Τη χρυσή εποχή της έντυπης δημοσιογραφίας στη ναυαρχίδα του αμερικανικού Τύπου που αποτελούσε η εταιρεία Time Inc., εκδότρια των περιοδικών «Time», «Life» και κάπου 100 άλλων, οι ώρες εργασίας ήταν πολλές, οι αποστολές αιφνίδιες και οι προθεσμίες αυστηρές, αλλά ο πακτωλός των χρημάτων που κατέθεταν αναγνώστες, συνδρομητές και διαφήμιση ήταν τέτοιος που επέτρεπε πλήθος προνομίων – από ποτά για όλους και βραδινό από γαλλικό εστιατόριο την ημέρα του κλεισίματος της ύλης έως μίνι διακοπές για το σύνολο του προσωπικού στο θέρετρο Κι Λάργκο της Φλόριδας. Ακόμη και όταν στα τέλη της δεκαετίας του ’90 οι πρώτοι τριγμοί είχαν αρχίσει να ακούγονται στο οικοδόμημα, το «Time» απέφερε από μόνο του 627 εκατ. δολάρια σε έσοδα. Το 2016, σε έναν άλλον μιντιακό κόσμο πια, κυριαρχούμενο από τον λεπτό προς λεπτό κύκλο ενημέρωσης, το Διαδίκτυο και τα κοινωνικά μέσα, το ποσό αυτό είχε περιοριστεί δραματικά στα 2 εκατ. δολάρια. Εναν χρόνο αργότερα, τον Νοέμβριο του 2017, ο οργανισμός Meredith θα αγόραζε ολόκληρη την Time Inc. αντί 2,8 δισεκατομμυρίων δολαρίων (το 2000 η AOL την είχε εξαγοράσει αντί σχεδόν 165 δισ., σε έναν αποτυχημένο γάμο που διαλύθηκε το 2009) και θα έβαζε άμεσα πωλητήριο στους ιστορικούς τίτλους «Time», «Fortune» και «Sports Illustrated» που δεν ταίριαζαν στο γυναικείο κατά βάση κοινό του. Επειτα από 8 μήνες προσεγγίσεων και αποκλίσεων, φημών και διαψεύσεων, διαπραγματεύσεων και αλισβερισιού, ανακοινώθηκε στις 16 Σεπτεμβρίου ότι το «Time» πουλήθηκε με αντίτιμο 190 εκατ. δολάρια στον 54χρονο Μαρκ Μπένιοφ, δισεκατομμυριούχο ιδιοκτήτη της Salesforce, πρωτοπόρου εταιρείας του cloud computing. Μετά τον Τζεφ Μπέζος και τη «Washington Post», μετά τη Λορίν Πάουελ Τζομπς και το «Atlantic», ένας τρίτος ηγέτης της Σίλικον Βάλεϊ επιβιβαζόταν σε μια ναυαρχίδα του αμερικανικού Τύπου – για να ανορθώσει άραγε το κύρος της, να διευρύνει τις επενδύσεις του, να λουστεί στο φως της δημοσιότητας;
Από την τριάδα των σωτήρων ο Μπένιοφ είναι ο λιγότερο γνωστός διεθνώς. Ο Μπέζος είναι πλέον ο πλουσιότερος άνθρωπος του κόσμου (158 δισ. δολάρια, σύμφωνα με την τελευταία καταμέτρηση της αξίας του Amazon), η Πάουελ Τζομπς είναι η χήρα του Στιβ Τζομπς. Το γεγονός ότι ο Μπένιοφ είναι μακρινός εξάδελφος του σεναριογράφου και παραγωγού του «Game of Thrones» Ντέιβιντ Μπένιοφ δεν αρκεί για να του προσδώσει αναγνωρισιμότητα ανάλογης εμβέλειας. Πρόκειται ωστόσο για παιδί-θαύμα της Σίλικον Βάλεϊ, ο οποίος σε ηλικία 15 ετών έφτιαχνε παιχνίδια για ηλεκτρονικούς υπολογιστές κερδίζοντας 1.500 δολάρια τον μήνα και στη συνέχεια ίδρυσε τη δική του εταιρεία game software αντλώντας τα κεφάλαια για να πληρώσει μόνος του τις προπτυχιακές σπουδές του στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνιας. Συνεχίζοντας τη μετεωρική άνοδό του στο στερέωμα του πρώιμου σύμπαντος των υπολογιστών, στα 26 του έγινε αντιπρόεδρος της κορυφαίας εταιρείας Oracle – και προστατευόμενος του ιδρυτή της, Λάρι Ελισον. Διαβλέποντας από νωρίς ένα μέλλον στο οποίο το Διαδίκτυο θα παρείχε εκτεταμένες «υπηρεσίες νέφους» επιτρέποντας την πρόσβαση σε εφαρμογές απευθείας από το Ιnternet, χωρίς εγκατάσταση προγραμμάτων στο PC, ο Μπένιοφ έστησε το 1999 τη Salesforce. Το τίμημα ήταν η σύγκρουση με τον Ελισον, ο οποίος αρχικά είχε επενδύσει 2 εκατ. δολάρια στη νέα επιχείρηση, συμμετέχοντας μάλιστα στο διοικητικό της συμβούλιο, στη συνέχεια όμως επεδίωξε να δημιουργήσει έναν ευθέως ανταγωνιστικό οργανισμό. Για καιρό οι δύο πρώην στενοί συνεργάτες αντάλλασσαν «φιλοφρονήσεις» μέσω του Τύπου, έως ότου η εισαγωγή της Salesforce στο χρηματιστήριο το 2004 με τιμή 110 δολάρια ανά μετοχή πιστοποίησε την αδιαμφισβήτητη εδραίωσή της στην αγορά. Εκτοτε, ο Μπένιοφ φρόντισε να διατηρεί ένα ζωηρό επιχειρηματικό και κοινωνικό προφίλ: η εταιρεία του αξίζει σήμερα 97 δισεκατομμύρια δολάρια, σύμφωνα με το «Forbes», και κάθε χρόνο δωρίζει το 1% των κερδών της σε φιλανθρωπικούς σκοπούς.
