Τον Νοέμβριο του 2017 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπέβαλε την πρότασή της για τη διαμόρφωση των ορίων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα των νέων αυτοκινήτων για την επόμενη δεκαετία και η οποία προέβλεπε μείωση κατά 15% έως το 2025 και κατά 30% το 2030 στο μέγεθος των 95 γρ./χλμ. CO2 που θα τεθεί σε ισχύ από το 2021.
Ως είθισται, η πρόταση υποβλήθηκε στο Ευρωκοινοβούλιο προς ψήφιση, μια διαδικασία που πριν από περίπου μιάμιση εβδομάδα ανέβασε τον πήχη για τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα με ορίζοντα το 2030 στο 40%, ποσοστό το οποίο προέκυψε από γνωμοδότηση της επιτροπής περιβαλλοντικών υποθέσεων του Ευρωκοινοβουλίου και προκάλεσε σφοδρές αντιδράσεις από την αυτοκινητοβιομηχανία, η οποία είχε τοποθετηθεί εξίσου σκεπτικιστικά και στην πρόταση της Κομισιόν, ζητώντας ουσιαστικά το ποσοστό μείωσης να μην ξεπεράσει το 20% καθώς οτιδήποτε παραπάνω από αυτό θα ήταν δύσκολα διαχειρίσιμο από τον κλάδο, ο οποίος δεν θα μπορούσε παρά να μετακυλίσει τη ζημιά στον τελικό καταναλωτή. Τελικά, το ποσοστό κλείδωσε στο 35% μετά τη διάρκειας 13 ωρών σύνοδο υπουργών Περιβάλλοντος που πραγματοποιήθηκε στο Λουξεμβούργο την Τρίτη 9 Οκτωβρίου και η οποία σηματοδοτήθηκε από έντονες διαφωνίες, με χώρες (μεταξύ των οποίων η Ιρλανδία, η Ολλανδία, η Δανία, το Λουξεμβούργο, η Σλοβενία και η Σουηδία) να τάσσονται υπέρ ενός υψηλότερου στόχου, αλλά να βρίσκουν απέναντι τη Γερμανία με την υποστήριξη της ομάδας Βίσεγκραντ.
Φυσικά, έπεται συνέχεια και νέος γύρος διαβουλεύσεων μεταξύ των οργάνων της ΕΕ που θα κρίνει το αποτέλεσμα, τουλάχιστον στα χαρτιά καθώς η πραγματικότητα τελικώς θα εξαρτηθεί περισσότερο από άλλους παράγοντες, παρά από τις παρασκηνιακές διαβουλεύσεις στις κλειστές αίθουσες της ΕΕ, τη γερμανική γκρίνια περί απαξίωσης και τις «πράσινες» αλλά υπαρκτές απειλές περί μη αναστρέψιμων επιπτώσεων στο περιβάλλον και στο κλίμα.
Σύμφωνα με στοιχεία της Ενωσης Ευρωπαίων Κατασκευαστών Αυτοκινήτου (ACEA), μόλις το 5% των αυτοκινήτων που κυκλοφορούν στους δρόμους της Ευρώπης είναι νέας τεχνολογίας, ενώ η μέση ηλικία των οχημάτων που αποτελούν τον ευρωπαϊκό στόλο ανέρχεται σε 10 έτη, με τάση αύξησης χρόνο με τον χρόνο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την υιοθέτηση των νέων και καθαρότερων τεχνολογιών αλλά και για τον ρυθμό μείωσης των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και άλλων επιβλαβών ουσιών από τα αυτοκίνητα. Ακόμη όμως και αν ξεπεραστεί ο σκόπελος της απροθυμίας-αδυναμίας των Ευρωπαίων να αγοράσουν καινούργιο αυτοκίνητο, με δεδομένο ότι τα παραπάνω προτεινόμενα ποσοστά μείωσης εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα συνεπάγονται την υιοθέτηση εναλλακτικών τεχνολογιών αυτοκινήτων (plug-in υβριδικά, υβριδικά, ηλεκτροκίνητα) αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τα στοιχεία του ACEA, το 76% των σταθμών φόρτισης τέτοιων αυτοκινήτων είναι συγκεντρωμένο σε μόλις τέσσερις ευρωπαϊκές χώρες (Ολλανδία, Γερμανία, Γαλλία και Βρετανία), οι οποίες καλύπτουν μόλις το 27% της επιφάνειας της Ευρώπης.
Και κατ’ αυτόν τον τρόπο, η δήλωση του γενικού γραμματέα του ACEA, Erik Jonaert, «δεν μπορούμε να κάνουμε τους καταναλωτές να καταπιούν από τη μια στιγμή στην άλλη τα ηλεκτροκίνητα οχήματα», η οποία προηγήθηκε της ψήφισης από το Ευρωκοινοβούλιο, μπορεί να δείχνει αναμενόμενη αλλά απολύτως αντιπροσωπευτική ενός πολυδιάστατου και πραγματικού προβλήματος.