Δεν νομίζω ότι υπάρχει άνθρωπος που να μην αντιλαμβάνεται ότι οι σχέσεις με την Τουρκία έχουν μπει σε αβέβαιο και επικίνδυνο μονοπάτι.

Αβέβαιο επειδή διαψεύστηκαν όλες οι βεβαιότητες πάνω στις οποίες είχε στηριχτεί από το 1974 η καλοπροαίρετη ελληνική πολιτική – εξαιρώ τους επαγγελματίες «Τουρκοφάγους»…

Επικίνδυνο επειδή κανείς δεν μπορεί σήμερα να ξέρει πού θα οδηγήσει.

Τον Σεπτέμβριο του 2019 στη Νέα Υόρκη και μετά την πρώτη συνάντησή του με τον Ερντογάν, ο Κ. Μητσοτάκης είχε κάνει την εκτονωτική διαπίστωση πως «με την Τουρκία είχαμε, έχουμε και θα έχουμε προβλήματα».

Η παρατήρηση είναι βασικά σωστή. Αλλά με δύο επιφυλάξεις: δεν είναι τα ίδια προβλήματα και δεν είναι η ίδια Τουρκία.

Η Τουρκία ασκεί πλέον μια πολιτική ισχύος και επιδιώκει να αναδειχθεί σε περιφερειακή δύναμη. Πράγμα που σημαίνει ότι όλα τα προβλήματα (παλιά και καινούργια) περνούν μέσα από αυτή την πολιτική και αυτή την επιδίωξη.

Η παραδοχή είναι θεμελιώδης για να κατανοήσει κανείς τι συμβαίνει στη γειτονιά μας.

Οτι δηλαδή η Τουρκία δεν αντιδρά απλώς σε «κάποιους που συνασπίζονται έχοντας κοινό παρονομαστή την αντιπαλότητα με την Τουρκία» (ανακοίνωση τουρκικού Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας, 2/6). Επιζητεί ρητά και επιθετικά την επιβολή.

Καλώς ή κακώς λοιπόν διαψεύδεται εκ των πραγμάτων μια βασική αντίληψη της ελληνικής πολιτικής.

Οτι δηλαδή ο δρόμος της Τουρκίας είναι η Ευρώπη και ότι διευκολύνοντας τον ευρωπαϊκό δρόμο της Τουρκίας, οι ελληνοτουρκικές διαφορές θα περάσουν φυσιολογικά σε ένα πλαίσιο διαλόγου και διευθέτησης.

Είναι προφανές πως κάτι τέτοιο δεν ισχύει πλέον, αν ίσχυε ποτέ… Οι δρόμοι της Ευρώπης και της Τουρκίας αποκλίνουν, δεν συγκλίνουν. Συνεπώς η ελληνική προσδοκία μιας «εξευρωπαϊσμένης Τουρκίας» αποδεικνύεται αβάσιμη.

Διαψεύδεται όμως και μια δεύτερη βασική αντίληψη της ελληνικής πολιτικής.

Οτι δηλαδή με την Τουρκία μάς χωρίζει μόνο το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας και (εμμέσως) το Κυπριακό.

Το μεν Κυπριακό το χειρίζεται πλέον η Κύπρος, επιτυχώς ή ανεπιτυχώς.

Στη δε υφαλοκρηπίδα έχουν προστεθεί βουνά από τουρκικές διεκδικήσεις παντός είδους, κάτι που καθιστά απαγορευτική μια προσφυγή στη Χάγη.

Καμία ελληνική κυβέρνηση δεν θα δεχτεί να τα βάλει όλα στο τραπέζι. Και καμία τουρκική δεν θα αποδεχτεί μια λύση, η οποία δεν θα επιβεβαιώνει την ισχύ που διεκδικεί.

Στο επίπεδο αυτό η επίκληση του Διεθνούς Δικαίου ελάχιστη ουσιαστική σημασία έχει. Ως γνωστόν, το Διεθνές Δίκαιο δεν διαθέτει κανέναν μηχανισμό επιβολής του, αν δεν συμφωνήσουν και οι δύο πλευρές.

Γι’ αυτό λοιπόν οι συζητήσεις περί Χάγης ή άλλης κατευναστικής λύσης είναι άνευ αντικειμένου.

Χρειάζεται άλλωστε μεγάλη αφέλεια να ισχυρίζεται κανείς ότι «η μέχρι σήμερα εθνική γραμμή έχει αποτύχει παταγωδώς» αλλά υπάρχουν «αμοιβαία συμφέροντες συμβιβασμοί» χωρίς «παραίτηση από νόμιμα εθνικά συμφέροντα» (Σ. Βαλντέν, «ΕφΣυν», 18/5). Πώς θα γίνει αυτό το θαύμα;

Η ωμή διαπίστωση είναι ότι οι ελληνοτουρκικές σχέσεις ορίζονται ίσως για πρώτη φορά τόσο καθαρά από την αντικειμενική πραγματικότητα.

Από μια «αλήθεια των πραγμάτων», την οποία δύσκολα μπορεί κάποιος να παρακάμψει. Ιδίως όταν έχουν διαψευστεί ακόμη και θεμιτές αυταπάτες ή καλοπροαίρετες ψευδαισθήσεις των τελευταίων τριάντα χρόνων.

Το δυσάρεστο είναι η ανησυχία που σχεδόν ομόφωνα εκδηλώνουν όλες οι πολιτικές δυνάμεις από την κυβέρνηση έως τον Τσίπρα και τη Γεννηματά. Δικαίως. Μόνο οι τυφλοί δεν βλέπουν τι συμβαίνει και τι μπορεί να συμβεί ακόμη και μέσα στους επόμενους μήνες.

