«H τζαζ είχε πάντα κοινό στην Ελλάδα»
H soul-jazz ερμηνεύτρια και τραγουδοποιός μιλάει για τη διεθνή αναγνώριση, τις προκλήσεις της σύγχρονης μουσικής βιομηχανίας και τις ανησυχίες της για την πανδημία
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Μεγάλωσε στο Μεσολόγγι. Στο σπίτι της πάντα ακουγόταν μουσική. Ο πατέρας της έπαιζε τρομπόνι σε μπάντες και όταν μεγάλωσε την έπαιρνε μαζί του στις χορωδίες. Η Εύα Σακελλάρη επέλεξε τελικά τον δρόμο της soul και της τζαζ μουσικής. Το τελευταίο της single «Αfraid», το οποίο ξεχωρίζει με τον groovy ρυθμό του, αυτή τη στιγμή γνωρίζει διεθνή αποδοχή, καθώς συμπεριλαμβάνεται σε εννέα ξένες συλλογές.
«Το τραγούδι δημιουργήθηκε όταν «παίζαμε» με κάποιες ιδέες στο στούντιο με τον εξαιρετικό Δημήτρη Νάσσιο, ο οποίος έγραψε τη μουσική και υπογράφει την παραγωγή» αναφέρει η Εύα Σακελλάρη μιλώντας στο «Βήμα». Η ίδια βρίσκεται πίσω από τους στίχους. «Γεννήθηκαν ένα βράδυ όταν αφέθηκα στη σκέψη μιας ζωής χωρίς τον αγαπημένο μου. Οφείλω να ομολογήσω ότι ήταν μια σκέψη τρομακτική» αναφέρει και ξεδιπλώνει το μουσικό της σύμπαν.
Κυρία Σακελλάρη, πώς ένα κορίτσι που μεγαλώνει στο Μεσολόγγι αγκαλιάζει τη soul-τζαζ μουσική;
«Από τη μία, ήταν η ανάγκη μου να ξεφύγω από τα στενά όρια ενός μικρού μέρους. Μοιραία, στράφηκα σε κάτι που δεν έβρισκες εύκολα σε μια επαρχιακή πόλη. Από την άλλη, το Μεσολόγγι είναι ένα πολύ ρομαντικό και μελαγχολικό μέρος με άγρια ομορφιά. Νομίζω ότι μεγαλώνοντας εκεί, απέκτησα μια ροπή προς το ρομαντικό και το μελαγχολικό στοιχείο – και η soul και η τζαζ είναι άκρως ρομαντικά είδη μουσικής».
Το τραγούδι σας «Αfraid» αυτή τη στιγμή συμπεριλαμβάνεται σε εννέα ξένες συλλογές. Αντίστοιχη διεθνή πορεία είχε πέρυσι και η διασκευή σας στο τραγούδι «Move over» της Τζάνις Λιν Τζόπλιν. Πόσο εύκολο είναι για μια ελληνίδα ερμηνεύτρια να διακριθεί στο εξωτερικό;
«Δεν μπορώ να πω ότι είναι εύκολο. Δυστυχώς, όλα πρέπει να τα «τρέχει» κανείς μόνος του, και όπως καταλαβαίνετε, αυτό είναι πραγματικά πολύ δύσκολο, τόσο γιατί είναι τεράστιος ο όγκος αυτής της δουλειάς, όσο και επειδή πολλά πράγματα είναι πιθανό να μη γνωρίζει πώς λειτουργούν ένας καλλιτέχνης. Εγώ προσωπικά είχα τεράστια βοήθεια από τη δισκογραφική μου εταιρεία InsideOut Music και τον φίλο και ιδιοκτήτη της Κυπριανό Γκρέγκορι, ο οποίος έχει πιστέψει σε εμένα και με βοηθάει με όλες του τις δυνάμεις».
Αλήθεια, πώς οι ξένες δισκογραφικές εταιρείες «ανακάλυψαν» αυτό το κομμάτι σας;
«Μέσω της InsideOut Music, τo «Afraid», όπως και το προηγούμενο single μου, «Move Over», έχει κυκλοφορήσει σε πάνω από 240 χώρες σε όλον τον κόσμο. Κάποιες δισκογραφικές εταιρείες που ασχολούνται με παγκόσμιες συλλογές το «δειγμάτισαν» και ζήτησαν να το συμπεριλάβουν σε κάποιες από τις συλλογές τους. Εννοείται πως συμφωνήσαμε και έτσι φτάσαμε σε όλες αυτές τις κυκλοφορίες».
Εχετε σκεφτεί ποτέ να φύγετε από την Ελλάδα;
«Φυσικά και το έχω σκεφτεί! Αυτό που με κρατάει προς το παρόν είναι η αγάπη για την Ελλάδα αλλά και τα αγαπημένα μου πρόσωπα. Αν αλλάξουν κάποια πράγματα ή αν έχω κάποια καλή πρόταση για το εξωτερικό, πιθανότατα θα φύγω».
