Γιώργος Σεφέρης «Γυρεύω το παλιό μου σπίτι…»
Ο τόπος της παιδικής ευτυχίας, η αστική οικία στην Αθήνα, οι διπλωματικές κατοικίες, οι εστίες της δημιουργίας, το νοικοκυριό της οδού Αγρας
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
«Ηταν εδώ πολλή φασαρία μες στο σπίτι από Σουηδούς. Δύο Σουηδοί επί δεκαπέντε μέρες εξακολουθητικώς μες στο σπίτι. Αφήστε που μου άδειασαν μια κάσα ουίσκι. Ο ένας να ζωγραφίζει και ο άλλος να κάνει σκίτσα και να τον κάνει ερωτήσεις…». Η Μαρώ Σεφέρη, μιλώντας στον Φρέντυ Γερμανό, μετά τον θάνατο του Σεφέρη, θα περιγράψει την ατμόσφαιρα, παραμονές της ανακοίνωσης του Βραβείου Νομπέλ του 1963. Μια αποστολή σουηδών δημοσιογράφων έχει κατασκηνώσει στο σπίτι του, σε ετοιμότητα για το ενδεχόμενο της απονομής του βραβείου στον έλληνα ποιητή. Λίγο μετά την ανακοίνωση, ο εφημεριδοπώλης της γειτονιάς θα καταφθάσει φωνάζοντας «Το πήραμε! Το πήραμε!», ενώ ο εκδότης του Σεφέρη, ο Νίκος Καρύδης του Ικαρου, θα κλαίει στις σκάλες. Ο Ηλίας Βενέζης είναι ο πρώτος που τον επισκέπτεται για να τον συγχαρεί – κι ο μόνος από το σινάφι, έξω από τη στενή παρέα Κατσίμπαλης και Σία. Ωστόσο, είναι αμφίβολο αν το πολυφωτογραφημένο νησιωτικού ύφους σπίτι της οδού Αγρας 20, με τους ασβεστωμένους τοίχους, τα λουλακί παράθυρα και τις πανταχού παρούσες γοργόνες-σεφερικό σύμβολο σε λάμπες και κεραμικά, αυτό το σπίτι που με σχολαστική φροντίδα σχεδίασαν και έστησαν με τη Μαρώ – όπως μαρτυρεί η αλληλογραφία τους -, που το αποκαλούμε όλοι μας «Σπίτι του Σεφέρη», το οποίο στέγασε τα χρόνια της ποθούμενης υπηρεσιακής αποστράτευσης, την παγκόσμια αναγνώριση και τη σιωπή της δικτατορίας, είναι αμφίβολο αν ήταν εκείνο που ο Σεφέρης ένιωθε πραγματικά «σπίτι» του.
Το σπίτι του πατέρα
Σπίτι του σίγουρα δεν ένιωθε ούτε το άλλο περίφημο «σεφερικό σπίτι», το πατρικό σπίτι, του πανεπιστημιακού καθηγητή της Νομικής και λογίου Στυλιανού Σεφεριάδη στην οδό Κυδαθηναίων 9 στην Πλάκα, όπου θα ζει ο διπλωμάτης Σεφέρης όταν βρίσκεται στην Αθήνα, στο ισόγειο με τον αδελφό του Αγγελο, τον πατέρα στον πρώτο όροφο και την αδελφή του Ιωάννα με τον άντρα της Κωνσταντίνο Τσάτσο στον δεύτερο. Το σπίτι αυτό, που χτίζει ο πατέρας του το 1933 και γεμίζει με τα βιβλία του, θα είναι το σπίτι του καριερίστα «γέρου» και της δύσκολης σχέσης του Σεφέρη με τον καταπιεστικό ισχυρό πατέρα, μιας σχέσης στην οποία συχνά η Ιωάννα θα παίξει τον ρόλο του διαμεσολαβητή.
