H 4η βιομηχανική επανάσταση και το νέο παραγωγικό μοντέλο
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Είναι σαφές ότι δεν ζούμε σε εποχή εθνικής αυτάρκειας αλλά οικονομικής αλληλεξάρτησης, όπου ο βαθμός ανεξαρτησίας μπορεί να κερδηθεί μέσω ενός νέου αναπτυξιακού υποδείγματος μέσα στο πλαίσιο ενός μακρόπνοου προγράμματος εθνικής ανασυγκρότησης.
Το κλειδί για τη χώρα είναι η ανάπτυξη και κατά πόσο αυτή μπορεί να αλλάξει το κλίμα. Μόνο που η ανάπτυξη πρέπει να βασιστεί σε ένα νέο παραγωγικό μοντέλο για την ανασυγκρότηση της χώρας, το οποίο οφείλουν να συζητήσουν, να συνεννοηθούν οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας.
Οι πολιτικές αντιπαραθέσεις δεν θα εξαλειφθούν. Οι διαφορές θα υπάρχουν σε μείζονα ζητήματα. Οι αντιθέσεις είναι δεδομένες και ως προς τον χαρακτήρα και το περιεχόμενο αυτού του προγράμματος παραγωγικής ανασυγκρότησης. Υπάρχει όμως πεδίο συνεννόησης και συναίνεσης σε ορισμένα βασικά σημεία.
Το 2020 είναι ένα έτος κρίσιμο για την Ελλάδα, που βρίσκεται στο επίκεντρο πολλαπλών πιέσεων τόσο στα εθνικά της θέματα, κυρίως στα ελληνοτουρκικά, όσο και στο Μεταναστευτικό-Προσφυγικό. Τα προβλήματα που έχει να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση είναι πολλά και οι λύσεις δεν είναι εύκολες.
Δύναται όμως να βρεθεί κοινός τόπος ύστερα από μία δεκαετία κρίσης, όπου κυριάρχησαν τα τρία μνημόνια και οι πολιτικές που εκπορεύτηκαν από αυτά. Το 2020 είναι έτος προπαρασκευαστικό για την επόμενη χρονιά, που συμπίπτει με την επέτειο της συμπλήρωσης των 200 χρόνων από την Επανάσταση του 1821, η οποία αποτέλεσε και την απαρχή για τη δημιουργία του σύγχρονου ελληνικού κράτους.
Σε αυτό το περιβάλλον, και με δεδομένο ότι δεν ζούμε σε εποχή εθνικής αυτάρκειας αλλά οικονομικής αλληλεξάρτησης, έχει ανοίξει τόσο σε πολιτικούς όσο και σε οικονομικούς κύκλους μια μεγάλη συζήτηση για το πώς και εάν μπορεί να κερδηθεί βαθμός ανεξαρτησίας.
Οι απαντήσεις διαφέρουν, αλλά σε μεγάλο βαθμό κερδίζει έδαφος η άποψη ότι αυτή η ανεξαρτησία μπορεί να κερδηθεί από την εντατικοποίηση της παραγωγικής προσπάθειας, τη διαφοροποίηση της παραγωγής και την προσπάθεια μέγιστης δυνατής κάλυψης των βασικών αναγκών της χώρας από τους ίδιους πόρους και με ανταγωνιστικούς όρους.
Για να γίνει αυτό, όμως, πρέπει να εκπονηθεί ένα νέο αναπτυξιακό υπόδειγμα για την Ελλάδα, κατά τα πρότυπα όσων έχουν αναπτύξει στο παρελθόν ο Ξ. Ζολώτας, ο Κ. Βαρβαρέσος και ο Δ. Μπάτσης, αλλά και πιο σύγχρονοι.
Η εκπόνηση όμως ενός νέου αναπτυξιακού υποδείγματος πρέπει να αποτελέσει προϊόν ευρύτερης δημόσιας συζήτησης που θα βασίζεται σε μια βασική αρχή: ανάπτυξη στη βάση των επιχειρηματικών σχεδίων της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και των δημοσίων παρεμβάσεων για την αξιοποίηση του παραγωγικού δυναμικού της χώρας.
Το εθνικό σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης πρέπει να έχει στον πυρήνα του τις ανάγκες των πολιτών. Η πολιτική ηγεσία οφείλει άμεσα να αλλάξει πολλά και κυρίως να διορθώσει αδικίες. Αυτό είναι το μέγιστο χρέος έναντι των Ελλήνων που επέδειξαν πρωτοφανή καρτερία.