Το ευχάριστο είναι ότι σε αυτόν τον νεότευκτο αλλά καλοδεχούμενο ρεαλισμό μπορεί να στηριχτεί μια πραγματική εθνική πολιτική, την οποία άλλωστε η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων ήδη συμμερίζεται.

Σχέδιο μίσους
Εχουμε τους διαταραγμένους του Διαδικτύου, όπως εκείνον που έγραψε για τον γιο του Αδ. Γεωργιάδη.
Είχαμε τον πρώην μετακλητό του Μαξίμου στην «Αυγή» που καθημερινά βρίζει, χυδαιολογεί και απειλεί ονομαστικά δημοσιογράφους, τηλεοράσεις και εφημερίδες.
Εμφανίστηκε σύντροφος που διαπιστώνει ότι «επικρατεί το έρεβος μιας αδίστακτης δικτατορίας» και καλεί την αντιπολίτευση «να οργανώσει σχέδιο δράσης».
Τι δράσης; «Να ξεσταυρώσει τα χέρια και να επιστρατεύσει κάθε θεμιτό και αθέμιτο (!) μέσο» κατά διαφόρων δημοσιογράφων που κατονομάζει (Left.gr, 29/5).
Δεν ξέρω αν τους ενώνει κάποια παρανοειδής ψύχωση. Σίγουρα τους συνδέει το μίσος εναντίον των «άλλων».
Ενδεχομένως χρειάζονται απλώς ιατρική φροντίδα, αλλά καλό είναι να έχουν γνώση και οι φύλακες.

Φιλοσοφία και λογική

Εχω την αίσθηση ότι η συζήτηση για την εκπαίδευση αρχίζει να βυθίζεται σε ωκεανούς σουρεαλισμού. Ακούω στη Βουλή ότι είναι «αρνητική εξέλιξη τα αγγλικά στο νηπιαγωγείο». Γιατί; Επειδή «όλοι οι παιδαγωγοί εξηγούν ότι δεν πρέπει το παιδιά στο νηπιαγωγείο να μαθαίνουν άλλη από τη μητρική γλώσσα».
Αντε να το δεχτώ για την οικονομία της συζήτησης.
Αλλά αμέσως μετά ο ίδιος ομιλητής διαμαρτύρεται επειδή «η ΝΔ κατάργησε τη δεύτερη γλώσσα στα νηπιαγωγεία της μειονότητας στη Θράκη». Αυτή η δεύτερη γλώσσα που καταργήθηκε είναι τα τουρκικά (Ν. Φίλης, 1/6).
Δεν ξέρω τι συνέβη στη Θράκη, αλλά μου έμεινε η απορία.
Τελικά τι λένε οι παιδαγωγοί; Επιτρέπονται ή δεν επιτρέπονται δύο γλώσσες στο νηπιαγωγείο;
Διότι, αν επιτρέπονται τα ελληνικά και τα τουρκικά στη Θράκη, τότε δεν καταλαβαίνω γιατί δεν επιτρέπονται τα ελληνικά και τα αγγλικά στην υπόλοιπη επικράτεια!
Εκτός αν το πρόβλημα είναι ειδικά τα αγγλικά.
Διότι στην ίδια συζήτηση διατυπώθηκε ισχυρή ένσταση για τα προπτυχιακά ξενόγλωσσα προγράμματα σπουδών στα πανεπιστήμια που γίνονται στα αγγλικά.
Ο λόγος; Δεν εντάσσονται «στην ακαδημαϊκή λογική, στην πανεπιστημιακή λογική» και στη «φιλοσοφία του δικού μας πανεπιστημίου» (Σία Αναγνωστοπούλου, 1/6).
Ομολογώ ότι πρώτη φορά ακούω πως «τα δικά μας πανεπιστήμια» έχουν κάποια δική τους λογική και φιλοσοφία. Και μάλιστα ότι η φιλοσοφία αυτή αντιτίθεται στα ξενόγλωσσα προγράμματα σπουδών.
Αλλά μεταξύ μας δεν μπορώ να καταλάβω ούτε τη λογική ενός νομοσχεδίου που αποκλείει τους έλληνες φοιτητές από τα ξενόγλωσσα προγράμματα σπουδών.
Δεν καταλαβαίνω δηλαδή γιατί οι έλληνες φοιτητές δεν δικαιούνται να επιλέξουν τη γλώσσα στην οποία θα σπουδάσουν στην Ελλάδα, τη στιγμή που δεκάδες χιλιάδες έλληνες φοιτητές σπουδάζουν στη γλώσσα που θέλουν σε δεκάδες πανεπιστήμια ανά την υφήλιο.
Γενικότερα μου φαίνεται αδιανόητο να συζητούμε την τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα αν τα παιδιά πρέπει να μαθαίνουν αγγλικά από μικρά ή αν μπορούν να σπουδάζουν στα αγγλικά όταν μεγαλώσουν.
Ενδεχομένως «η φιλοσοφία και η λογική» του εκπαιδευτικού μας συστήματος να μην επιτρέπει τέτοια πράγματα. Θα έλεγα κακώς.
Διότι αν το εκπαιδευτικό μας σύστημα δεν μπορεί να ανταποκριθεί στην εποχή του, τότε είναι το σύστημα που οφείλει να προσαρμοστεί. Οχι η εποχή.