Η αναγκαία «μεγάλη επιστροφή» των ελλήνων γιατρών στο σύστημα υγείας
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Η υγειονομική κρίση της πανδημίας βρήκε τη χώρα μας με πολλούς έλληνες νέους γιατρούς, που σπούδασαν στην Ελλάδα, να εργάζονται σε μονάδες Υγείας και Πανεπιστήμια του εξωτερικού. Στην πρόσφατη οικονομική κρίση, με αιχμή το 2015, νέοι επαγγελματίες υγείας όπως γιατροί, νοσηλευτές, βιοχημικοί, βιολόγοι πραγματοποίησαν τη «μεγάλη έξοδο» κυρίως σε χώρες της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης και την Αμερική. Περισσότεροι από 10.000 γιατροί έχουν φύγει από τη χώρα μας, για να εργασθούν στο εξωτερικό, κυρίως σε πιο προηγμένες χώρες της Ευρώπης, τη στιγμή που η έξαρση της πανδημίας αναδεικνύει τις ελλείψεις που υπάρχουν στο Εθνικό Σύστημα Υγείας της Ελλάδας. Η φυγή των ιατρών οφείλεται στις συνθήκες εργασίας που υπάρχουν στο ΕΣΥ, που αφορούν τόσο τους μισθούς τους όσο και τους όρους της εργασίας, καθώς λόγω των ελλείψεων η εργασία είναι αρκετές φορές εξαντλητική. Είναι επίσης γνωστό ότι η κυβέρνηση εκλέχθηκε με βασικό στόχο την επιστροφή των νέων που έφυγαν στο εξωτερικό την εποχή των μνημονίων, με την παροχή κινήτρων.
Η πρωτοβάθμια φροντίδα
Η οικονομική κρίση που ελπίζουμε να μην ακολουθήσει την υγειονομική κρίση που αντιμετωπίζουμε στις μέρες μας, ασφαλώς πρέπει να επιταχύνει τις άμεσες δράσεις για την επιστροφή των νέων στη χώρα, σε ένα οργανωμένο σχέδιο αναδιοργάνωσης της Ελλάδας. Μια γρήγορη αναζήτηση στα κοινωνικά δίκτυα, μας κάνει υπερήφανους γιατί θα συναντήσουμε τους παλιούς μας φοιτητές να είναι τώρα επιτυχημένοι πνευμονολόγοι, εντατικολόγοι, λοιμωξιολόγοι, γιατροί επειγόντων περιστατικών στα μεγαλύτερα ευρωπαϊκά νοσοκομεία. Αντίθετα στην Ελλάδα η οικονομική κρίση βρήκε αρκετές κλινικές δημοσίων νοσοκομείων χωρίς επαρκή αριθμό ειδικευομένων ιατρών αλλά κυρίως χωρίς την εμπειρία και την εξειδίκευση όσων έφυγαν στο εξωτερικό. Αυτές τις μέρες χιλιάδες συμπολίτες μας με κορωνοϊό χωρίς έντονη συμπτωματολογία, παραμένουν υπό παρακολούθηση στο σπίτι τους. Η πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας με τους έμπειρους γιατρούς που διαθέτει ήδη η χώρα μας, θα βελτιωνόταν ακόμη περισσότερο με την επιστροφή των εκατοντάδων γιατρών που τώρα εργάζονται σε αντίστοιχες οργανωμένες δομές όπως στη Σουηδία και στην Αγγλία. Ιδανικά τότε ο οικογενειακός γιατρός θα μπορούσε να παρακολουθεί τηλεφωνικά και με επισκέψεις τους πολλούς ασθενείς που μολύνθηκαν, θα αντιμετώπιζε αποτελεσματικά τον πανικό, θα έκανε έγκαιρα τη διάγνωση της επιδείνωσης και θα οργάνωνε τη διακομιδή τους όταν χρειαζόταν προς τα νοσοκομεία. Εκεί εξειδικευμένοι πνευμονολόγοι με επαρκείς γνώσεις στην αντιμετώπιση της αναπνευστικής ανεπάρκειας με σύγχρονα μέσα μη επεμβατικού αερισμού και οξυγονοθεραπείας θα είναι προετοιμασμένοι να παρακολουθήσουν στενά και να υποστηρίξουν όσους δεν τα καταφέρουν και θα χρειασθούν διασωλήνωση και νοσηλεία σε Μονάδες Εντατικής Θεραπείας. Ετσι θα αποσυμφορούνταν οι μονάδες, και οι εντατικολόγοι θα προσέφεραν ακόμη σημαντικότερες υπηρεσίες στους ασθενείς με κορωνοϊό και βαρεία νόσο. Στις μέρες μας όμως οι πνευμονολογικές κλινικές στα νοσοκομεία της χώρας είναι ελάχιστες και σχεδόν απουσιάζουν πλήρως οι πνευμονολόγοι από τις λίστες επικουρικών επιμελητών. Οι ασθενείς με σοβαρή νόσο αντιμετωπίζονται κυρίως στα νομαρχιακά νοσοκομεία μας σε κλινικές κορωνοϊού που δημιουργήθηκαν και βασίστηκαν στην εμπειρία των παθολόγων, γενικών γιατρών και πολλών νέων ειδικευομένων γιατρών συχνά διαφόρων ειδικοτήτων, ακόμη και της χειρουργικής, που έσπευσαν να βοηθήσουν.