Γεννημένος στη Σμύρνη στις 29 Φεβρουαρίου του 1900, ο Γιώργος θα μεγαλώσει σε ένα τρίπατο σπίτι, με εσωτερική αυλή, πηγάδι, κλειστή βεράντα προς τον δρόμο και θέα στη θάλασσα. Ομως, «ανήκει όχι στην πόλη όπου γεννήθηκε αλλά στο ψαροχώρι όπου περνούσε τα καλοκαίρια μέχρι τα δώδεκά του χρόνια, στη Σκάλα του Βουρλά», περίπου τριάντα χιλιόμετρα δυτικά της Σμύρνης, θα γράψει ο βιογράφος του Ρόντρικ Μπίτον (Γιώργος Σεφέρης. Περιμένοντας τον Αγγελο, Ωκεανίδα, 2003). Στη Σκάλα η οικογένεια περνούσε τις καλοκαιρινές της διακοπές στο σπίτι της γιαγιάς του Γιώργου. Ενα σπίτι κοντά στη θάλασσα, με περιβόλι, με πηγάδι με ξύλινο μαγγάνι κι έναν θεόρατο πλάτανο. Από το σπίτι φαίνονταν τα νησιά κι όταν φυσούσε μελτέμι ο αφρός των κυμάτων έφτανε στα παράθυρα. Είναι ο δικός του κόσμος, ο δικός του Παράδεισος, από τον οποίο εξορίζεται τον Αύγουστο του 1914 όταν ο προνοητικός και φιλόδοξος δικηγόρος πατέρας του μεταφέρει την οικογένεια στην Αθήνα. Ο ίδιος που το 1918, όντας ήδη στο Παρίσι, θα ζητήσει από την οικογένεια να αφήσει για άλλη μια φορά την εστία της στην Αθήνα, στην οδό Κοδριγκτώνος, και να μετακομίσει στη γαλλική πρωτεύουσα, όπου ο Γιώργος θα ξεκινήσει τις νομικές του σπουδές.
Ο Γιώργος Σεφεριάδης, ο πολυταξιδεμένος και κοσμοπολίτης, από ανατροφή, από ιδιοσυγκρασία και από επάγγελμα, θα κουβαλά έκτοτε το αίσθημα του εξόριστου, του ξενιτεμένου, του ανέστιου και μια μοναξιά, «τραγική μοναξιά, αλλά αυτό είναι κάτι που φέρνω μέσα μου, κάτι πολυπρόσωπο που και στη μεγαλύτερη πολυκατοικία και στη θορυβωδέστερη τύρβη δε θα πάψει να με κατοικεί» εκμυστηρεύεται στις 29 Γενάρη του 1933. Μια μοναξιά που θα τροφοδοτήσει και θα χρωματίσει την ποίησή του.
Διπλωματικές κατοικίες
Οι διπλωματικές κατοικίες θα στεγάσουν τον δημόσιο ρόλο του Γιώργου Σεφεριάδη – υπαλλήλου του υπουργείου Εξωτερικών από τον Δεκέμβριο του 1926 -, τον ιδιωτικό εαυτό και την εργασία του ποιητή και λογίου Γιώργου Σεφέρη που πασχίζει διαρκώς να βρει σπίτια φιλόξενα για όλες αυτές τις ταυτότητες. Από το Λονδίνο, όπου υπηρετεί στο Γενικό Προξενείο της Ελλάδος, στις 24 Αυγούστου 1931, σημειώνει στο ημερολόγιό του: «Δευτέρα 17, έφυγα από το Παρίσι και το απόγευμα ήμουν εδώ: πρασινάδα και μυρουδιά του bacon. Eχω ακόμη την εντύπωση πως μ’ έχουν κλείσει για να κοιμηθώ σε μια κάμαρα με πάρα πολλά λουλούδια. Ανασαίνω δύσκολα». Εκείνο που έχει σημασία είναι να μπορεί να δουλέψει λογοτεχνικά. Στις 20 Σεπτέμβρη σημειώνει: «Το ερχόμενο Σάββατο αλλάζω κατοικία. … Είναι λίγο μακριά αλλά πολύ εξοχικό. Τ’ αποφάσισα με την ελπίδα πως θα μπορώ να δουλέψω ήσυχα και γερά. Πρέπει να βγάλω πάλι από πάνω μου μερικά πράματα…». Στην ίδια εγγραφή κάνει λόγο για μια άλλη ζωή που περνά μπροστά απ’ τα μάτια του: «Ενα μικρό σπίτι με πεύκα, βασιλικούς και ασπρισμένους τοίχους και στα πόδια του λόφου ο μεγάλος κόσμος ανοιχτός. Μια υποταγή και μια ελευθερία, με γνώριμα πρόσωπα όπως τις βλέπω, έτσι για να ξεχνά κανείς την ανυπόφορη παρουσία του θανάτου».
