Το 1927 ο εικοσιδυάχρονος Κένεθ Ρέξροθ με τη σύζυγό του Αντρέ έφταναν στο Σαν Φρανσίσκο πιστεύοντας ότι στο ταχυδρομείο της πόλης τούς περίμεναν 500 δολάρια. Το ποσό αυτό δεν έφτασε ποτέ. Ο νεαρός Ρέξροθ, φανατικός μποέμ με ριζοσπαστικές ιδέες, ορφανός από τα 14 χρόνια του, γνωστός στους περιθωριακούς κύκλους του Σικάγου (όπου μεγάλωσε) ως μοντερνιστής ζωγράφος, ποιητής και ρήτορας με εντυπωσιακή σκηνική παρουσία, βρήκε το Σαν Φρανσίσκο μια πόλη επαρχιώτικη όπου, καθώς έγραψε αργότερα στην αυτοβιογραφία του, η πλειονότητα των κατοίκων της αποτελούνταν από τυχοδιώκτες, χαρτοπαίχτες, απατεώνες και πόρνες. Καθώς ο Κένεθ Ρέξροθ και η Αντρέ γυρνούσαν αδέκαροι και άστεγοι στους δρόμους, στην οδό Μάρκετ σταμάτησαν μπροστά στη βιτρίνα ενός καταστήματος επίπλων, που κάποια τα είχε σχεδιάσει η Αντρέ παλαιότερα στο Σικάγο. Ο καταστηματάρχης τούς είδε, τους μίλησε και τους πρόσφερε δουλειά. Κάπως έτσι, σαν σε παραμύθι, άρχισε η συναρπαστική ιστορία της λεγόμενης «Αναγέννησης του Σαν Φρανσίσκο».

Ο μόνος ποιητής της πόλης που κάπως άξιζε και τον συνάντησε το ζεύγος Ρέξροθ ήταν ο Τζορτζ Στέρλινγκ, ο πρώτος δαφνοστεφής ποιητής του Σαν Φρανσίσκο τον οποίο κανένας πλέον δεν διαβάζει. Από τότε όμως τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν ραγδαία. Ο Ρέξροθ άρχισε να συναντά όλους τους ποιητές και καλλιτέχνες της περιοχής και στη συνέχεια να οργανώνει ένα μπαράζ αναγνώσεων κι εκδηλώσεων σε μπαρ, εστιατόρια και δημόσιους χώρους. Στο σπίτι του, στο 250 της οδού Σκοτ, δίνονταν κάθε εβδομάδα δείπνα, όπου διεξάγονταν συζητήσεις για πλείστα θέματα και οι προσκεκλημένοι διάβαζαν κείμενά τους.

Πολύ σύντομα ο Ρέξροθ άρχισε να θεωρείται πυλώνας της καλλιτεχνικής και πνευματικής ζωής του Σαν Φρανσίσκο. Η πόλη και η κουλτούρα της, που βρισκόταν στα σπάργανα κι ως τότε ήταν παγιδευμένη ανάμεσα στον πουριτανισμό του Βορρά και την «ψευδο-ιπποτική» νοοτροπία των Νοτίων η οποία βασιζόταν στην κυριαρχία των μυθιστορημάτων του Γουόλτερ Σκοτ, «απελευθερώθηκαν» – απελευθερώνοντας κι άλλες δυνάμεις. Ενας ευρωπαϊκός αέρας άρχισε να πνέει μέσα στα κείμενα, τις δημόσιες εκδηλώσεις, τις θεατρικές παραστάσεις. Ηταν σαν να είχε εγκατασταθεί (μόνιμα, όπως αποδείχθηκε με τα χρόνια) στην ατμόσφαιρα του Σαν Φρανσίσκο ο απόηχος της γαλλικής μπελ επόκ.