Πιστεύετε ότι η τζαζ, η soul μουσική αποκτά κοινό τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας; Υπάρχει μια νέα σκηνή που δημιουργείται;
«Οσον αφορά τη soul μουσική, πιστεύω πως ναι. Υπάρχουν αρκετοί νεότεροι καλλιτέχνες, όπως για παράδειγμα η Τζος Στόουν ή η Εϊμι Γουαϊνχάουζ, οι οποίοι έφεραν ξανά τη soul στο προσκήνιο στο εξωτερικό, με αποτέλεσμα να επηρεάσουν τα πράγματα και εδώ. Η τζαζ πάντα είχε το δικό της κοινό στην Ελλάδα, απλώς ήταν αρκετά περιορισμένο μέχρι πρόσφατα, κάτι που έχει αρχίσει να αλλάζει επίσης, ευτυχώς».
Θεωρείτε ότι λειτουργεί περιοριστικά το γεγονός ότι έχετε επιλέξει να εκφράζεστε μέσα από αγγλικό στίχο;
«Από εμπορικής πλευράς σίγουρα είναι περιοριστικό. Στην Ελλάδα ζούμε, είναι φυσικό ο κόσμος να προτιμά περισσότερο ακούσματα στη μητρική του γλώσσα. Από πλευράς καλλιτεχνικής έκφρασης όμως, δεν είναι καθόλου περιοριστικό. Αντιθέτως, θα έλεγα ότι προέκυψε για μένα αβίαστα και σχεδόν χωρίς να το καταλάβω. Αγαπώ την ελληνική μουσική, έχω γράψει και ελληνικό τραγούδι – δεν το έχω ηχογραφήσει – τραγουδάω ελληνικά κομμάτια κάποιες φορές, απλώς τα μουσικά είδη που με εκφράζουν καλύτερα έχουν αγγλικό στίχο».
Τα κρούσματα της COVID-19 συνεχώς αυξάνονται. Ποιες είναι οι προβλέψεις σας για τον χειμώνα; Φοβάστε μήπως οι μουσικές σκηνές δεν λειτουργήσουν;
«Υπάρχει αυτός ο φόβος, ναι. Θέλω όμως να ελπίζω ότι δεν θα φτάσει εκεί η κατάσταση και ότι θα καταφέρουμε να σταματήσουμε την εξάπλωση του ιού. Σε κάθε περίπτωση, κάποια πράγματα που είναι συνυφασμένα με τη ζωή δεν σταματάνε – και η μουσική είναι ένα από αυτά. Πιστεύω ότι θα βρεθεί τρόπος».
Θεωρείτε ότι η στήριξη της πολιτείας προς τους ανθρώπους της τέχνης αυτή την περίοδο ήταν ουσιαστική;
«Αν και έγιναν κάποιες προσπάθειες, πιστεύω πως δεν ήταν αρκετές. Ο χώρος της τέχνης πάντα ήταν ο «φτωχός συγγενής», πάντα ήταν απροστάτευτος και ευάλωτος και η πανδημία ανέτρεψε κυριολεκτικά τα πάντα. Οι περισσότεροι άνθρωποι του χώρου είναι εντελώς στον αέρα εδώ και μήνες και χωρίς καμιά υπερβολή παλεύουν για τη ζωή τους. Χρειάζονται πολύ περισσότερα!».
Πόσο δύσκολο είναι να ασχολείσαι με την τέχνη στην Ελλάδα του 2020;
«Εξαιρετικά δύσκολο – σε βαθμό που μερικές φορές φαντάζει ακατόρθωτο. Και δεν είναι μόνο οι πρακτικές δυσκολίες (π.χ. νομοθεσία, εργασιακές συνθήκες κ.λπ.), ούτε καν οι συνθήκες που έφερε η πανδημία. Είναι και αυτή η γενικευμένη αντίληψη που πρεσβεύει ότι η τέχνη γενικά είναι μια πολυτέλεια. Πρόκειται για μια νοοτροπία που κυριαρχεί σε μεγάλο μέρος της κοινωνίας και μοιραία οδηγεί στην απαξίωση της καλλιτεχνικής δημιουργίας».
H ψηφιακή εποχή που ζούμε πιστεύετε ότι έχει κάνει καλό στη μουσική βιομηχανία; Την έχει εκδημοκρατίσει σε έναν βαθμό, με την έννοια ότι πλέον ανοίγονται για τον καλλιτέχνη απευθείας δίαυλοι επικοινωνίας με το κοινό χωρίς διαμεσολαβητές;
«Μάλλον το αντίθετο έχει συμβεί: έχει δυσκολέψει τα πράγματα πάρα πολύ. Και αυτό γιατί η μουσική βιομηχανία έχει σταματήσει πλέον να επενδύει στους καλλιτέχνες, με αποτέλεσμα να χρειάζεται να παλέψουν μόνοι τους με όλα τα υπόλοιπα πλην της δημιουργίας: παραγωγή, σχεδιασμό, μάρκετινγκ, προώθηση κ.λπ. Εκτός αυτού, αυτή η υπερπληθώρα ακουσμάτων έχει καταστήσει πολύ δύσκολο το να ξεχωρίσει κανείς και έχει κάνει παράλληλα και το κοινό πιο αδιάφορο απέναντι στη μουσική γενικότερα».