Ωστόσο, η εξαγορά του «Time» δεν μετρά ως φιλανθρωπία. Για τον διευθυντή του οικονομικού τμήματος του Yahoo, Αντι Σέργουερ, «ο πραγματικός λόγος της εξαγοράς είναι να αυξήσει την αναγνωρισιμότητά του – θέλει να γίνει παναμερικανικά γνωστός». Ο Τζόσουα Μπέντον, διευθυντής του Εργαστηρίου Δημοσιογραφίας Νίμαν στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, πρότεινε στο CNBC μια άλλη σειρά προτεραιοτήτων: «Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης είναι μια σχετικά φθηνή και διασκεδαστική επιχείρηση. Το να είσαι ο ιδιοκτήτης ενός σημαντικού πολιτισμικού θεσμού σού δίνει ένα ευχάριστο συναίσθημα». Πράγματι, αυτό φαίνεται να ταιριάζει με όσα δήλωνε ο ίδιος ο Μπένιοφ: ο ίδιος και η σύζυγός του θεωρούσαν τιμητικό το γεγονός ότι θα είχαν υπό την επίβλεψή τους «ένα τέτοιο εμβληματικό brand», έγραφε στο Τwitter στις 17 Σεπτεμβρίου, ενώ σε συνέντευξή του στο CNBC στις 25 Σεπτεμβρίου συμπλήρωνε πως «αγοράσαμε το «Time» γιατί είναι ένας σημαντικός θεσμός με θετικό παγκόσμιο αντίκτυπο και γιατί είναι βαθύτατα συνδεδεμένος με τις οικογενειακές μας αξίες», μέγιστη των οποίων είναι «η εμπιστοσύνη», όπως θα υπογράμμιζε πιο κάτω. Μια και μιλάμε, όμως, για επιχειρηματίες και όχι φιλοσόφους, εξίσου κοντά στον στόχο μοιάζει η πραγματιστική πληροφορία που μεταφέρει ο Τζο Πομπέο του «Vanity Fair»: ο Μπένιοφ βλέπει την «ψηφιακή αναμόρφωση ενός ιστορικού παράγοντα της έντυπης δημοσιογραφίας· ιδιαίτερα η ανάπτυξη του τομέα των βίντεο του «Time» έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εξαγορά».
Αναμφίβολα, το brand μετράει. Μεταξύ των διαθέσιμων εντύπων, ο Μαρκ Μπένιοφ προτίμησε το «Time», όχι το «Fortune». Η Λορίν Πάουελ Τζομπς το «Atlantic» – το ιστορικότερο ίσως αμερικανικό λογοτεχνικό και πολιτικό περιοδικό, το οποίο ιδρύθηκε το 1857 – όχι τη «Village Voice». Ο Τζεφ Μπέζος την «Washington Post», της οποίας το όνομα, ελέω Γουότεργκεϊτ θεωρούνταν ισοδύναμο εγκυρότητας, όχι τους «Los Angeles Times». Τόσο όμως το πολιτικό όσο και το οικονομικό στοιχείο έπαιξαν τον ρόλο τους. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι τρεις γνωστοί liberals επένδυσαν σε τρία κορυφαία σχήματα του φιλελεύθερου δημοσιογραφικού χώρου. Η περίπτωση του «Time», μάλιστα, είναι χαρακτηριστική, μια και ο Μπένιοφ είχε να ανταγωνιστεί μια προσφορά 300 εκατ. δολαρίων από τον Ντέιβιντ Πέκερ, εκδότη του σκανδαλοθηρικού «National Enquirer» και στενού φίλου του Ντόναλντ Τραμπ. Ο προοδευτικός χώρος ανησυχούσε ιδιαίτερα για τον κίνδυνο να βρεθεί το «Time» υπό τον έλεγχο των λαϊκιστών και ανέπνευσε ελεύθερα τον Απρίλιο του 2018, όταν η υποψηφιότητα Πέκερ κάηκε λόγω της αποκάλυψης ότι το «Enquirer» αγόραζε θέματα που θα έβλαπταν τον Τραμπ, μόνο και μόνο για να τα θάψει στη συνέχεια.