Σφοδρός αντιακαδημαϊσμός

Ο σφοδρός αντιακαδημαϊσμός, που χαρακτήριζε την ποίηση του Ρέξροθ, πέρασε και στα κείμενα εκείνων που ακολούθησαν κι έγινε ακόμη εντονότερος στο έργο των όσων απαρτίζουν τη λεγόμενη «γενιά των μπιτ». Οι ποιητές μιλούσαν πλέον προσωπικά, όχι «αντικειμενικά», σύμφωνα με τις επιταγές της Νέας Κριτικής. Είδωλό τους δεν ήταν ο Τ.Σ. Ελιοτ αλλά ο Γουόλτ Γουίτμαν από την Αμερική, ο Ντίλαν Τόμας από τη Βρετανία και η γαλλική πρωτοπορία. Η στάση τους ήταν αναπόφευκτα εχθρική έναντι του ακαδημαϊκού (και πολιτικού) κατεστημένου. Ξεκίνησαν από το περιθώριο αλλά μεταπολεμικά κυριάρχησαν, ιδίως σε ό,τι αφορούσε τους νέους, με αποκορύφωμα τη δεκαετία του 1960.

Μια «ανοιχτή» πόλη

Το Σαν Φρανσίσκο ήταν μια «ανοιχτή» πόλη, όπως και η γύρω περιοχή. Ανοιχτή στα ερεθίσματα που έρχονταν έξω από την Αμερική, ιδίως από τον ισπανόφωνο κόσμο. Ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, ο Σέσαρ Βαγιέχο αλλά αργότερα κι ο Πάμπλο Νερούδα λειτούργησαν ως πρότυπα για εκείνους τους ρέμπελους και εντούτοις ονειρικούς νεαρούς που ήθελαν να «φανούν», δηλαδή να επικοινωνήσουν ευθέως με τον κόσμο χωρίς άλλους διαμεσολαβητές. Σαν τον Ρέξροθ ήταν – και ήθελαν να είναι – παιδιά της πόλης, αλλά μιας πόλης σε αρμονία με τη φύση, μέσα στην οποία βρίσκονται τα μυστικά της ύπαρξης. Ετσι και η ποίησή τους, καθώς και η πρόζα τους, θα έπρεπε να είναι «απτή», όπως κι ο φυσικός κόσμος – δηλαδή σωματική, και άρα ερωτική. Και η υπέρτατη έκφραση του ερωτισμού είναι το σώμα, του/της συντρόφου αλλά και το δικό τους.

Η ερωτική έκρηξη που επακολούθησε και κυριάρχησε στη δεκαετία του 1960, λοιπόν, εδώ έχει την πηγή και τις ρίζες της. Τα εκτενή ποιήματα του Ρέξροθ – και όχι μόνο τα δικά του – θα μπορούσε κανείς να τα εκλάβει σαν πρώιμα ερωτικά και οικολογικά μανιφέστα. Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον ότι τα τελευταία χρόνια τονίζεται αυτό που δεν αποτελούσε παλαιότερα θέμα συζήτησης: πως τις εξεγέρσεις της νεολαίας σε αυτή τη δεκαετία, που άλλαξαν και τον τρόπο σκέψης και ζωής (σε μεγάλο βαθμό και το curriculum των ακαδημαϊκών σπουδών) τις προπαγάνδισαν από τα τέλη της δεκαετίας του 1920 ο Ρέξροθ και οι συν αυτώ. Αναπόφευκτο ήταν να χαρακτηριστεί πατριάρχης, πατέρας ή νονός της Αναγέννησης του Σαν Φρανσίσκο (όπως τον χαρακτήρισε το περιοδικό «Time»).

Οι μποέμ της εποχής

Δεν ήταν όμως μόνο οι ποιητές, συγγραφείς και καλλιτέχνες που δημιούργησαν την Αναγέννηση αυτή. Εξάλλου σχεδόν όλοι δεν ήταν γηγενείς. Ή μετοίκησαν στο Σαν Φρανσίσκο ή πέρασαν από εκεί για μικρό διάστημα. Η ίδια η πόλη έκανε τη διαφορά. Ηταν σχεδόν όσο πολυεθνική και η Νέα Υόρκη και ταυτοχρόνως πολύ ιδιαίτερη. Το Σαν Φρανσίσκο δεν γνώρισε, λόγου χάρη, την ποτοαπαγόρευση. Μπορούσες να κάνεις μια βόλτα στην οδό Μάρκετ και να πάρεις ελεύθερα το ποτό σου στο πρώτο μπαρ που θα συναντούσες. Ηταν επιπλέον μια πόλη φθηνή (ενώ σήμερα είναι πανάκριβη). Πόλη κατάλληλη για να ζήσουν οι μποέμ, γιατί μποεμία και φτώχεια πάνε φυσικά μαζί. Δεν μπορούσες να ζήσεις εδώ ως επαγγελματίας συγγραφέας, ηθοποιός ή μουσικός, επομένως η έκφραση ήταν ζήτημα προσωπικής ανάγκης και ψυχικής και συναισθηματικής πληρότητας.

