Είχε κόσµο στο σουπερµάρκετ, κυρίως µεγάλους σε ηλικία ανθρώπους. «Σήµερα είναι η µέρα που µπήκαν οι συντάξεις και ήρθαν να ψωνίσουν όλα τα γεροντάκια» είπε µια ταµίας. Συνέχισα να στέκοµαι στην ουρά, όταν ετέρα ταµίας ακούστηκε να λέει δυνατά: «Δεν το πιστεύω αυτό που µου συµβαίνει! Δεν το πιστεύω!». Μπροστά της µια γιαγιά µε µια χρεωστική κάρτα στο χέρι κοιτούσε αµήχανη. Ολα τα βλέµµατα πάνω της. Η ταµίας δαγκώθηκε, µετανιώνοντας εµφανώς για την αυθόρµητη αντίδρασή της, και της είπε χαµηλόφωνα: «Μη στενoχωριέστε, περιµένετε να το ξανατσεκάρουµε».
Ημουν κοντά και μπορούσα να ακούσω και να παρακολουθήσω τα πάντα: Η πελάτισσα, σίγουρη πως η σύνταξή της είχε μπει στην τράπεζα, είχε γεμίσει μέχρι πάνω το καρότσι της. Η ταμίας, προσπαθώντας να τραβήξει από την κάρτα τής πελάτισσας τα χρήματα, διαπίστωσε πως το ταμείο ήταν μείον. Ενας κύριος που επίσης περίμενε εξήγησε πως «η… τάδε τράπεζα δεν έβαλε ακόμη συντάξεις, γι’ αυτό δεν βλέπετε λεφτά. Μάλλον θα φανούν ως το απόγευμα». Την ίδια στιγμή η ταμίας συνειδητοποίησε πως έπρεπε να ξεχρεώσει και να επιστρέψει πίσω, στα ράφια και στα ψυγεία, ένα σωρό πράγματα, από απορρυπαντικά έως κατεψυγμένες πίτες και από γιαούρτια έως φρεσκοκομμένα αλλαντικά και τυριά. «Χίλια συγγνώμη, κορίτσι μου, αλλά δεν έχω μετρητά» είπε η γιαγιά που, ήταν εμφανές, ήθελε να ανοίξει η γη και να την καταπιεί. «Δεν φταίτε εσείς» απάντησε η ταμίας προσπαθώντας να ακουστεί ευγενική, αλλά και με τον εκνευρισμό εμφανή στη φωνή της. Ανθρώπινες αντιδράσεις.
Ηταν η στιγμή που περνάνε από το μυαλό σου πολλές σκέψεις: Πώς μας κατάντησε έτσι η κρίση, πόσο δύσκολα περνάνε οι ηλικιωμένοι με τις περικοπές που τους έκαναν, πρέπει πάντα να έχεις λίγα μετρητά στην άκρη, μήπως να προτείνω να πληρώσω εγώ τα ψώνια της κυρίας, μπορεί όμως έτσι να την προσβάλω… Και πώς να το προτείνεις; Δεν είναι ωραίο να βγαίνεις μέσα σε τόσο κόσμο και να κάνεις τον φιλάνθρωπο. Είναι όμως ωραίο να αφήνεις μια γυναίκα να φεύγει χωρίς μια φραντζόλα ψωμί; Στο μεταξύ, η γυναίκα είχε φύγει. Και η ταμίας είχε αρχίσει να «διορθώνει» το μπάχαλο, να επιστρέφει τα ψώνια κλείνοντας το ταμείο της και παραπέμποντάς μας στα διπλανά.
Βρέθηκα να περιμένω σε μια ουρά πολύ μεγαλύτερη από την ουρά που είχε δημιουργήσει η γιαγιά με το άδειο πορτοφόλι. Το «δύο σε ένα» απορρυπαντικό βάραινε το χέρι μου, περισσότερο όμως με βάραινε η αίσθηση θλίψης που είχε σκορπίσει στην ατμόσφαιρα η δημόσια ταπείνωσή της. Σκέφτηκα πως ίσως σε λίγο να διηγούνταν στο παιδί της, στο εγγόνι της, σε κάποιον πολύ δικό της την περιπέτειά της και εκείνος να αναλάμβανε να γεμίσει το ψυγείο της – επειδή μπορεί – ώσπου να κατατεθεί η σύνταξη στον λογαριασμό της. Αυτό ήταν το αισιόδοξο σενάριο.