Η αδυσώπητη μάχη για την «ψυχή» του ΚΚΕ
Η πορεία από τη συγκρότηση του Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου, τον «ιστορικό συμβιβασμό» και τη συμμετοχή στην κυβέρνηση Τζαννετάκη ως τη ρήξη
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Τριάντα χρόνια μετά, το «φάντασμα» της διάσπασης του ΚΚΕ μοιάζει να μην είναι εδώ… Αποτελεί μια μακρινή ανάμνηση για τους πρωταγωνιστές της ταραγμένης εκείνης περιόδου, οι οποίοι με δυσκολία επιθυμούν να την ανασύρουν στη μνήμη τους. Δεν είναι μόνο η απόσταση τριών δεκαετιών και οι κοσμογονικές αλλαγές -οικονομικές, τεχνολογικές και κοινωνικές – που μεσολάβησαν, είναι κυρίως οι πληγές και οι ανεκπλήρωτες προσδοκίες για τους ηττημένους της αναμέτρησης και από την άλλη οι αγωνιώδεις προσπάθειες και οι αντιξοότητες για τους νικητές να στήσουν εκ νέου στα πόδια του το σε μεγάλο βαθμό αποδεκατισμένο κόμμα σε μια φάση ιστορικής ήττας του «υπαρκτού σοσιαλισμού».
Στην πραγματικότητα δεν συγκρούστηκαν μόνο δύο αντίπαλα εσωκομματικά στρατόπεδα, αλλά δύο «κόσμοι», δύο διαφορετικές αντιλήψεις για τον χαρακτήρα, τη φυσιογνωμία και τον ρόλο που καλούνταν να διαδραματίσει στη συγκεκριμένη ιστορική καμπή το ΚΚΕ. Γι’ αυτό και η διαμάχη ήταν αδυσώπητη ξεπερνώντας κάθε προηγούμενο στην πολυκύμαντη και διάσπαρτη με συγκρούσεις και διασπάσεις ιστορία του κόμματος της κομμουνιστικής Αριστεράς.
Ανανέωση ή στασιμότητα
Μπορεί το ΚΚΕ να διχάστηκε μετά την αποκαθήλωση του Νίκου Ζαχαριάδη το 1956, μπορεί να διασπάστηκε το 1968 αποκτώντας «στα δεξιά» του ένα εν δυνάμει αντίπαλο δέος, το ΚΚΕ Εσωτερικού, ως φορέα των ιδεών του «ευρωκομμουνισμού» και της αμφισβήτησης του μοντέλου εξάρτησης από τη Μόσχα, όμως ουδέποτε είχε απειληθεί τόσο απόλυτα η ύπαρξή του. Ο άνεμος της «περεστρόικα» και της «γκλάσνοστ», η πτώση του Τείχους του Βερολίνου, οι ανατροπές στο εσωτερικό του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, σάρωναν την υφήλιο και μαζί τα κομμουνιστικά κόμματα της Δύσης. Το κύμα αυτό αναπόφευκτα θα επηρέαζε και το ΚΚΕ, το οποίο θα έπρεπε να δώσει τη δική του απάντηση στις προκλήσεις των καιρών. Το δίλημμα-κλισέ της εποχής ήταν: ανανέωση ή στασιμότητα;
Στο ΚΚΕ δεν ανέμεναν τις σαρωτικές αλλαγές στην ΕΣΣΔ και στο «ανατολικό μπλοκ» για να εκκινήσει μια προσπάθεια «ανοιγμάτων» και «υπερβάσεων». Καταλυτική στην πορεία αυτή ήταν η άνοδος στην εξουσία του ΠαΣοΚ του Ανδρέα Παπανδρέου το 1981 που εισέβαλε δυναμικά στο παιχνίδι οικειοποιούμενο ακόμα και συνθήματα της Αριστεράς («ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο», «Οχι στην ΕΟΚ των μονοπωλίων» κ.λπ.).
Το ΠαΣοΚ και η ιδέα της ενότητας
Από το 1982 (11ο Συνέδριο) διατυπώνονταν στο εσωτερικό του ΚΚΕ απόψεις για συνεργασία με το ΠαΣοΚ, ενώ από τα μέσα της δεκαετίας του ’80, όταν στον Περισσό άρχισαν να αντιλαμβάνονται το μέγεθος της «στροφής» που υλοποιούσε το ΠαΣοΚ, άρχισε να «ζυμώνεται» η ιδέα περί «ενότητας της Αριστεράς» ώστε να διαμορφωθούν οι συνθήκες συγκρότησης ενός τρίτου πόλου που θα έμπαινε «σφήνα» στον παραδοσιακό δικομματισμό ΠαΣοΚ-ΝΔ.
