Οταν δημοσιοποιήθηκε η συμφωνία των Πρεσπών, κάθε καλόπιστος αναγνώστης της μπορούσε να διατυπώσει δύο απορίες:

Απορία πρώτη. Για ποιον λόγο μια διακρατική συμφωνία χρειάζεται να αναφέρει ποια γλώσσα μιλούν σε ένα από τα δύο κράτη που την υπογράφουν; Τι εξυπηρετεί η ρητή αναφορά ότι στα Σκόπια μιλούν «μακεδονικά»;

Απορία δεύτερη. Για ποιον λόγο η ίδια συμφωνία αναφέρει ότι ένα κράτος που αποκαλείται «Βόρεια Μακεδονία» κατοικείται από ανθρώπους των οποίων η εθνικότητα ή η υπηκοότητα (κατά τον Κοτζιά) δεν είναι «βορειομακεδονική» αλλά «μακεδονική»;

Είμαι βέβαιος, ας πούμε, ότι καμία ελληνοτουρκική συμφωνία δεν διευκρινίζει αν στην Τουρκία μιλούν «τουρκικά» ή αλαμπουρνέζικα, ούτε καμία ελληνοβελγική συνθήκη προσδιορίζει αν στο Βέλγιο προτιμούν τα γαλλικά από τα φλαμανδικά.

Είμαι βέβαιος επίσης ότι η Νέα Ζηλανδία κατοικείται από «Νεοζηλανδούς» και όχι από «Ζηλανδούς», ακριβώς όπως και η Νότια Αφρική έχει «νοτιοαφρικανούς» και όχι «αφρικανούς» υπηκόους.

Για ποιον λόγο λοιπόν η ελληνική πλευρά χρειάστηκε να συνομολογήσει ότι μια χώρα που αποκαλείται «Βόρεια Μακεδονία» κατοικείται από «Μακεδόνες» που μιλούν «μακεδονικά»;

Εως τώρα δεν έχει δοθεί κάποια πειστική εξήγηση.

Αντιθέτως ακούσαμε τον Ζ. Ζάεφ να δηλώνει στη Βουλή των Σκοπίων ότι υπάρχουν «Μακεδόνες στην Ελλάδα», να αναρωτιέται «τι κάναμε εμείς για αυτούς», να διευκρινίζει ότι «έχουμε την ευκαιρία τα παιδιά στην Ελλάδα να μάθουν τη μακεδονική γλώσσα που μέχρι τώρα απαγορευόταν» και ότι «τώρα έχουμε τη δυνατότητα να τους βοηθήσουμε» – τους «Μακεδόνες της Ελλάδας»…

Θα έπρεπε ίσως να είχαμε υποψιαστεί το υπονοούμενο όταν το Σάββατο 19 Μαΐου, σε σύσκεψη πολιτικών αρχηγών στα Σκόπια, ο υπουργός Εξωτερικών Ν. Ντιμιτρόφ ενημέρωνε την ομήγυρη ότι «η Ελλάδα στο Σούνιο έκανε μια σημαντική παραχώρηση».

Ποια ήταν αυτή; Η ελληνική κυβέρνηση «είναι έτοιμη να ονομάσει τη μακεδονική γλώσσα ως μακεδονική γλώσσα» και την «υπηκοότητα μακεδονική» (πρακτικά της σύσκεψης, «Καθημερινή», 2/10).

Δεν θα σχολιάσω τον χαρακτηρισμό «σημαντική παραχώρηση» αλλά θα αναρωτηθώ: τι σόι διαπραγμάτευση είναι αυτή κατά την οποία συμφωνούμε μεν στη σύνθετη ονομασία «Βόρεια Μακεδονία» αλλά αμέσως μετά και για τα περαιτέρω πετάμε τον σύνθετο γεωγραφικό προσδιορισμό στα σκουπίδια;

Διότι η ρητή κατοχύρωση της «μακεδονικής γλώσσας» και της «μακεδονικής» οντότητας (υπηκοότητας, εθνικότητας ή εθνότητας) από την Αθήνα καθιστά μονόδρομο την αναγνώριση «μακεδονικής μειονότητας» στην Ελλάδα.