Στην αλληλογραφία με την αδελφή του Ιωάννα (Επιστολές στην αδελφή του Ιωάννα (1934-1939), επιμ. Γιώργος Δ. Παναγιώτου, Μελάνι, 2019) από την Κορυτσά, όπου ο Γιώργος υπηρετεί ως πρόξενος από τον Νοέμβριο του 1936 μέχρι τον Δεκέμβριο του 1937, σημειώνει γλαφυρά τις ανάγκες του δημόσιου σπιτιού και ζητά από την Ιωάννα, φημισμένη οικοδέσποινα της αθηναϊκής κοινωνίας, να του στείλει μια υπηρέτρια, αλλά και εφόδια για το νοικοκυριό του και τις κοινωνικές υποχρεώσεις του προξένου: ένα ράντζο, κρασί του τραπεζιού, δυο-τρεις κάσες Δεμέστιχα μαύρο, ελληνική σαμπάνια, μαστίχα και κονιάκ (κοινό Βαρβαρέσου και V.S.O.P. Καμπά), διάφορα σαπούνια (Αλεπουδέλλης και Bull soap), ένα ξύλο για το ρολό τουαλέτας, μια ξύστρα μολυβιών, ένα κομψό επιτραπέζιο ημερολόγιο σαν ανοιχτό βιβλίο, σοκολάτες Παυλίδη, καλό λάδι… Στο σπίτι της «εξορίας» της Κορυτσάς θα ζήσει ο Γιώργος την αγωνία για την εξέλιξη του έρωτά του με τη Μαρίκα Λόντου, όλη τη διαδρομή από το «Χωρίς αυτή δεν μπορώ να ζήσω» ως τον προσωρινό χωρισμό, τον Ιούλιο του 1937, όταν ο Ανδρέας Λόντος, σύζυγος της Μαρίκας, θα τη βάλει να επιλέξει ανάμεσα στον Γιώργο ή στα παιδιά της – προτού διαλέξει τελικά εκείνον, και μείνει στην Ιστορία ως Μαρώ Σεφέρη.
Διπλωμάτης ο ίδιος, ο πρέσβης Βασίλης Παπαδόπουλος (Διπλωματία και ποίηση. Η περίπτωση του Γιώργου Σεφέρη, Ικαρος, 2019) επισημαίνει την ιδιαιτερότητα της ζωής του διπλωματικού υπαλλήλου, τη συνυφασμένη με την ιδέα της «συχνής αλλαγής σπιτιού, κλίματος, συνηθειών και τόσων άλλων πτυχών της καθημερινότητας». Στις ασυνήθιστα συχνές αλλαγές πόστων του Σεφεριάδη, λόγω του πολέμου, διαλύουν με τη γυναίκα του σπίτια, η Μαρώ φτιάχνει κασέλες, τα υπάρχοντά τους συσκευάζονται και μεταφέρονται. Κι όταν τελειώνει η συσκευασία, αποκαλύπτει σε ένα ευαίσθητο σχόλιο ο Παπαδόπουλος, ο διπλωμάτης «μένει ξαφνικά μόνος μέσα σε τέσσερις άδειους τοίχους, αναλογιζόμενος τα χρόνια που κατέθεσε σ’ ένα πόστο και σ’ αυτό το σπίτι».
Βίλα «Γαλήνη»
Στην ενήλικη ζωή του ο Σεφέρης θα γυρεύει «Το παλιό μου σπίτι / με τ’ αψηλά τα παραθύρια…» όπως γράφει στον «Γυρισμό του ξενιτεμένου». Ισως το πιο κοντινό στο σπίτι αυτό, του παιδικού Παραδείσου, να είναι η νεοκλασική βίλα «Γαλήνη» στον Πόρο, της Μαρούλης (αδελφής της Μαρώς) και του χρηματιστή Νικόλαου Δραγούμη, στο οποίο ο Σεφέρης θα ολοκληρώσει την Κίχλη, όπου και το ποίημα με τίτλο «Το σπίτι κοντά στη θάλασσα»: «Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν. Ετυχε/ να ‘ναι τα χρόνια δίσεχτα· πόλεμοι, χαλασμοί, ξενιτεμοί·/ […] Δεν ξέρω πολλά πράγματα από σπίτια,/ Ξέρω πως έχουν τη φυλή τους, τίποτε άλλο./ Καινούργια στην αρχή σαν τα μωρά/ που παίζουν στα περβόλια με τα κρόσσια του ήλιου,/ κεντούν παραθυρόφυλλα χρωματιστά και πόρτες/ γυαλιστερές πάνω στη μέρα·/ Οταν τελειώσει ο αρχιτέκτονας, αλλάζουν,/ ζαρώνουν ή χαμογελούν ή ακόμη πεισματώνουν/ μ’ εκείνους που έμειναν μ’ εκείνους που έφυγαν/ μ’ άλλους που θα γυρίζανε αν μπορούσαν/ ή που χαθήκαν, τώρα που έγινε/ ο κόσμος ένα απέραντο ξενοδοχείο.// Δεν ξέρω πολλά από σπίτια,/ θυμάμαι τη χαρά τους και τη λύπη τους καμιά φορά…».