Το 12ο Συνέδριο του ΚΚΕ (1987) κάνει ένα καθοριστικό βήμα προς την κατεύθυνση αυτή ανοίγοντας τον δρόμο για τη συγκρότηση του Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου (1989) που κατέστη δυνατός μετά τη σύγκλιση ΚΚΕ – ΕΑΡ (διαδόχου σχήματος του ΚΚΕ Εσωτερικού, η δημιουργία του οποίου βοήθησε να υπερπηδηθεί και το εμπόδιο του ονόματος που δίχαζε από το ’68 τα δύο ΚΚ) στο πλαίσιο του «Κοινού Πορίσματος» που συντάχθηκε από τις δύο πλευρές.
Είχε προηγηθεί ένα έντονο παρασκήνιο επαφών και διεργασιών με πρωτεργάτη τον Μίμη Ανδρουλάκη, ανώτατο στέλεχος τότε του ΚΚΕ, με τις «ευλογίες» του Χαρίλαου Φλωράκη, ιστορικού ηγέτη του κόμματος (οι πρώτες μυστικές συναντήσεις του κ. Ανδρουλάκη με τον Λεωνίδα Κύρκο γίνονταν στο σπίτι του Πέτρου Κουναλάκη και όταν εμπεδώθηκε το κλίμα εμπιστοσύνης ανάμεσά τους στο σπίτι του ηγέτη της Ανανεωτικής Αριστεράς στα Εξάρχεια). Οπως έχει πει ο κ. Ανδρουλάκης, στο «Κοινό Πόρισμα» αποτυπωνόταν μια «συνισταμένη αριστερής σοσιαλδημοκρατίας με προγραμματική κατεύθυνση».
Ο «ιστορικός συμβιβασμός»
Το σκάνδαλο Κοσκωτά και η φθορά της διακυβέρνησης του ΠαΣοΚ έφεραν – ελέω εκλογικού νόμου – τον ΣΥΝ ενώπιον της πρόκλησης της συγκυβέρνησης με τη ΝΔ του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη στις εκλογές του Ιουνίου 1989. Ο «ιστορικός συμβιβασμός» άνοιξε τον ασκό του Αιόλου προκαλώντας μεγάλες αναταράξεις. Ο βουλευτής του κόμματος Κώστας Κάππος δεν ψηφίζει τις προγραμματικές δηλώσεις της συγκυβέρνησης Τζαννετάκη και ο «θεωρητικός» του ΚΚΕ Νίκος Κοτζιάς, κατοπινός υπουργός Εξωτερικών του ΣΥΡΙΖΑ, διαφωνεί ανοιχτά και αποχωρεί από την Κεντρική Επιτροπή. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου το ρήγμα μεγαλώνει με την ανταρσία της ΚΝΕ υπό τον Γιώργο Γράψα, στη θέση του οποίου ο Περισσός τοποθετεί τον Τάκη Θεοδωρικάκο (τον μέχρι πρότινος υπουργό Εσωτερικών της κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη), ενώ πριν και μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου 1989 αποχωρεί από το ΚΚΕ πλειάδα στελεχών της Κεντρικής Επιτροπής της αντιδικτατορικής γενιάς που ασκούσαν σφοδρή κριτική για «δεξιά παρέκκλιση» και διολίσθηση του ΚΚΕ προς το αστικό πολιτικό σύστημα (μεταξύ αυτών οι Νάντια Βαλαβάνη, μετέπειτα υπουργός του ΣΥΡΙΖΑ, Αγγελος Χάγιος, Θανάσης Σκαμνάκης, Δήμος Τσακνιάς, Γιώργος Μανιάτης, Σήφης Καυκαλάς, Γιώργος Σταματάκης, ο ευρωβουλευτής Δημήτρης Δεσύλλας κ.ά.).
Απειλούνταν τα «ιερά και όσια»
Από τις εκλογές του Νοεμβρίου 1989 θα προκύψει η οικουμενική κυβέρνηση ΝΔ-ΠαΣοΚ-ΣΥΝ υπό τον Ξενοφώντα Ζολώτα, η οποία λίγους μήνες μετά θα καταρρεύσει με την επίκληση της αδυναμίας εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας και η χώρα θα οδηγηθεί σε νέες εκλογές τον Απρίλιο του 1990 αναδεικνύοντας τη ΝΔ στην κυβέρνηση και τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη πρωθυπουργό – ο μεγάλος νικητής της συγκυβέρνησης με την Αριστερά μέσω της οποίας είχε κατορθώσει έστω και πρόσκαιρα να απομονώσει το ΠαΣοΚ.
Υπό την πίεση των γεγονότων και με «όχημα» τον Συνασπισμό, οι «ανανεωτικές» δυνάμεις εντός του ΚΚΕ, έχοντας με το μέρος τους τον σαρωτικό άνεμο που έπνεε στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, αναζητούσαν τη νέα ταυτότητα του κόμματος. Ωστόσο οι ανατροπές στο σοσιαλιστικό στρατόπεδο ενεργοποιούσαν και αντίρροπες τάσεις. Η «παλαιά φρουρά» του κόμματος έβλεπε να καταρρέουν τα οράματα και οι προσδοκίες των γενεών που γαλουχήθηκαν με τα ιδανικά της Οκτωβριανής Επανάστασης και της νίκης του σοσιαλισμού, για τα οποία πάλεψαν και διώχθηκαν.
Και μαζί με τα ιδανικά αυτά έβλεπαν να απειλούνται τα «ιερά και τα όσια» του κόμματος, τα σύμβολα και τα «εικονίσματά» του – «Υπήρξες Λούθηρος χωρίς να το γνωρίζεις» είχε πει χαρακτηριστικά ο κ. Ανδρουλάκης στον Χαρίλαο Φλωράκη σε μια φορτισμένη συνεδρίαση (Ιούνιος 1990) όπου επισημοποιήθηκε η διάσταση και οι αντιμαχόμενες πλευρές πήραν θέσεις μάχης.
Οι συσκέψεις στην ταβέρνα «Λοκάντα»
Η εσωκομματική διαπάλη έλαβε ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Από τη μια αμφισβητούνταν ο χαρακτήρας του ΚΚΕ και από την άλλη θεοποιούνταν ο ρόλος του Συνασπισμού που οι «ανανεωτικοί» θα ήθελαν να μετεξελιχθεί σε ενιαίο κόμμα μέσα στο οποίο ουσιαστικά θα διαχέονταν οι δυνάμεις του κόμματος.
Η εσωκομματική ατμόσφαιρα αποκτούσε ολοένα και περισσότερο στοιχεία ακραίας πόλωσης από την κορυφή ως τη βάση του κόμματος, διχάζοντας τα στελέχη και τα μέλη του. Οι φράξιες και οι ομαδοποιήσεις ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο και η μάχη για την επικράτηση στο πεδίο των εσωτερικών συσχετισμών – από τις απλές οργανώσεις έως την Κεντρική Επιτροπή και το Πολιτικό Γραφείο – ήταν πρωτόγνωρη.
Οι συσκέψεις της «φράξιας» των «ανανεωτικών» γίνονταν κατά βάση σε δύο μέρη – στο πατρικό σπίτι του Γιώργου Παπαπέτρου, στελέχους της αντιδικτατορικής γενιάς, στην πλατεία Αμερικής και στην ταβέρνα «Λοκάντα».
Ο κ. Ανδρουλάκης, ο Παναγιώτης Λαφαζάνης, εκ των πρωταγωνιστών του «ανανεωτικού» εγχειρήματος, ο Θανάσης Καρτερός, «άνθρωπος» του Γρηγόρη Φαράκου που είχε διαδεχθεί το 1989 τον Φλωράκη στη θέση του γενικού γραμματέα του κόμματος και είχε συνταχθεί με τους «ανανεωτικούς» ερχόμενος σε ρήξη με τη γενιά του, ο Δημήτρης Καραγκουλές, οργανωτικός παράγοντας της πτέρυγας, η Μαρία Δαμανάκη, βουλευτής και ηγετική προσωπικότητα του Συνασπισμού, ο ευρωβουλευτής Αλέκος Αλαβάνος, ο κ. Παπαπέτρου κ.ά. ήταν μεταξύ των επισκεπτών της πατρικής οικίας. Ο τελευταίος έχει διηγηθεί το εξής περιστατικό: πριν από το 13ο Συνέδριο είχε οριστεί σύσκεψη των «ανανεωτικών» μελών της ΚΕ, όμως ο ίδιος καθυστέρησε να φτάσει – έσκασε το λάστιχο του αυτοκινήτου του – και οι συγκεντρωμένοι περίμεναν απ’ έξω, χωρίς να υπολογίσουν ότι από το απέναντι σπίτι, όπου είχε τα γραφεία του το παράρτημα του Συνδικάτου Οικοδόμων, κάποιο μέλος του ΚΚΕ θα ενημέρωνε τον Περισσό! Αυτές όμως που έγραψαν ιστορία ήταν οι συσκέψεις της «φράξιας» στη «Λοκάντα». Παραμονές του συνεδρίου συγκεντρώθηκαν πάνω από 100 «ανανεωτικοί» για να δουν πώς θα κερδίσουν τη μεγάλη μάχη.