Οσον αφορά το οικονομικό δυναμικό, πράγματι ο λόγος των μεγεθών των εντύπων προς την περιουσία των επενδυτών είναι υποπολλαπλάσιος – με άλλα λόγια, δεν είχαν και πολλά να χάσουν. Και ήδη η διαχείριση της «Washington Post» την πενταετία που πέρασε ήταν τόσο υποδειγματική, επιστρέφοντας στην κερδοφορία ήδη από το 2016, ώστε ο Τζον Χιούι, πρώην διευθυντής του «Time», να μπορεί να κάνει λόγο για το «μοντέλο Μπέζος»: «Αυτό που χρειάζεται είναι κάποιος με τα επιχειρηματικά εχέγγυα και το απαραίτητο κεφάλαιο για να τα στηρίξει».
Συνοψίζοντας τα παραπάνω, ο δημοσιογράφος Νικ Μπίλτον έγραφε στις 17 Σεπτεμβρίου στο «Vanity Fair» ότι αυτό που δείχνει με σαφήνεια η έφοδος των μεγιστάνων της Σίλικον Βάλεϊ στον αμερικανικό Τύπο είναι ότι ζούμε σε μια εποχή νέων Ροκφέλερ. Οχι ενδεχομένως όσον αφορά την παντοκρατορία του βασιλιά του πετρελαίου στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν η περιουσία του Τζον Ντ. Ροκφέλερ άγγιζε το 2% της αμερικανικής οικονομίας, αλλά σίγουρα σε σχέση με την ετοιμότητά του να εκμεταλλευθεί την καθυστέρηση της κυβέρνησης των ΗΠΑ να παρέμβει ρυθμιστικά προκειμένου να επεκτείνει ραγδαία τις επιχειρήσεις του. «Στον καιρό του», επεσήμαινε ο Μπίλτον, ο Ροκφέλερ θεωρούνταν ο κορυφαίος εξαιτίας της αμέριστης προσοχής του στον έλεγχο του κόστους (όπως το Amazon), της αδίστακτης προσέγγισής του στην καταστροφή των αντιπάλων (όπως το Facebook) και της πεποίθησής του ότι αυτός και μόνο ήταν ο καταλληλότερος άνθρωπος για να διαμορφώσει την κοινωνία (όπως πιστεύουν σχεδόν όλοι στη Σίλικον Βάλεϊ). Πέρα από πολιτικές στάσεις στο ανάπτυγμα προοδευτικότητας-συντηρητισμού και την κατά κανόνα καθησυχαστική αίσθηση ότι οι Μπέζος, Πάουελ Τζομπς και Μπένιοφ ανήκουν στη χορεία των καλών, ο Μπίλτον θέτει ένα καίριο ερώτημα για την καταλληλότητά τους να επενδύουν επί παντός του επιστητού: «Εχουν οι άνθρωποι που έκαναν περιουσία σε έναν συγκεκριμένο χώρο τα εχέγγυα να εισέρχονται σε διαφορετικά πεδία, μόνο και μόνο επειδή διαθέτουν το χρήμα ώστε να το κάνουν;».
Το ερώτημα δεν τίθεται για πρώτη φορά. Ο ίδιος ο Μπίλτον θυμίζει ότι πριν από την ανησυχία για την επέκταση του Facebook υπήρχε η ανησυχία για τον γιγαντισμό της Microsoft: «Πολλοί φοβούνταν ότι ο Μπιλ Γκέιτς θα κατάπινε όλες τις αμερικανικές βιομηχανίες τη μία μετά την άλλη». Οπως απέδειξε η δημιουργία του Ιδρύματος Μπιλ και Μελίντα Γκέιτς, στόχος του ιδρυτή της Microsoft δεν ήταν η παγκόσμια κυριαρχία. Και όσο και αν ο Τζεφ Μπέζος ονειρεύεται την εμπορική εκμετάλλευση του Διαστήματος, το «Blue Origin» του είναι ακόμη πολύ μακριά από το να αποτελέσει μονοπώλιο. Η επέλαση των κυρίαρχων της Σίλικον Βάλεϊ στον χώρο του αμερικανικού Τύπου δεν είναι παρά ένα σημείο των καιρών που δείχνει ενδεχομένως περισσότερα για το από πού πηγάζει ο πλούτος στον 21ο αιώνα και τι επιλέγει για να αναδείξει το προφίλ του. Οι εξαγορές μέσων μαζικής ενημέρωσης είναι λίγο-πολύ σαν να αγοράζεις έργα τέχνης, έλεγε ο Τζόσουα Μπέντον στο CNBC: «Για κάποιους ένα μέρος του έχει να κάνει με την ειλικρινή εκτίμηση της μορφής της τέχνης […], για κάποιους με μια αίσθηση πολιτειακής ευθύνης – και ένα άλλο μέρος, βέβαια, έχει να κάνει με την εδραίωση της κοινωνικής τους θέσης».