρέφοντας στο σπίτι στις 2 τα ξημερώματα, πολλές ώρες μετά την απόπειρα. Η επόμενη ξεχωριστή μέσα στο πλήθος των πολλών συναναστροφών περιπέτεια ήταν αυτή με την «Κάρολαϊν Μπέστερμαν». Κάτω από το ψευδώνυμο κρυβόταν η σύζυγος πλούσιου επιχειρηματία του Λονδίνου με την οποία διατηρούσε έναν μυστικό δεσμό, αργότερα φανερό και με την έγκριση του άνδρα της, υπό τον όρο να μην υπάρχουν επιδείξεις διαχυτικότητας δημοσίως. Στην πράξη, ο διακανονισμός δεν ικανοποιούσε τη Χάισμιθ γιατί «εναντιωνόταν στην κλίση της για τεχνάσματα, απάτες και οξύτατες διαμάχες». Η ίδια μετακόμισε το 1963 στο Ερλ Σόαμ, σε απόσταση δύο ωρών από το Λονδίνο, όπου η Κάρολαϊν την επισκεπτόταν τα Σαββατοκύριακα. Με προβλέψιμο τρόπο η σχέση προχώρησε από την τρυφερότητα στην ψυχρότητα, στις εντάσεις, στους καβγάδες και στον χωρισμό τον Οκτώβριο του 1966.
«Είναι προφανές ότι ο έρωτάς μου δεν είναι έρωτας, είναι η ανάγκη να προσκολληθώ σε κάποιον» έγραφε το 1968. Πρόκειται για κομβική ομολογία για την κατανόηση των εσωτερικών της διεργασιών και ο Μπράντφορντ τη διευρύνει: για μεγάλο χρονικό διάστημα η προσκόλληση ισοδυναμούσε με τη «φαντασιακή φιλοδοξία κοινωνικής ανόδου»: «Εμοιαζε να έλκεται ιδίως από γυναίκες προνομιούχες εκ γενετής (…) έτσι ώστε το σεξ να επιτελεί την εξισωτική λειτουργία που συνήθως αποδίδουμε στον σοσιαλισμό». Στο πέρασμα του χρόνου, και προϊόντος του αλκοολισμού της, η δημόσια συμπεριφορά σε αυτούς τους ανώτερους κύκλους γινόταν όλο και προβληματικότερη. Η Κάρολαϊν αφηγείται μια ιστορία όπου στη διάρκεια ενός πάρτι η Χάισμιθ άνοιξε την τσάντα της και έριξε στο τραπέζι μια ευάριθμη ομάδα σαλιγκαριών. Σε μια άλλη περίπτωση, όταν πλέον είχε εγκαταλείψει την Αγγλία για τη Γαλλία μετά τον χωρισμό με την Κάρολαϊν, στη διάρκεια ενός δείπνου με ένα φιλικό γκέι ζευγάρι κατηγόρησε τον έναν από τους δύο συντρόφους ότι επιχειρούσε να σαγηνεύσει την τότε ερωμένη της και τον προκάλεσε σε μονομαχία με σπαθιά από τον καιρό του αμερικανικού Εμφυλίου, τα οποία κρέμονταν στον τοίχο της. Και το 1971 θα εξηγούσε σε ένα άλλο φιλικό ζεύγος ότι είχε ανακαλύψει πως τα προβλήματα του θυρεοειδούς μειώνονται τρώγοντας ωμό κρέας.
Κάποιες από αυτές τις συμπεριφορές εντάσσονταν αναμφίβολα στη διάθεσή της να μεγεθύνει αμφιλεγόμενες απόψεις τις οποίες συμμεριζόταν προκειμένου να σοκάρει τον περίγυρό της. Πρωτεύουσα θέση ανάμεσά τους είχε ο αντισημιτισμός. Δημοσίως τον συγκάλυπτε μεταμφιέζοντάς τον σε θερμή συνηγορία των Παλαιστινίων. Ιδιωτικά, τον απελευθέρωνε σε σημείο ώστε να γίνει οπαδός του Ντάγκλας Ριντ, ενός από τους πιο διαβόητους αρνητές του Ολοκαυτώματος. Τον συνιστούσε μάλιστα στον αριστερό συγγραφέα Γκορ Βιντάλ εξηγώντας του πως ο όρος «Ολοκαύτωμα» ήταν λανθασμένος: θα έπρεπε να ονομάζεται «Ημικαύτωμα», καθώς οι Ναζί είχαν εξοντώσει μόνο τους μισούς Εβραίους. Οι εξοργιστικές αυτές θέσεις δεν διατυπώθηκαν ποτέ δημόσια, ήταν όμως γνωστές στον κύκλο της.
Εχοντας ζήσει στην Ιταλία, στην Αγγλία και στη Γαλλία και επιβιώσει εγχειρήσεων για καρδιακά προβλήματα και καρκίνο του πνεύμονα, εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ελβετία τη δεκαετία του ’80. Οι κάτοικοι της περιοχής Τένια, πάνω από την κοιλάδα Τσεντοβάλι στη Νότια Ελβετία, γνώρισαν μια ηλικιωμένη γυναίκα ήσυχη και ευγενική, η οποία όμως απέφευγε οτιδήποτε πέρα από τα τυπικά, δεν έσφιγγε ποτέ το χέρι, δεν κοίταζε κανέναν στα μάτια, «δεν ήξερε πώς να αντιδράσει και δεν ήθελε να αναπνέει τον ίδιο αέρα με άλλους ανθρώπους». Το τελευταίο κεφάλαιο της ζωής της Πατρίσια Χάισμιθ ήταν μάλλον ήρεμο, χωρίς τις δραματικές εντάσεις του παρελθόντος. Πέθανε στις 4 Φεβρουαρίου 1995 από επιπλοκές του καρκίνου του πνεύμονα και της αναιμίας που αντιμετώπιζε. Αφησε το μεγαλύτερο μέρος μιας περιουσίας ύψους 3 εκατομμυρίων δολαρίων στη λογοτεχνική κοινότητα Γιάντο της Πολιτείας της Νέας Υόρκης όπου είχε γράψει το «Ξένοι στο τρένο» – και έναν τίτλο για το επόμενό της μυθιστόρημα στην τελευταία σελίδα των ημερολογίων της: «Η τύχη του Ρίπλεϊ».