Ο βιογράφος του Χαρίλαου Φλωράκη, Χρήστος Θεοχαράτος, περιγράφοντας το όργιο του φραξιονισμού που επικρατούσε, έχει αναφερθεί – χωρίς να τον κατονομάσει – στον «διπλοπρόσωπο παράγοντα» που μετέφερε στον Περισσό όσα συζητούσαν στη «Λοκάντα» και στους «ανανεωτικούς» όσα αποφάσιζαν στον Περισσό (άνθρωποι που έζησαν τα γεγονότα εικάζουν ότι πρόκειται για επιχειρηματία το όνομα του οποίου έχει έλθει εσχάτως στην επικαιρότητα).
«Με τον Χαρίλαο δίπλα μας»
Είναι ενδεικτικό ότι για ισχυρές παρουσίες του χώρου των «μεταρρυθμιστών», όπως ο κ. Καρτερός, το ζητούμενο ήταν η ανανέωση του κόμματος και όχι η διάχυσή του στον ΣΥΝ και θα ήθελαν να κερδηθεί το συνέδριο «αλλά με τον Χαρίλαο δίπλα μας», όπως έχει πει ο Γιάννης Δραγασάκης. Ο καθοριστικός παράγοντας για την έκβαση της διαμάχης δεν ήταν άλλος από τον ιστορικό ηγέτη του κόμματος, εκφραστή της «παλαιάς φρουράς», ο οποίος αν και είχε συνταχθεί και διαδραματίσει ενεργό ρόλο υπέρ της διατήρησης των συμβόλων παίρνοντας τα βουνά και τα λαγκάδια προκειμένου να μην «αλωθεί» το κόμμα από τους «ανανεωτικούς», ήθελε να αποσοβηθεί το μοιραίο.
Γι’ αυτό και παραμονές του συνεδρίου οι κ.κ. Ανδρουλάκης και Λαφαζάνης τον επισκέφθηκαν στο σπίτι του στην οδό Πυθίας 6 στο Χαλάνδρι. Η συζήτηση τράβηξε μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. Ο Φλωράκης τούς προσέφερε λίγο αρνάκι ψητό, σπανακόπιτα και κρασί Μεσενικόλα της γενέτειράς του Καρδίτσας. Στόχος τους ήταν να βρεθεί μια μεταβατική συμβιβαστική λύση, είτε στο πρόσωπο του ίδιου, είτε σε κάποιο πρόσωπο κοινής αποδοχής για τη θέση του γραμματέα. Ο ίδιος προβληματίστηκε και υποσχέθηκε να θέσει το θέμα στην «παλαιά φρουρά». Ωστόσο η αντίδραση ήταν κάθετη – «Ο κοντός πάλι θέλει να σε ρίξει» του είπαν. Ακόμα και άλλες σκέψεις, όπως του Μήτσου Κωστόπουλου για τριμελή μεταβατική γραμματεία, είχαν απορριφθεί. Ετσι, προκρίθηκε ο δρόμος των καθαρών λύσεων.