Σε ετοιμότητα για το τρίτο κύμα
Φαίνεται ότι το τελευταίο διάστημα οι νεκροί από κορωνοϊό στην Ελλάδα αυξήθηκαν σημαντικά. Ο αριθμός τους φαίνεται να προσεγγίζει σταδιακά τον μέσο όρο θανάτων της Ευρώπης, που αντιστοιχεί περίπου σε 50-100 νεκρούς καθημερινά στη χώρα μας. Ακόμη, η χώρα μας έχει μεγάλο ποσοστό θανάτων ανά μόλυνση σε σχέση με αρκετές ευρωπαϊκές χώρες. Κοινό χαρακτηριστικό του «δεύτερου κύματος» είναι ότι όλες σχεδόν οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης αιφνιδιάστηκαν από μια πιθανή μετάλλαξη του κορωνοϊού που φαίνεται να είναι υπεύθυνη για την αυξημένη μεταδοτικότητα της νόσου. Είναι γνωστό ότι τον Οκτώβριο υπήρξε πρωτοφανής αύξηση των κρουσμάτων με πιθανούς φορείς τα άτομα νεαρής ηλικίας. Επιπλέον είναι χαρακτηριστικό ότι στις ευρωπαϊκές χώρες που είχαν ήδη προχωρήσει σε ορισμένους γενικούς ή τοπικούς περιορισμούς, ο αριθμός των μολύνσεων έχει ήδη αρχίσει να υποχωρεί σε σχέση με όσες καταγράφονταν στις αρχές Νοεμβρίου. Αυτό αναμένεται να συμβεί και στην Ελλάδα, όπου υπολογίζεται ότι τις επόμενες εβδομάδες θα μειώνεται ο ημερήσιος αριθμός μολύνσεων. Οσοι όμως εργάζονται τώρα με αυταπάρνηση στο δημόσιο σύστημα υγείας, αλλά και οι επιδημιολόγοι προετοιμάζονται για τις επόμενες μέρες για αρκετές ακόμη νοσηλείες και ίσως θανάτους που ίσως προσεγγίσουν τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους. Τα μαθηματικά μοντέλα, αλλά και η μελέτη της ιστορίας των πανδημιών, προβλέπουν ένα πιθανό «τρίτο κύμα» μετά τις γιορτές, και ίσως πριν την άνοιξη, που όλοι ελπίζουμε να είναι ηπιότερο αλλά πρέπει να μας βρει ακόμη καλύτερα προετοιμασμένους. Μαζί με τη γρήγορη ολοκλήρωση των διαδικασιών των προμηθειών του αναγκαίου εξοπλισμού στα νοσοκομεία για την υποστήριξη των ασθενών με αναπνευστική ανεπάρκεια, πρέπει να αρχίσει η ταχύρρυθμη εκπαίδευση όσων μη ειδικών γιατρών αλλά και νοσηλευτών εμπλακούν στο μέλλον με τη θεραπευτική αντιμετώπιση αυτών των ασθενών.
Το φιλότιμο δεν δημιουργεί υποδομές
Η επίκληση στο ελληνικό φιλότιμο, στον εθελοντισμό, και η επιστράτευση των ιδιωτών γιατρών στην πρόσφατη πανδημία είναι μέτρα ανάγκης. Τα χειροκροτήματα αλλά και τα επιδόματα, επιβραβεύουν τις ηρωικές προσπάθειες αλλά δεν δημιουργούν υποδομές και προοπτικές. Η πανδημία μας έδειξε με βίαιο τρόπο τις προτεραιότητες και τις πρωτοβουλίες που πρέπει να αναληφθούν άμεσα για να μείνουν οι νέοι γιατροί μας που «ωρίμασαν» επιστημονικά πολύ γρήγορα αυτούς τους μήνες, μόνιμα και οριστικά στο δημόσιο σύστημα Υγείας και οι παλιοί μας φοιτητές, επαγγελματίες υγείας, να επιστρέψουν σε ένα ελκυστικό ακαδημαϊκό και υγειονομικό περιβάλλον. Ετσι οι σημερινοί φοιτητές μας στις Ιατρικές Σχολές θα αποκτήσουν όραμα και έμπνευση να ολοκληρώσουν την εκπαίδευση και την ειδίκευσή τους, να εργασθούν μαζί μας και να επιστρέψουν με το παραπάνω στην πατρίδα μας όσα τους προσέφερε στις προπτυχιακές και μεταπτυχιακές τους σπουδές. Το τέλος της πανδημίας πρέπει να βρει την πατρίδα μας με όσο γίνεται λιγότερες απώλειες σε ανθρώπινες ζωές αλλά με σύγχρονες υποδομές, οργανωμένες κλινικές και αξιοποίηση της πολύτιμης εμπειρίας που αποκτήθηκε από όλους, υγειονομικούς και πολιτικούς.
Ο κ. Κωνσταντίνος Ι. Γουργουλιάνης είναι καθηγητής Πνευμονολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, διευθυντής Πνευμονολογικής Κλινικής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, διετέλεσε πρύτανης του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και πρόεδρος της Ελληνικής Πνευμονολογικής Εταιρείας.