Εξάλλου, η κρίση που βίωσε η χώρα, η οποία οφείλει να είναι προετοιμασμένη για μελλοντικές περιπέτειες λόγω της διεθνούς οικονομικής ύφεσης που φαίνεται στον ορίζοντα, δεν ήταν μόνο δημοσιονομική. Σχετιζόταν άμεσα με το μοντέλο της ανάπτυξης, της διακυβέρνησης και του τρόπου λειτουργίας πολλών δομών της οικονομίας και της κοινωνίας.
Τα προηγούμενα χρόνια εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ και το ιδιαίτερα χαμηλό κόστος δανεισμού δεν αξιοποιήθηκαν για την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας και τη δημιουργία μιας βιώσιμης ανταγωνιστικής οικονομίας.
Η ανάπτυξη ήταν ρηχή και άναρχη και με ευθύνη του συνόλου του πολιτικού συστήματος υπήρξε άνιση και σπάταλη διανομή του παραγόμενου πλούτου. Το ίδιο το σύστημα δεν ήθελε να δημιουργήσει μια σύγχρονη παραγωγική βάση και μια βιώσιμη και διεθνώς ανταγωνιστική οικονομία.
Αυτό όμως που απαιτείται άμεσα είναι η εξάλειψη παλαιών και νοσηρών νοοτροπιών, ενώ χρειάζεται να γκρεμιστεί και το υφιστάμενο παλαιό σύστημα διοίκησης και λειτουργίας του κράτους. Οι όποιες αναγεννητικές λύσεις περνάνε μέσα από τη δημιουργία ενός υγιούς παραγωγικού μοντέλου ανάπτυξης της χώρας, προσαρμοσμένου στην εποχή της 4ης βιομηχανικής επανάστασης που έχει ξεκινήσει, αλλά η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτικών αγνοεί τις αλλαγές που θα επιφέρει. Προτάσεις και σχέδια έχουν κατατεθεί πολλά, αρκεί να τα αξιοποιήσει το πολιτικό σύστημα βγάζοντας τα γυαλιά του πνευματικού και πολιτικού επαρχιωτισμού.
Πεδία δράσης και παρεμβάσεων υπάρχουν πολλά. Από τον πρωτογενή τομέα, τις υπηρεσίες, τον τουρισμό σε όλες του τις μορφές, ακόμα και τη βιομηχανία. Η 4η βιομηχανική επανάσταση θέτει τη χώρα ενώπιον προκλήσεων αλλά και απειλών και παράλληλα καθιστά επιτακτική την ανάγκη να διαμορφωθεί ένα νέο παραγωγικό μοντέλο.
Το παραγωγικό αυτό μοντέλο, εάν το δει κανείς τριγωνικά, θα εστιάσει στον τουρισμό, στον πρωτογενή παραγωγή, που πάντοτε αποτελούσε για τη χώρα συγκριτικό πλεονέκτημα, αν και σχεδόν όλες οι κυβερνήσεις την είχαν υποτιμήσει μεταπολιτευτικά, αλλά και στη βιομηχανία νέας μορφής, εν μέσω της 4ης βιομηχανικής επανάστασης.
Η Ελλάδα πρέπει άμεσα, με ευθύνη της πολιτικής ηγεσίας, να αλλάξει ρότα και να ευθυγραμμίσει τις πολιτικές της με γνώμονα την τεχνολογική επανάσταση που εξελίσσεται. Τα πολιτικά κόμματα, εκτός από τη συζήτηση για τη μείωση της φορολογίας, των εισφορών και το πώς θα αντιμετωπίσει το ασφαλιστικό σύστημα, οφείλει να χαράξει συγκεκριμένη σύγχρονη στρατηγική στο πνεύμα της 4ης βιομηχανικής επανάστασης, δηλαδή σε τομείς όπως οι τεχνολογίες της πληροφορικής και των επικοινωνιών κ.ά., ενώ μπορεί να προσαρμοστεί και σε πιο παραδοσιακά πεδία όπου έχει για δεκαετίες συγκριτικά πλεονεκτήματα, όπως ο αγροτικός τομέας, ο τουρισμός και οι μεταφορές.
Η Ελλάδα είναι στις τελευταίες θέσεις της ΕΕ στον δείκτη ψηφιακής οικονομίας και κοινωνίας. Και το στοίχημα εν μέσω της διεθνούς συζήτησης για την τεχνολογική επανάσταση – στο εξωτερικό συζητούν όχι απλά για την 4η, που το πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα αγνοεί, αλλά για τη μετάβαση στην 5η – είναι η εξωστρέφεια και ο ψηφιακός μετασχηματισμός της ελληνικής οικονομίας για να μη χάσει οριστικά το τρένο της ψηφιακής βιομηχανικής επανάστασης.