Στα έργα της Αναγέννησης του Σαν Φρανσίσκο αναπτύσσεται μια κουλτούρα της πόλης ως ανοιχτού πεδίου. Μια σύλληψη ουτοπική, αφού η πόλη θα έπρεπε να συνδυάζεται αρμονικά με τη φύση, όπως την είχε φανταστεί νωρίτερα ο Τόμας Μορ στην Ουτοπία του. Κι αφού το πεδίο είναι ανοιχτό, πραγματικός τόπος και κατοικία για τον μποέμ είναι ο δρόμος, όπου όλα μπορούν να συμβούν, να τα δει κανείς και να τα δοκιμάσει. Η τέχνη έτσι γίνεται μια άλλη πολιτεία μεταμορφώνοντας και την πόλη μέσα στην οποία γεννιέται και την περίοδο της μεγάλης της ακμής και τη χώρα (ως έναν βαθμό και τον κόσμο).

Η κουλτούρα της Απω Ανατολής

Εδώ θα πρέπει να λάβει κανείς σοβαρά υπόψη το ίδιο το οικιστικό περιβάλλον του Σαν Φρανσίσκο. Ιδίως το γεγονός ότι είχε (και έχει ακόμη) δύο μεγάλες συνοικίες κατοίκων που κατάγονταν από την Απω Ανατολή: την Κίνα πρωτίστως και την Ιαπωνία. Η Chinatown της πόλης ήταν μια κοινωνία πολύ διαφορετική και θα έλεγε κανείς σημαντικότερη από τις αντίστοιχες στο Αμστερνταμ ή στη Νέα Υόρκη. Είχε την κουλτούρα της, τα θέατρα και την ποίησή της κι επηρέασε βαθιά τους νεαρούς δημιουργούς – κάτι που δεν συνέβη πουθενά αλλού στον κόσμο με την ίδια ένταση.

Οι ποιητές της εποχής δεν υιοθετούν μόνο το ραψωδικό ύφος του Γουίτμαν αλλά «ανακαλύπτουν» και καθιερώνουν το γιαπωνέζικο χάι κου. Την ποίηση της αρχαίας Κίνας και της Ιαπωνίας δεν την καθιερώνει στη δυτική κουλτούρα ο Εζρα Πάουντ, όπως ακόμη προσπαθούν να μας πείσουν με αυτή την κοινοτοπία, αλλά οι ποιητές της Αναγέννησης του Σαν Φρανσίσκο, πρωτίστως ο ίδιος ο Ρέξροθ με τις μεταφράσεις του και στη συνέχεια ο τελευταίος επιζών της γενιάς των μπιτ (αν θα τον χαρακτηρίζαμε μπιτ, κυρίως ως παράλληλο και διαφορετικό του Γκίνσμπεργκ): ο Γκάρι Σνάιντερ, μια σημαντική μορφή, που δεν είναι δυστυχώς όσο θα έπρεπε γνωστός στη χώρα μας.

