Γρηγόριος Σταυρίδης-Παρλίτσεφ: ρευστές εθνικές ταυτότητες στην πρώιμη βαλκανική νεωτερικότητα

Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Η θεωρία περί της συνέχειας του έθνους στη διαδρομή από τον Μεσαίωνα προς τους νεότερους χρόνους, η οποία αναπτύχθηκε ιδίως κατά την εποχή της ακμής του εθνικισμού, αφήνει αναπάντητα πολλά ζητήματα που αφορούν τη διαμόρφωση ή την παγίωση της εθνικής ταυτότητας ατόμων και ομάδων. Ενα από αυτά είναι η ρευστότητα ή συχνή εναλλαγή ταυτοτήτων, καθώς και οι επαμφοτερίζουσες επιλογές ταυτότητας από μέρους αυτών των ατόμων ή ομάδων, φαινόμενο που δεν είναι μόνο βαλκανικό. Η περίπτωση του Γρηγορίου Σταυρίδη ή Παρλίτσεφ, ο οποίος λίγο μετά τα μέσα του 19ου αιώνα διένυσε μια τέτοια διαδρομή από την ελληνική προς τη βουλγαρική και κατόπιν στη σλαβο-μακεδονική ταυτότητα, έχει αναλυθεί στην ξενόγλωσση βιβλιογραφία ιδίως.
Η επέτειος των 220 χρόνων από την εθνική ανεξαρτησία προσφέρει τη δυνατότητα για έναν κριτικό αναστοχασμό στο θέμα των «αυτόχθονων – ετερόχθονων» μετά την Ανεξαρτησία.
Σημαντική συμβολή στην ελληνική βιβλιογραφία αναμφίβολα προσφέρει η πολύ εμπεριστατωμένη μελέτη του δρος Βασίλη Μαραγκού (στελέχους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής) με τίτλο: «Μόνον επί τούτω καυχώμαι: ότι την πατρίδα ηγάπησα» (εκδ. Ηρόδοτος, 2018). Η επικαιρότητά της γίνεται όλο και πιο διακριτή. Θα πρέπει να μελετηθεί με ενδιαφέρον από ακαδημαϊκούς, πολιτικούς και δημοσιογραφικούς κύκλους στην Ελλάδα, δεδομένου του άγνωστου ιστορικού υποβάθρου, το οποίο αυτή διαφωτίζει με συστηματικότητα και διεισδυτικότητα και αφορά ολόκληρο τον 19ο αιώνα, διατέμνοντας τις περίπλοκες σχέσεις του νεοσύστατου ελληνικού κράτους με τις εθνοτικές, γλωσσικές και άλλες μειονότητες που βρίσκονται στη διάμετρο της πολιτισμικής του επιρροής και όχι υπό την κρατική του μέριμνα και εντολή. Αφορά τους ορθόδοξους και «αλύτρωτους» αλλά αλλόγλωσους πληθυσμούς της βαλκανικής ενδοχώρας, σε μια περίοδο πρώιμη μεν, καθοριστική δε για τη διάπλαση των νεότερων ταυτοτήτων πάνω στον κοινό καμβά της κοινότητας των ρωμιών χριστιανών που είχε διαμορφωθεί κατά την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ενώ περιγράφει τα προσωπικά διλήμματα και τις αντιφάσεις στη διαμόρφωση των ατομικών και συλλογικών αυτών ταυτοτήτων μέσα από την περίπτωση του αχριδηνού ποιητή Γρηγόριου Σταυρίδη ή Παρλίτσεφ (1830-1893).
