H σχέση της Λένας Πλάτωνος με την Εθνική Λυρική Σκηνή είναι ξεχωριστή, οικογενειακή μπορεί να πει κανείς. Ο πατέρας της Γεώργιος Πλάτων, επίσης συνθέτης, εργάστηκε ως πιανίστας εκεί και η ίδια παρακολουθούσε καμιά φορά παραστάσεις. Ομολογεί πως η Οπερα μάλλον δεν ανήκει στις επιλογές της αλλά αγαπά τις δημοφιλείς άριες και τα έργα του Βάγκνερ και του Πουτσίνι, δύο δημιουργών αρκούντως διαφορετικών μεταξύ τους. Τώρα όμως, που θα ανέβει από την Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ το έργο της «Το αηδόνι του αυτοκράτορα», μια μουσική εκδοχή του ομότιτλου παραμυθιού του Αντερσεν με στοιχεία όπερας, είναι ικανοποιημένη και θεωρεί πως το αποτέλεσμα θα δικαιώσει απόλυτα τις προσδοκίες.
Το έργο γράφτηκε το 1989 και ήταν πρόταση του στενού φίλου της συνθέτριας, κόντρα τενόρου Αρη Χριστοφέλλη, ο οποίος ήθελε να τραγουδήσει τον ρόλο του Αηδονιού. Η προηγούμενη ενασχόληση της Πλάτωνος με τη θρυλική «Λιλιπούπολη», όπου είχε υπογράψει μερικά από τα δημοφιλέστερα τραγούδια («Ρόζα-Ροζαλία», «Ο Χορός των Μπιζελιών»), έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη μελοποίηση του συγκεκριμένου έργου, με τα συνθεσάιζερ να είναι και πάλι στην πρώτη γραμμή. Μάλιστα, το λιμπρέτο που έγραψε ο ποιητής – βιολόγος Γιώργος Βολουδάκης ξεκινούσε με τη φωνή ενός παιδιού που ρωτούσε αν το μικρό συνθεσάιζερ μπορούσε να συναγωνιστεί το Αηδόνι!
Το «Αηδόνι του αυτοκράτορα» έγινε δίσκος με τη συμμετοχή κορυφαίων ερμηνευτών (Αρης Χριστοφέλλης, Σαβίνα Γιαννάτου, Σπύρος Σακκάς, Φραγκίσκος Βουτσίνος κ.ά.) αλλά ποτέ μέχρι σήμερα δεν ανέβηκε στη σκηνή. «Με είχε πλησιάσει ένας σκηνοθέτης, το όνομα του οποίου δεν συγκρατώ αυτή τη στιγμή, αλλά δεν είχαμε τα απαιτούμενα μέσα» θυμάται η Λένα Πλάτωνος αναφερόμενη στην τέχνη του animation που εκείνη την εποχή δεν θα μπορούσε να στηρίξει ένα θέαμα τέτοιων απαιτήσεων. «Του είπα λοιπόν να το αφήσουμε. Ηθελε πολλή δουλειά, δεν υπήρχε o τεχνικός εξοπλισμός, δεν το έβλεπα να γίνεται…Τώρα όμως θεωρώ ότι είναι η κατάλληλη στιγμή, ίσως το έργο είναι πολύ πιο επίκαιρο σήμερα  από την εποχή που γράφτηκε. Τότε αισθανόμασταν την επικείμενη έκρηξη της τεχνολογίας αλλά το βλέπαμε πιο θεωρητικά, πιο αισιόδοξα, με την έννοια ότι αντιλαμβανόμασταν μόνο τα θετικά στοιχεία αυτής της επανάστασης που βρισκόταν προ των πυλών. Τώρα συνειδητοποιούμε ότι αυτή η ιστορία έχει και αρνητικές συνέπειες, και μάλιστα σοβαρές, επικίνδυνες. Το έργο θέτει ένα ερώτημα: Αξίζει κανείς να είναι ερωτευμένος με το δημιούργημά του σε τέτοιον βαθμό ώστε να χάνει την οντότητά του ή υπάρχει και η διέξοδος της επαφής με τη φύση;».

Το πουλί που συγκινεί τον Θάνατο

Εν προκειμένω το παραμύθι του Αντερσεν μεταμορφώνεται σε μια παραβολή για τη σχέση τέχνης και τεχνολογίας. Σύμφωνα με την υπόθεση ο Αυτοκράτορας της Κίνας ζει σε ένα από τα ομορφότερα παλάτια του κόσμου, όπου όλα λειτουργούν στην εντέλεια χάρη σε ένα υπερσύγχρονο ηλεκτρονικό σύστημα. Ωστόσο ο Αυτοκράτορας είναι μελαγχολικός… Οταν κάποια ημέρα μαθαίνει ότι στον κήπο του παλατιού του ζει ένα αηδόνι που τραγουδά με μαγευτική φωνή, στέλνει αμέσως τους αυλικούς του να το βρουν και να το φέρουν μπροστά του. Ο Αυτοκράτορας δακρύζει και μαγεύεται από τη φωνή του Αηδονιού, μέχρι που μια ημέρα φτάνει στο παλάτι ένα ασυνήθιστο δώρο: ένα ηλεκτρονικό αηδόνι. Ολοι εντυπωσιάζονται απ’ αυτό το τεχνολογικό θαύμα, μολονότι το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να λέει το ίδιο τραγούδι ξανά και ξανά. Το αληθινό αηδόνι εγκαταλείπει το παλάτι όπου  διαρκώς ακούγεται το τραγούδι του ηλεκτρονικού «υποκατάστατου». Κάποια στιγμή όμως το ηλεκτρονικό αηδόνι χαλάει. Οταν ύστερα από μερικά χρόνια ο Αυτοκράτορας αρρωσταίνει βαριά, το ψεύτικο πουλί δεν μπορεί να παρηγορήσει τον ετοιμοθάνατο άρχοντα. Ωστόσο την κρίσιμη στιγμή εμφανίζεται και πάλι το αληθινό αηδόνι και με την τέχνη του καταφέρνει να συγκινήσει τον Θάνατο. Ο Αυτοκράτορας το παρακαλεί να μείνει μαζί του στο παλάτι – μα πώς να περιορίσει τη φύση και την τέχνη που βγαίνει από την ψυχή;
Στην παραγωγή της Εναλλακτικής Σκηνής της ΕΛΣ – η οποία πραγματοποιείται σε συνεργασία με το Διεθνές Φεστιβάλ & Αγορά Κινουμένων Σχεδίων Animasyros – η όπερα συναντά το animation, δημιουργώντας έναν καινούργιο, γοητευτικό κόσμο. Το σύγχρονο μήνυμα του έργου, η συνύπαρξη αναλογικής και ηλεκτρονικής μουσικής, φυσικού και τεχνητού ήχου, οι μελωδικές γραμμές της Λένας Πλάτωνος και η δεξιοτεχνική φωνητική γραφή καθιστούν το «Αηδόνι του αυτοκράτορα» ιδεώδη γνωριμία των παιδιών με τη λυρική τέχνη.
Ωστόσο η συνθέτρια δεν αντιμετώπισε το συγκεκριμένο έργο ως μια δημιουργία αποκλειστικά για παιδιά. «Το πήρα πιο σοβαρά» λέει και συνεχίζει: «Το έργο αυτό είναι φτιαγμένο για ενηλίκους αναφορικά με τη μουσική γραφή. Γι’ αυτό και ο αρμονικός του πλούτος είναι μεγάλος. Χρησιμοποιώ δύσκολες αρμονίες, πολύ προχωρημένες, και δεν δίστασα καθόλου για αυτό. Και τα παιδιά νιώθουν τις πιο περίπλοκες μουσικές. Τα παιδιά είναι πολύ πιο ευαίσθητα απ’ όσο νομίζουμε. Πιάνουν πολλά πράγματα οι αντένες τους».
Λέει πως δεν έχει καμιά αγωνία για την υποδοχή του έργου από το κοινό. «Το «Αηδόνι του αυτοκράτορα» έχει πολύ γερές δομές, κλασικές – και αυτό εξασφαλίζει τη διαχρονικότητά του. Θεωρώ πως αυτό το στοιχείο υπάρχει στα περισσότερα έργα μου. Δεν μπορώ να προσδιορίσω το γιατί, αλλά συμβαίνει. Γι’ αυτό και δεν κάνω αλλαγές με το πέρασμα του χρόνου, μικροαλλαγές μόνο. Εν προκειμένω το «πείραξα» λίγο ενορχηστρωτικά, το φρεσκάρισα με νέους ήχους».
Μιλάει με ενθουσιασμό για τους ερμηνευτές. Λέει πως δίνουν τη δική τους διάσταση στο έργο. Ωστόσο παραδέχεται ότι έχει παρακολουθήσει λίγες μόνο πρόβες. Το εντατικό της πρόγραμμα δεν της επέτρεψε κάτι περισσότερο. «Αυτόν τον καιρό ετοιμάζω ένα καινούργιο έργο, βασισμένο σε ποιήματα του καθηγητή Συγκριτικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Columbia Στάθη Γουργουρή. Θα το παρουσιάσουμε στις αρχές Δεκεμβρίου στη Θεσσαλονίκη. Γενικότερα όμως, είμαι απασχολημένη με πολλά πράγματα. Τα τελευταία χρόνια έχω αρχίσει μια δεύτερη καριέρα στο εξωτερικό. Ξεκίνησε γύρω στο ’12-’13, όταν ο Τζορτζ Τσίον μου πρότεινε να μπω στην εταιρεία του, την Dark Entries. Γνώριζε τη δουλειά μου και συμφωνήσαμε. Εκτοτε έχει ξεκινήσει μια ενδιαφέρουσα διαδρομή, η οποία ήταν πολύ ευχάριστη έκπληξη για μένα. Τα τραγούδια μου παίζονται στο εξωτερικό… Εδώ βέβαια δεν παίζονται. Εχουμε κολλήσει στη δεκαετία του ’80».