Γιατί ήταν χαμηλό το αρχικό τίμημα για τον ΔΑΑ
Ο πρόεδρος του Διεθνούς Αερολιμένα Αθηνών Δημήτρης Δημητρίου μιλάει για την επέκταση της παραχώρησης, τα οφέλη για το Δημόσιο και τις νέες επενδύσεις που θα φθάσουν τα 3 δισ. ευρώ
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
«Η επέκταση της σύμβασης παραχώρησης του Διεθνούς Αερολιμένα Αθηνών (ΔΑΑ) έως το 2046 αναμένεται να επιφέρει νέες επενδύσεις με επίκεντρο το αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος», που αθροιστικά μπορεί να προσεγγίσουν ακόμα και τα 3 δισ. ευρώ».
Αυτό επισημαίνει σε συνέντευξή του προς «Το Βήμα» ο πρόεδρος του ΔΣ του Διεθνούς Αερολιμένα Αθηνών (ΔΑΑ) και αναπληρωτής καθηγητής Διαχείρισης και Οικονομικών των Μεταφορών του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης κ. Δημήτρης Δημητρίου, με αφορμή την πρόσφατη κύρωση της νέας σύμβασης από τη Βουλή.
Οι επενδύσεις με επίκεντρο το ΔΑΑ, προσθέτει ο κ. Δημητρίου, «θα υλοποιηθούν μακροπρόθεσμα και σε συνάρτηση με την ανοδική πορεία της επιβατικής κίνησης, προκαλώντας μια ανθεκτική και βελτιούμενη εντροπία σε οικονομικούς όρους, καθώς και επιχειρηματική διέγερση προς νέες υπηρεσίες και προϊόντα».
Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά την αύξηση του τιμήματος για τη νέα σύμβαση παραχώρησης του ΔΑΑ από τα 484 εκατ. ευρώ στα 1,1 δισ. ευρώ, ο κ. Δημητρίου υποστηρίζει ότι «αντανακλά τη μείωση του κόστους χρήματος για τη χώρα» και προοιωνίζεται «τις θετικές εξελίξεις και προσδοκίες για την ελληνική οικονομία».
Την περασμένη Πέμπτη κυρώθηκε από τη Βουλή η νέα σύμβαση παραχώρησης του ΔΑΑ. Τι περιλαμβάνει;
«Με τη νέα σύμβαση επεκτείνεται ο συμβατικός χρόνος παραχώρησης του ΔΑΑ από τον Ιούνιο του 2026 για επιπλέον 20 έτη, δηλαδή μέχρι τον Ιούνιο του 2046. Ουσιαστικά, η σημερινή εταιρεία διαχείρισης του ΔΑΑ θα μπορεί να λειτουργεί έως το 2046, με την υφιστάμενη μετοχική σύνθεση, τις ίδιες υποχρεώσεις, καθήκοντα και στόχους. Σήμερα, το 55% των μετοχών ανήκουν στο Ελληνικό Δημόσιο (τις μετοχές του Δημοσίου τις διαχειρίζονται το Ταμείο Συμμετοχών και το ΤΑΙΠΕΔ), το 40% στην Avi Alliance (ανήκει στο καναδικό συνταξιοδοτικό ταμείο PSP) και το 5% στην οικογένεια Κοπελούζου».
Τον Μάιο του 2017 συμφωνήθηκε τίμημα 484 εκατ. ευρώ, το οποίο έπειτα και από την παρέμβαση της ΕΕ τελικά έφτασε στο 1,115 δισ. ευρώ, σχεδόν 2,3 φορές μεγαλύτερο. Γιατί το αρχικό τίμημα ήταν τόσο χαμηλό;
«Το τίμημα για την επέκταση του χρόνου παραχώρησης αφορά τη σημερινή καταβολή από την εταιρεία (και τους μετόχους της) του ποσού των 1,115 δισ. ευρώ (χωρίς ΦΠΑ) ως προεξόφληση ωφελειών (σε τιμές και αξίες) για τη συνέχιση της λειτουργίας της εταιρείας του ΔΑΑ για επιπλέον 20 έτη. Ουσιαστικά, το τίμημα αφορά την προεξόφληση μελλοντικών ωφελειών 20 ετών (2026-2046), σήμερα, δηλαδή επτά έτη προτού ολοκληρωθεί η αρχική σύμβαση παραχώρησης του 1996. Υπενθυμίζεται ότι τη διαδικασία διαπραγμάτευσης και την τελική συμφωνία για τη νέα σύμβαση παραχώρησης τη διαχειριζόταν το ΤΑΙΠΕΔ, για λογαριασμό του Ελληνικού Δημοσίου».
Τι τελικά οδήγησε στην αρχική χαμηλή αποτίμηση;
«Να σας υπενθυμίσω πως το αρχικό τίμημα δεν ήταν τα 484 εκατ. ευρώ του 2017 αλλά τα 250 εκατ. ευρώ του 2011. Οπως προκύπτει από τις εισηγητικές εκθέσεις των κρατικών προϋπολογισμών για τα έτη 2011 και 2012, το εκτιμώμενο τίμημα για την επέκταση της περιόδου παραχώρησης είχε προσδιοριστεί τότε σε περίπου 250 εκατ. ευρώ.