Από εδώ ξεκίνησε το ενδιαφέρον για τις ανατολικές φιλοσοφίες: τον βουδισμό, τον ταοϊσμό, το ζεν. Αραγε είναι τυχαίο πως στο Σαν Φρανσίσκο (και στη Δυτική Ακτή γενικότερα) θα συναντήσουμε τις απαρχές του αφηρημένου εξπρεσιονισμού; Αν θέλει κανείς να κάνει έναν παραλληλισμό, οι ζωγράφοι του κινήματος έκαναν κάτι συναφές με τους ζωγράφους του ζεν στην Kίνα και στην Ιαπωνία, οι οποίοι σε στιγμές έκστασης βουτούσαν το κεφάλι στη μελάνη και το έτριβαν στον πίνακα παράγοντας απίστευτα σχήματα. Ο Αλαν Γουότς, ο οποίος θεωρείται ο εισηγητής της αντικουλτούρας και της φιλοσοφίας του βουδισμού και του ταοϊσμού στην Καλιφόρνια, από το 1950, όταν μετακόμισε στην περιοχή, έλεγε πως η Αναγέννηση του Σαν Φρανσίσκο δεν περιορίζεται στην ποίηση, παρά επεκτείνεται και στις υπόλοιπες τέχνες που έχουν στενούς δεσμούς μεταξύ τους κι ανταποκρίνονται σε έναν αντισυμβατικό τρόπο ζωής. Ωστόσο η ποίηση θα παρέμενε η κινητήρια δύναμη.

Αναγέννηση σε δύο φάσεις

Υπάρχουν πλήθος μελέτες και χρονικά που περιγράφουν αυτή την περίοδο. Θα λέγαμε (έστω και σχηματικά) πως η Αναγέννηση του Σαν Φρανσίσκο πέρασε από δύο φάσεις: την πρώτη (όπου πρωταγωνιστεί ο Ρέξροθ), από τη δεκαετία του 1920 ως τα τέλη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, και τη δεύτερη, από τη δεκαετία του 1950 και εξής, όταν εμφανίζεται εντυπωσιακά και καθιερώνεται η γενιά των μπιτ, όπου ο ρόλος του Ρέξροθ εξακολουθεί να είναι καθοριστικός. Τώρα όμως αναδεικνύεται μια άλλη σπουδαία μορφή, ένας θρύλος για τη Δυτική Ακτή – και όχι μόνον: ο Λόρενς Φερλινγκέτι. Αυτός σε μεγάλο βαθμό επέβαλε τους μπιτ (μολονότι δεν θεωρούσε τον εαυτό του μπιτ ποιητή) σε συνεργασία με έναν σπουδαίο εκδοτικό οίκο της Νέας Υόρκης: τις New Directions του Τζέιμς Λόφλιν.

Τον όρο «beat» για το κίνημα τον εισήγαγε το 1948 ο Τζακ Κέρουακ. Στη γλώσσα του υποκόσμου beat είναι ο μικροαπατεώνας, το κλεφτρόνι και ο περιθωριακός γενικότερα: με άλλα λόγια, το μέλος της υποκοινωνίας. Αλλά βέβαια αργότερα η σημασία άλλαξε. Beat είναι αντισυμβατικός, ο ελευθεριακός, ο αντίπαλος κάθε κατεστημένου, δεξιού ή αριστερού. Πάνω σ’ αυτό μπορεί κανείς σήμερα να στήσει την εικόνα των εξεγερμένων νέων της δεκαετίας του 1960.

Ο Ρέξροθ συναντά τον Φερλινγκέτι

Για τη δεύτερη φάση της Αναγέννησης του Σαν Φρανσίσκο μια χρονολογία είναι σημαδιακή: το 1949, όταν ο Φερλινγκέτι συναντά τον Ρέξροθ. Πού αλλού; Στο Παρίσι, που εξακολουθούσε να είναι η πολιτιστική πρωτεύουσα του δυτικού κόσμου. Η επίδραση του «γκουρού» Ρέξροθ πάνω του υπήρξε καθοριστική. Ο Ρέξροθ τον έπεισε να πάει στο Σαν Φρανσίσκο – και εκεί έμεινε ο Φερλινγκέτι ως το τέλος της ζωής του. Oταν έφτασε στην πόλη το 1951, φορούσε γαλλικό μπερέ και μέσα του κυριαρχούσαν οι αναμνήσεις από την παραμονή του στο Παρίσι: οι βόλτες στην αριστερή όχθη του Σηκουάνα με τους πάγκους των βιβλίων και τα φτηνά μικρά βιβλιοπωλεία, η ατμόσφαιρα στο Καρτιέ Λατέν, τα θρυλικά καφενεία.