Ζήτημα απλής λογικής. Αν η μία πλευρά των συνόρων κατοικείται από «Μακεδόνες» που μιλούν «μακεδονικά» είναι αυτονόητο πως οι ίδιοι άνθρωποι που μιλούν την ίδια γλώσσα στην άλλη πλευρά των συνόρων είναι επίσης «Μακεδόνες» και μιλούν επίσης «μακεδονικά».

Και ακολούθως από τη στιγμή που η Ελλάδα αναγνωρίζει με τη συνθήκη των Πρεσπών τα συστατικά στοιχεία μιας «μακεδονικής μειονότητας» είναι αυτονόητο ότι οφείλει να της αναγνωρίσει και όλα τα δικαιώματα που κάθε δημοκρατία αναγνωρίζει στις μειονότητές της.

Είναι προφανές λοιπόν τι παίχτηκε και για ποιον λόγο πανηγύριζε ο Ντιμιτρόφ στη σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών.

Δεν είναι καθόλου προφανές για ποιον λόγο η ελληνική κυβέρνηση έκανε αυτή την παραχώρηση και τι πήρε σε αντάλλαγμα. Διότι το επιχείρημα ότι πήρε τη σύνθετη ονομασία δεν στέκει: οι παραχωρήσεις καταργούν τη σύνθετη ονομασία στην πράξη.

Γιατί άραγε να ονομάζεται «Βόρεια Μακεδονία» μια χώρα που κατοικείται από «Μακεδόνες» που μιλούν «μακεδονικά», παράγουν «μακεδονικά» προϊόντα και τα διακινούν με «μακεδονικά» διακριτικά;

Τούτων δοθέντων, η δυσάρεστη εξέλιξη μιας δυσάρεστης υπόθεσης μας αφήνει με ένα πελώριο ερωτηματικό. Τι πήγε στραβά;

Φταίει η διαπραγμάτευση ανίκανων ανθρώπων που δεν είχαν καμία σχέση με το αντικείμενο της διαπραγμάτευσης ή μήπως φταίει η ιδεολογική αμεριμνησία τους για ζητήματα που θα έπρεπε να αποτελούν τον πυρήνα της διαπραγμάτευσης;

Ομολογώ ότι δεν έχω κατασταλάξει ακόμη. Αλλά σίγουρα κάτι πήγε στραβά. Και μπλέξαμε.

Επιχείρημα

Η συζήτηση για την αναθεώρηση του Συντάγματος εξελίσσεται μέσα στη γενική αδιαφορία.
Μόνο με το άρθρο 16 πήγε λίγο να φουντώσει ο καβγάς.
Οχι μόνο επειδή η αντιπολίτευση έκανε την ντρίμπλα να μιλήσει για «μη κερδοσκοπικά» αντί για «ιδιωτικά» πανεπιστήμια – δύσκολο να το αντικρούσεις αυτό μέσα από την ιδεοληψία της Αριστεράς…

Αλλά και επειδή εμφανίστηκε επί σκηνής όλο το λόμπι των «πανεπιστημιακών του ΣΥΡΙΖΑ» – Παρασκευόπουλος, Αναγνωστοπούλου, Μπαλτάς, Δουζίνας…
Είναι οι ίδιοι που πολέμησαν τον νόμο Διαμαντοπούλου αλλά και κάθε προσπάθεια αναβάθμισης και μεταρρύθμισης των δημόσιων πανεπιστημίων.
Νομίζω ότι η καλοδεχούμενη συμμετοχή τους στη συζήτηση αποτελεί το καλύτερο επιχείρημα γιατί πρέπει επιτέλους να αλλάξει το άρθρο 16!