Αντίστοιχα, της τάξεως των 300 εκατ. ευρώ ήταν και οι εκτιμήσεις του ΤΑΙΠΕΔ, σύμφωνα με τις διαπραγματεύσεις της περιόδου 2014. Επίσης, σας υπενθυμίζω ότι η ολοκλήρωση της 20ετούς παράτασης (και η πώληση του 30% του ΔΑΑ, από το 55% συνολικά που κατέχει το Δημόσιο μέσω του ΤΑΙΠΕΔ) αποτέλεσε υποχρέωση της συμφωνίας για το ελληνικό πρόγραμμα χρηματοδότησης που εγκρίθηκε από τη Βουλή στον Αύγουστο του 2015. Ετσι, στα τέλη του 2016, ύστερα από πολλά στάδια, ολοκληρώθηκε η αποτίμηση του τιμήματος και καθορίστηκαν το πλαίσιο και οι διαδικασίες έγκρισης της συμφωνίας».
Τη συγκεκριμένη χρονιά δεν υπήρχαν όλα εκείνα τα στοιχεία για την ορθή αποτίμηση;
«Το 2016 οι μελέτες βασίστηκαν στα πιο πρόσφατα δεδομένα, δηλαδή σε αυτά του 2015. Ωστόσο, κρίσιμη παράμετρος στην τελική αποτίμηση του οικονομικού τιμήματος για τη χρονική επιμήκυνση της σύμβασης παραχώρησης του ΔΑΑ είναι το κόστος κεφαλαίου, δηλαδή το προεξοφλητικό επιτόκιο για την περίοδο από το 2026 και έπειτα. Η μακρά περίοδος προεξόφλησης και τα υψηλά προεξοφλητικά επιτόκια, ειδικά στα προηγούμενα χρόνια – με τη γνωστή κατάσταση στην ελληνική οικονομία -, οδηγούσαν σε αποτιμήσεις που δεν υπερέβαιναν τα 300 εκατ. ευρώ. Σημειωτέον ότι το προεξοφλητικό επιτόκιο – είναι σε άμεση συνάρτηση με την απόδοση του 10ετούς κρατικού ομολόγου – στο τέλος του 2016 βρισκόταν πολύ υψηλά, ενώ στις αποτιμήσεις και στη διαπραγμάτευση συμπεριελήφθη και το επιχειρηματικό ρίσκο. Στο πλαίσιο αυτό, η προσφορά της εταιρείας προς το ΤΑΙΠΕΔ, τον Μάιο του 2017, ύψους 484 εκατ. ευρώ (600 εκατ. ευρώ με τον ΦΠΑ), έγινε δεκτή ύστερα από κρίση-αξιολόγηση και από ανεξάρτητους εκτιμητές».
Η αποτίμηση ευρωπαϊκών αρχών πού βασίστηκε;
«Σε αυτή την προσφορά προβλεπόταν ότι για να τεθεί σε ισχύ η συμφωνία και να καταβληθεί το τίμημα έπρεπε να δοθούν όλες οι σχετικές εγκρίσεις από τις αρμόδιες ελληνικές και ευρωπαϊκές αρχές (DG Comp, DG Grow, Ελεγκτικό Συνέδριο, ΕΤΕπ και Βουλή). Η DG Comp στη συμφωνία που της υπεβλήθη προς έγκριση, μετά τις εγκρίσεις των ελληνικών αρχών (όπως αυτή του Ελεγκτικού Συνεδρίου στο β’ εξάμηνο του 2018), επαναπροσδιόρισε τις παραμέτρους αποτίμησης, στη βάση των θετικών εξελίξεων και προσδοκιών για την ελληνική οικονομία. Αυτό έγινε αποδεκτό από την πλευρά του Δημοσίου, αλλά και από τους ιδιώτες επενδυτές. Ετσι, ενώ η προσφορά του 2017 ήταν ήδη διπλάσια των στόχων που είχαν τεθεί μερικά χρόνια πριν, το τίμημα των 484 εκατ. ευρώ ανήλθε σε 1,115 δισ. ευρώ (χωρίς ΦΠΑ) στο τέλος του 2018, κυρίως λόγω της αποκλιμάκωσης του κόστους των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου πάνω από 360 μ.β. την περίοδο της τελικής διαπραγμάτευσης (β’ εξάμηνο του 2018)».
Πέραν του τιμήματος που θα πάει στην αποπληρωμή του χρέους, ποια θα είναι τα άλλα οικονομικά οφέλη για το Δημόσιο;
«Από την ανάπτυξη της εταιρείας διαχείρισης του αερολιμένα, το Ελληνικό Δημόσιο απολαμβάνει αθροιστικά πάνω από το 70% του παραγόμενου εισοδήματος (μερίσματα, φόροι εισοδήματος, τέλη, μισθώματα κ.λπ.), που για την περίοδο 2001-2017 αντιστοιχεί σε έσοδα 1,65 δισ. ευρώ. Με τις σημερινές εκτιμήσεις, το Δημόσιο, ως μέτοχος του ΔΑΑ, από το 2026 έως το 2046 θα εισπράξει και μερίσματα της τάξης των 2 δισ. ευρώ. Επίσης, η επέκταση της σύμβασης παραχώρησης αναμένεται να πυροδοτήσει νέες επενδύσεις που αθροιστικά μπορεί να προσεγγίσουν τα 3 δισ. ευρώ».
Το επόμενο στοίχημα θα είναι η πώληση του 30% των μετοχών της νέας εταιρείας του ΔΑΑ;
«Ηδη κάποιοι μιλούν για ισχυρό ενδιαφέρον από το καναδικό συνταξιοδοτικό ταμείο PSP, που σήμερα μέσω της AviAlliance κατέχει χαρτοφυλάκιο στον ΔΑΑ».