Το 1953, με τον Πίτερ Ντ. Μάρτιν ίδρυσε το βιβλιοπωλείο City Lights Books. Ηταν το μόνο στις ΗΠΑ που πουλούσε αποκλειστικά βιβλία τσέπης. Οπου μπορούσες να διαλέξεις ένα βιβλίο, να καθίσεις και να το διαβάσεις χωρίς να είσαι υποχρεωμένος να το αγοράσεις. Τα ποιητικά βιβλία κάλυπταν έναν ολόκληρο όροφο.

Το όνομα του βιβλιοπωλείου είναι εμπνευσμένο από την ταινία του Τσάρλι Τσάπλιν «Τα φώτα της πόλης». Δεν άργησε να γίνει και τόπος συνάντησης ποιητών, πεζογράφων, μουσικών και ζωγράφων. Ο Φερλινγκέτι το 1955 ξεκίνησε και τις δικές του εκδόσεις με τίτλο το όνομα του βιβλιοπωλείου. Και βέβαια παρουσίασε πλήθος νεότερων ποιητών (αλλά και πεζογράφων). Αν ανατρέξει κανείς στον σχετικό κατάλογο, εντυπωσιάζεται από το πλήθος των τίτλων, όπως και από την ποικιλία και τη θεματολογία.

Μια ιστορική ανάγνωση

Εκείνη τη χρονιά ένα γεγονός σημάδεψε την παγκόσμια ποίηση: η δημόσια ανάγνωση του Ουρλιαχτού, που έμελλε να είναι το διασημότερο ποίημα του Αλεν Γκίνσμπεργκ. Η ανάγνωση πραγματοποιήθηκε στη Six Gallery, όπου όμως παρουσιάστηκαν (από τον Ρέξροθ) και διάβασαν κι άλλοι τέσσερις σημαντικοί ποιητές της εποχής: ο Φίλιπ Λαμαντία, ο Μάικλ Μακλούρ, ο Γκάρι Σνάντερ και ο Φίλιπ Γουόλεν. Ολοι τους εξέχοντες εκπρόσωποι της Αναγέννησης του Σαν Φρανσίσκο. Από αυτούς μόνον ο Γκάρι Σνάιντερ βρίσκεται στη ζωή.

 

Το Beat Hotel

Στο Παρίσι ως τα τέλη περίπου της δεκαετίας του 1960 υπήρχε κάποιο ξενοδοχείο που ένας από τους γνωστούς πελάτες του, ο οποίος έζησε εκεί για ένα διάστημα, το ονόμασε Beat Hotel. Από εκεί πέρασαν οι διασημότεροι της γενιάς των μπιτ: εκτός από τον Κόρσο, ο Γκίνσμπεργκ, ο Χάρολντ Νορς, ο Γουίλιαμ Μπάροους, που εδώ ολοκλήρωσε το μυθιστόρημά του Γυμνό γεύμα και συνάντησε τον ζωγράφο και συγγραφέα Μπράιεν Γκάιζιν, με τον οποία ανέπτυξαν τη λεγόμενη τεχνική του cut-up, την οποία εφάρμοσε ο Μπάροους στην πεζογραφία του. (Ας σημειώσω εδώ πως το εξώφυλλο του Confound the Wise, του πρώτου βιβλίου που ο Νικόλαος Κάλας έγραψε στα αγγλικά, το φιλοτέχνησε ο Γκάιζιν.)

Θα κλείσω με ένα γεγονός το οποίο πρέπει να θυμόμαστε: το 1972 ο Νάνος Βαλαωρίτης και ο Ντίνος Σιώτης, που αμφότεροι ζούσαν τότε στο Σαν Φρανσίσκο, διοργάνωσαν αντιχουντική εκδήλωση στην πόλη, όπου ο Φερλινγκέτι διάβασε ένα ποίημα, το οποίο έκλεινε με τον στίχο: «eleftheria agapi mou». Στην ίδια εκδήλωση μετείχε και η Ελένη Καζαντζάκη που διάβασε ένα ποίημα του Καζαντζάκη.

Στο επόμενο: Η μεξικανική «αναγέννηση».