Η άγνωστη ιστορία του Λάκη Σάντα
Δέκα χρόνια από τον θάνατο του ανθρώπου που μαζί με τον Μανώλη Γλέζο υπέστειλε τη σβάστικα από την Ακρόπολη – Η συμμετοχή του στην Αντίσταση, οι φυλακίσεις, εξορίες και το «παράσημο» του γέροντα
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Ακριβώς δέκα χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από τότε που ο Απόστολος Σάντας πέρασε στο πάνθεον των αθανάτων («έφυγε» στις 30 Απριλίου 2011), αφήνοντας πίσω του ως παρακαταθήκη όχι μόνο την ηρωική και οικουμενικού συμβολισμού πράξη της υποστολής της σβάστικας από τον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης μαζί με τον Μανώλη Γλέζο, αλλά και τη μετέπειτα αντιστασιακή δράση του κατά του κατακτητή, η οποία είναι λιγότερο γνωστή – το ξήλωμα της χιτλερικής σημαίας από τους δυο 19χρονους φοιτητές επισκίασε τα πάντα.
Ηταν «η απαρχή του αγώνα», όπως θα γράψει ο «Ριζοσπάστης» ανήμερα της 25ης Μαρτίου 1945, αποκαλύπτοντας για πρώτη φορά ποιοι ήταν οι δυο αγωνιστές που ξήλωσαν το σύμβολο του Γ’ Ράιχ από την Ακρόπολη το βράδυ της 30ής προς 31η Μαρτίου 1941. Μέχρι τότε δεν το γνώριζε κανείς! Ο τίτλος του πρωτοσέλιδου κειμένου ήταν «Τα δυο παλληκάρια που το 1941 κατέβασαν από την Ακρόπολη τη σημαία των τυράννων» και στην κοινή φωτογραφία τους η λεζάντα ανέφερε: «Οι ήρωες της σημαίας Μανώλης Γλέζος και Απόστολος Σάντας, και οι δυο μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας».
Και στην «Ελευθερία»
Για το γεγονός θα γράψει την ίδια ημέρα και η εφημερίδα «Ελευθερία» υπό τον τίτλο «Η πρώτη μάχη»: «Ενα τυχαίο περιστατικό, μια ευτυχισμένη σύμπτωση, δίνει στην εφημερίδα τούτη τη δυνατότητα να αποκαλύψει τους αφανείς ήρωες που άρχισαν τον αγώνα της Αντιστάσεως στην Ελλάδα, της Αντιστάσεως εκείνης που μας επιτρέπει να γιορτάζουμε ελεύθεροι πάλι σήμερα. Παραδίδει με την ιερώτερη συγκίνηση τα ονόματά τους στο πανελλήνιο και στην αιώνια τιμή που τους ανήκει: ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΑΝΤΑΣ – ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΓΛΕΖΟΣ».
Τα γεγονότα αφηγήθηκε ο Γλέζος στον «Ριζοσπάστη» και ο Σάντας στην «Ελευθερία». Η παγκόσμια αναγνωρισιμότητα της πράξης τους και ο θαυμασμός θα τους ακολουθούσε για το υπόλοιπο της ζωής τους, αλλά και πέρα από αυτήν. Η σβάστικα βρίσκεται ακόμα θαμμένη στο ξεροπήγαδο στον βράχο της Ακρόπολης, όπου το βράδυ εκείνο την πέταξαν κουλουριασμένη για να αποφύγουν τη σύλληψη. Είναι εκεί που οι αρχαίοι τάιζαν τον Εριχθόνιο, τον μυθικό βασιλιά της Αθήνας που, κατά τη μυθολογία, ήταν μισός άνθρωπος και μισός φίδι…
Η αντιστασιακή δράση
Γεννημένος το 1922 στην Πάτρα με λευκαδίτικη καταγωγή, ο Σάντας εισήχθη στη Νομική Σχολή Αθηνών το 1940, αλλά κατόρθωσε να αποφοιτήσει μετά την απελευθέρωση. Μεσολάβησε η περίοδος της δραστήριας αντιστασιακής του δράσης, καθώς τον άθλο της σημαίας ακολούθησε το βουνό. Το 1942 εντάχθηκε στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ) και λίγο αργότερα στην Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων (ΕΠΟΝ), ενώ το 1943 βγήκε στο βουνό με τον Ελληνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό (ΕΛΑΣ). Συμμετείχε σε πολλές μάχες στην Αιτωλοακαρνανία, στη Φθιώτιδα και στην Αττικοβοιωτία και το 1944 τραυματίστηκε. Ελαβε μέρος στα Δεκεμβριανά, ενώ το 1946 εξορίστηκε στην Ικαρία, το 1947 φυλακίστηκε στην Ψυττάλεια και το 1948 στάλθηκε στη Μακρόνησο. Μετά τα μέσα της δεκαετίας του ’50 διέφυγε στην Ιταλία και ζήτησε άσυλο στον Καναδά, όπου έζησε και εργάστηκε μέχρι το 1962. Την επόμενη χρονιά επέστρεψε στην Ελλάδα, ενώ συνελήφθη κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Εζησε αποφεύγοντας τη δημοσιότητα, αφού, όπως δήλωνε με κάθε ευκαιρία, «την Αντίσταση δεν την κάναμε μόνο εμείς – έχουν σκοτωθεί χιλιάδες παλικάρια, γυναίκες και άνδρες, «ανώνυμοι»».
Εκαψε τα αρχεία
Ο Σάντας δραστηριοποιήθηκε ενεργά μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ Αθήνας και της Πανυπαλληλικής Επιτροπής Αγώνα, που κατόρθωσε να κάψει τα αρχεία του υπουργείου Εργασίας με τις ειδικότητες των τεχνιτών και των μηχανικών που ζητούσαν οι Γερμανοί για να δουλέψουν στα πολεμικά εργοστάσια στη Γερμανία. Συμμετείχε με κάθε τρόπο στις αντιστασιακές δράσεις που ελάμβαναν χώρα στην πρωτεύουσα: από τον παράνομο Τύπο και τον πολύγραφο μέχρι τις κινητοποιήσεις του λαού της Αθήνας και τη συγκέντρωση οπλισμού των Ιταλών μετά την ανακωχή εκ μέρους της φασιστικής Ιταλίας τον Σεπτέμβριο του 1943.
Το αγνό «παράσημο»
Ενα σακί γεμάτο πιστόλια, σφαίρες και χειροβομβίδες που κουβαλούσε στην πλάτη του ο Σάντας άνοιξε στην οδό Μητροπόλεως μπροστά στα παγωμένα βλέμματα των περαστικών και ενός αστυνομικού. «Για μια στιγμή κοκαλώσανε όλοι. Εγώ γύρισα, τους κοίταξα. Δεν μίλησε κανένας, ούτε ο αστυνομικός. Εσκυψα και άρχισα να μαζεύω τα πυρομαχικά και να τα βάζω πίσω στο σακί. (…) Εκείνη τη στιγμή ένας γέρος με κάτασπρα μαλλιά μου λέει: «Γεια σου, παλικάρι μου». Τον κοίταξα, κοίταξα και τον κόσμο γύρω που άκουσε πολύ καλά τι μου είπε ο γέρος και προχώρησα, διέσχισα τον δρόμο και εκτέλεσα την αποστολή μου. Ποτέ δεν ξέχασα αυτό το αγνό «παράσημο», ειπωμένο μέσα από την καρδιά ενός ηλικιωμένου Ελληνα…» εξιστορεί ο ίδιος στο βιβλίο του «Μια νύχτα στην Ακρόπολη…» (εκδόσεις Βιβλιόραμα).