Οι «ανανεωτικοί» στο περιθώριο
Οι «ανανεωτικοί» θεωρούσαν ότι ελέγχουν το συνέδριο με τους εκλεγμένους αντιπροσώπους τους. Το 13ο Συνέδριο συνήλθε στις 19-24 Φεβρουαρίου 1991 στην κλειστή αίθουσα του Ολυμπιακού Σταδίου σε εξαιρετικά βαρύ και φορτισμένο κλίμα, παρά την πανηγυρική ατμόσφαιρα που είχε η έναρξή του παρουσία του τότε πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Μητσοτάκη (έμελλε να είναι ο πρώτος και ο τελευταίος έλληνας πρωθυπουργός που παραβρέθηκε σε συνέδριο του ΚΚΕ), εκπροσώπων όλων των κομμάτων, ακόμα και του τότε αμερικανού πρεσβευτή Μάικλ Σωτήρχου, γεγονός πρωτοφανές για τα δεδομένα του κόμματος. Τα φώτα της δημοσιότητας ήταν στραμμένα στις εξελίξεις στο ΚΚΕ. Η σύγκρουση μηχανισμών για τον έλεγχο του ΚΚΕ ήταν ανελέητη. Από τα 111 μέλη της Κεντρικής Επιτροπής που εξελέγησαν, τα 58 ανήκαν στη «συντηρητική» πτέρυγα και τα 53 στους «ανανεωτικούς», ενώ στη συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής για την εκλογή του νέου γενικού γραμματέα, επί 110 παρόντων η πρόταση του Χαρίλαου Φλωράκη για την Αλέκα Παπαρήγα – που σόκαρε τους «ανανεωτικούς» – συγκέντρωσε 57 ψήφους έναντι 53 που έλαβε η αντίπαλη πρόταση για τον κ. Δραγασάκη.
Οι «ανανεωτικοί» εμφανίστηκαν χωρίς συνοχή, έκαναν λάθη και υπήρξαν ακρότητες – σύνεδροι από τη Θεσσαλονίκη αποχώρησαν πριν από την ψηφοφορία, ενώ ο κ. Αλαβάνος αιφνιδίασε το «στρατόπεδό» του αρνούμενος να είναι υποψήφιος για την Κεντρική Επιτροπή, κάτι που λειτούργησε καταλυτικά στο «ηθικό» της πτέρυγας.
Οι «συντηρητικοί» εκμεταλλευόμενοι τα λάθη των «αντιπάλων» και έχοντας εξασφαλίσει συνέδρους ακόμα και από τις οργανώσεις που υπήρχαν στην πολιτική προσφυγιά κέρδισαν το συνέδριο. Η διάσπαση ολοκληρώθηκε λίγους μήνες μετά, αφού οι «ανανεωτικοί» τέθηκαν σταδιακά στο περιθώριο αναζητώντας την τύχη τους στον Συνασπισμό, από τον οποίο το ΚΚΕ απέσυρε τις δυνάμεις του ξεκινώντας την αναστήλωσή του αφού είχε απολέσει το μισό κόμμα και την πιο καταρτισμένη και δυναμική φουρνιά στελεχών.
Δεν θεωρούσαν όλοι ότι η διάσπαση ήταν νομοτελειακή εξέλιξη
Αν για την πλευρά των «συντηρητικών» τα πράγματα ήταν πιο σαφή – διατήρηση των αρχών του μαρξισμού – λενινισμού και των κομμουνιστικών χαρακτηριστικών του κόμματος -, για τους «ανανεωτικούς», πέραν του γενικού πλαισίου που αφορούσε τη μεταρρύθμιση και τον εκδημοκρατισμό του ΚΚΕ, υπήρχαν διαφορετικές στρατηγικές, έλλειψη συνοχής. Δεν θεωρούσαν όλοι ότι η διάσπαση ήταν νομοτελειακή εξέλιξη. Ακόμα και οι πρωτεργάτες της «υπέρβασης» πίστευαν ότι έπρεπε να αποφευχθεί το ρήγμα, καθώς πίστευαν ότι δεδομένων των αλλαγών στην ΕΣΣΔ θα συντελούνταν σταδιακά και ο μετασχηματισμός του ΚΚΕ, ενώ παράλληλα η πρωτοβουλία των κινήσεων θα ανήκε στον Συνασπισμό. Η απόφαση που είχε ήδη ληφθεί από τις αρχές του 1990 ερήμην του ΚΚΕ για μετατροπή του σε ενιαίο (πολυτασικό) κόμμα, από συμπαράταξη κομμάτων που ήταν, είχε χαρακτηριστεί ακόμα και από τους ένθερμους θιασώτες της «ανανέωσης», όπως ο κ. Ανδρουλάκης, λανθασμένη, διότι ενεργοποίησε τα κομματικά αντανακλαστικά υπέρ της διάσωσης του ΚΚΕ.