Σ’ αυτό το σπίτι με τα πεύκα, τον ήλιο ψηλά και τη θέα στη θάλασσα, όπου «το φύσημα του αέρα με φέρνει βίαια στη Σκάλα: το νησί τ’ Αϊ-Γιάννη, η σπηλιά και η συκιά…» (Παρασκευή 25 Οκτώβρη 1946) σκέφτεται για τους «χαρακτήρες των σπιτιών», κι ότι «τα σπίτια έχουν και αυτά το σόι τους».
Την αναζήτηση του χαμένου χρόνου, το αίσθημα της φθοράς, την επιθυμία για μια άλλη ζωή που κινητοποιεί η νοσταλγία της ζωής των παιδικών χρόνων έχει εξετάσει αναλυτικά στη «Γενεαλογία της Κίχλης» ο Νάσος Βαγενάς (Ο ποιητής και ο χορευτής, Κέδρος, 1979) επισημαίνοντας την προσωποποίηση των σπιτιών στον Σεφέρη, την καταγραφή της ανθρωπολογίας τους, τις εικόνες του σπιτιού της Σκάλας που κεντούν την ποίησή του. Η επιστροφή στο σπίτι δεν είναι επιστροφή σε έναν τόπο αλλά σε μια ψυχική κατάσταση, στην ευδαιμονία της παιδικής ηλικίας. Οταν θα βρεθεί ξανά «σ’ ένα μεγάλο σπίτι με πολλά παράθυρα ανοιχτά» μην ξέροντας από πού να κοιτάξει πρώτα, αυτή θα είναι, για τον ποιητή και τον μελετητή του, «η επιστροφή στο χαμένο παράδεισο, που δεν είναι άλλος από την ίδια τη ζωή, όταν την πλημμυρίζει το αίσθημα του φωτός, όταν η αντίθεση, η σύγκρουση του απόλυτου φωτός με τη γήινη πραγματικότητα («αγγελικό και μαύρο, φως») «λύνεται και γίνεται ενότητα με τη βεβαίωση μιας στιγμής αστραπόβολης και αιώνιας ζωής». Σπίτι και φως συμβολίζουν εδώ αυτή τη στιγμή, την επιστροφή της αγάπης».
Η Κίχλη ολοκληρώνεται στον Πόρο τον Οκτώβριο του 1946. Τέσσερα χρόνια αργότερα, στις αρχές Μαΐου του 1950, ο Γιώργος έχοντας πλέον ολοκληρώσει τη θητεία του στην Αγκυρα και περιμένοντας τον επόμενο διορισμό του αποφασίζει να αντιμετωπίσει τα φαντάσματα της παιδικής του ηλικίας και να επισκεφθεί ξανά τη Σμύρνη και τη Σκάλα. Ο θάνατος του Αγγελου τον προηγούμενο Ιανουάριο ίσως έκανε πιο έντονη την ανάγκη να επιστρέψει στα μέρη αυτά, σχολιάζει ο βιογράφος του. Η απουσία της Μαρώς, που βρισκόταν στην Αθήνα για την προετοιμασία του γάμου της κόρης της Μίνας, «ίσως τον βοήθησε να κατασταλάξει στα σχέδιά του· ήταν κάτι το οποίο δεν μπορούσε να μοιραστεί με κανέναν δικό του άνθρωπο, ούτε καν με τη Μαρώ». Συντροφιά με τον σουηδό αρχαιολόγο Αξελ Πέρσον θα ξεκινήσουν από την Αγκυρα, θα φτάσουν στη Σμύρνη και θα αναζητήσουν το σπίτι όπου πέρασε ο Γιώργος τα πρώτα χρόνια της ζωής του για να βρουν ένα ρημαγμένο οικόπεδο. Το επόμενο πρωί αναχωρούν για τη Σκάλα. Περπατάει στο λιμάνι, κολυμπάει στη θάλασσα, πηγαίνει στον τόπο του σπιτιού της γιαγιάς του: ένα πάρκο έχει καλύψει τα πάντα σαν τη θάλασσα. Στο ημερολόγιό του (19 Οκτωβρίου 1950) θα σημειώσει: «Δε θα έχω το κουράγιο να ξαναπάω στη Σκάλα. Τέτοια ταξίδια δεν τα κάνει κανείς δύο φορές».