Ο εν λόγω λόγιος διένυσε το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα τη διαδρομή από την προεθνική κοινότητα των ρωμιών χριστιανών (με την ελληνική γλώσσα της αλλά και τη σχετική ανοχή της σε κάποιες τοπικές και εθνοπολιτισμικές ιδιαιτερότητες) προς την εθνική νεωτερικότητα. Από την παραλίμνια μακεδονίτικη πολιτεία, όπου γεννήθηκε το 1830, έως την ελληνική πρωτεύουσα, όπου μετέβη για σπουδές με τη φιλοδοξία να ακολουθήσει ποιητική σταδιοδρομία, χωρίς όμως επιτυχία παρά τον θρίαμβο του ποιήματός του «Ο αρματωλός» στον Ράλλειο Ποιητικό Διαγωνισμό του 1860, και πάλι πίσω στην οθωμανική Μακεδονία, όπου εργάζεται ως δημοδιδάσκαλος, στα μέσα της κρίσιμης δεκαετίας του 1860 αποφασίζει να στρατευθεί στον αγώνα για βουλγαρική πολιτιστική και εκκλησιαστική αυτοδιάθεση. Η πορεία του Παρλίτσεφ χαρακτηρίστηκε από ρευστότητα και επαμφοτερισμούς, σημειώνει ο συγγραφέας. Ο αρχικός του ενθουσιασμός για ελληνοβουλγαρικές και ελληνοαλβανικές συγκλίσεις στάθηκε ατελέσφορος. Η φιλοπατρία του ταλαντεύτηκε ανάμεσα στην τοπικότητα της Αχρίδας, στην Ελλάδα και αργότερα στη Βουλγαρία και ίσως σε μια ευρύτερη σλαβική κοινότητα. Ο λόγος της μεταστροφής του αυτής δεν είναι άλλος από την απόρριψή του από την κυρίαρχη αντίληψη της εποχής, κυρίως λόγω του φθόνου που προκάλεσε στον γνωστό τότε καθηγητή Βοτανικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και νικητή σε προηγούμενους διαγωνισμούς Θεόδ. Ορφανίδη, ο οποίος θέτει ευθέως θέμα εθνικής καταγωγής του ποιητή Σταυρίδη. Στο πλευρό του τελευταίου θα σταθεί υπερασπιστής και ο Ραγκαβής.
Ο Σταυρίδης-Παρλίτσεφ, μη αισθανόμενος την εποχή εκείνη ότι τα αισθήματά του προς την Ελλάδα αντίκεινται με την εθνοτική του καταγωγή, θα απαντήσει με παρρησία: «Ναι, είμαι Βούλγαρος και Σκύθης εάν θέλης… αλλ’ επί δεκαπέντε έτη διετέλεσα αείποτε υπηρετών την Ελλάδα… διέδωκα την ελληνικήν γλώσσαν εις μέρη όπου ήτον πάντη άγνωστος και εμόρφωσα υπέρ τους χιλίους νέους…».
Τα δύο κύρια ποιητικά έργα του Παρλίτσεφ (παρότι γραμμένα στην ελληνική γλώσσα) αντιμετωπίζονται ως τμήμα του λογοτεχνικού «κανόνα» γειτονικών μας χωρών που διεκδικούν την εθνική πατρότητα του έργου του και συγκεκριμένα της Βουλγαρίας και της Β. Μακεδονίας. Στον τόμο αυτόν συμπεριλαμβάνεται το πρωτότυπο κείμενο του «Σκενδέρμπεης» (1862), το δεύτερο μεγάλο ποίημα του ποιητή. Με αυτόν τον τρόπο ο Σταυρίδης-Παρλίτσεφ γίνεται αντικείμενο μελέτης αλλά και ταυτόχρονα διεκδίκησης στην πολυκύμαντη σχέση του με τη λογοτεχνική ιστορία τεσσάρων τουλάχιστον βαλκανικών χωρών.
Και βέβαια στη Βουλγαρία, όπου το θέμα της αντιμετώπισης της Ιστορίας στη σχέση της με τη Β. Μακεδονία έχει λάβει εσχάτως μεγάλες πολιτικές και διπλωματικές διαστάσεις, προσδίδοντας χαρακτήρα σύγκρουσης στην αντίληψη της ταυτότητας των δύο γειτονικών μας χωρών, η εργασία αυτή δεν πέρασε απαρατήρητη από ιστορικο-διπλωματικούς κύκλους.
Η μελέτη αποτελεί αναμφισβήτητα μια σοβαρή συμβολή τόσο στην ιστορική έρευνα όσο και στην κοινωνική θεωρία και ιδιαίτερα στην έρευνα διαμόρφωσης των σύγχρονων εθνικών ταυτοτήτων, καθώς χρήζει της προσοχής όσων ασχολούνται με τη βαλκανική ιστορία και όχι μόνο. Στόχος δεν είναι η αποδόμηση των ιστορικών και ιδεολόγων της εθνικής ιστορικής παράδοσης, καθώς αυτή επιτέλεσε τον ρόλο της, αλλά «η διεύρυνση και ανανέωση της αντικειμενικότητας της ιστορικής θεώρησης», στοιχείο σημαντικό για μια περιοχή που παράγει περισσότερη Ιστορία απ’ ό,τι μπορεί να καταναλώσει.
Ο κ. Νίκος Βλαχάκης είναι δρ Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Σόφιας Σβετί Κλίμεντ Οχριντσκι. Σύμβουλος Δημόσιας Διπλωματίας- Υπηρετεί στο Γραφείο του Εθνικού Εισηγητή για την καταπολέμηση Εμπορίας Ανθρώπων του ΥΠΕΞ.

