Έντυπη Έκδοση Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους Εχει χαρακτηριστεί ως ένας αξιόπιστος, διακριτικός και πολύ αποτελεσματικός αξιωματούχος του υπουργείου Εξωτερικών, το οποίο υπηρέτησε για περισσότερα από 32 χρόνια: ως σύμβουλος προέδρων και υπουργών Εξωτερικών σε διαδοχικές κυβερνήσεις Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικανών, ως πρέσβης σε Ιορδανία και Ρωσία και λίγο προτού συνταξιοδοτηθεί και ως υφυπουργός Εξωτερικών επί προεδρίας Ομπάμα. Σήμερα είναι πρόεδρος του think tank διεθνών υποθέσεων Carnegie Endowment for International Peace.
Ο Ουίλιαμ Μπερνς, ο οποίος επελέγη από τον Τζο Μπάιντεν για να ηγηθεί της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (CIA), δεν είναι απλώς ένας παλαιός γνώριμος των διπλωματικών κύκλων. Πάνω από όλα είναι ένας ανώτερος αξιωματούχος που έχει δοκιμαστεί από κρίσεις, χαίρει σεβασμού για την αναλυτική του σκέψη και έχει αφιερώσει την καριέρα του για να διατηρήσει τους Αμερικανούς ασφαλείς. Πρωτίστως όπως και ο Μπάιντεν συμμερίζεται τη βαθιά πεποίθηση – κατά τα λεγόμενα του νεοεκλεγέντος προέδρου – ότι «οι μυστικές υπηρεσίες πρέπει να μείνουν μακριά από την πολιτική».
Η επιλογή του Μπάιντεν στο πρόσωπό του δεν είναι διόλου τυχαία, σχολιάζουν τα αμερικανικά Μέσα. Εχει μακρά εμπειρία στις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις στη Μέση Ανατολή, έχοντας μεταξύ άλλων συνεργαστεί στενά με την ομάδα του Μπαράκ Ομπάμα για τη συμφωνία-ορόσημο για τα πυρηνικά του Ιράν το 2015. Ερχεται να σηματοδοτήσει την αρχή μιας νέας εποχής έπειτα από τέσσερα χρόνια στα οποία ο Ντόναλντ Τραμπ υπονόμευε όσο κανένας άλλος προκάτοχός του τις μυστικές υπηρεσίες, παρενέβαινε στο έργο τους, άλλοτε ασκώντας αφόρητες πιέσεις σε αξιωματούχους, άλλοτε απολύοντάς τους και άλλοτε απαξιώνοντας το έργο τους.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας του ο Μπερνς συνεργάστηκε με τη CIA, όμως η σημαντικότερη αρετή που διαθέτει (όπως αναφέρουν πρώην αξιωματούχοι της υπηρεσίας στον αμερικανικό Τύπο) είναι πάνω από όλα η αγαστή σχέση που έχει τόσο με τον ίδιο τον Μπάιντεν αλλά και με την κορυφαία ομάδα εθνικής ασφαλείας. Μεταξύ άλλων είναι σφοδρός επικριτής της εξωτερικής πολιτικής περιχαράκωσης που υπηρέτησε η διοίκηση του απερχόμενου προέδρου. Πιστεύει στη σημασία των διεθνών συμμαχιών, ιδίως με τους ευρωπαίους εταίρους και το ΝΑΤΟ, ενώ θεωρεί εκ των ων ουκ άνευ την οικοδόμηση εκ νέου της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ.