«Για την “Αυλή” δούλεψα χωρίς καμία αναστολή»
Ο συνθέτης μιλάει για τα θαύματα της αυλής και της μουσικής, αποτυπώνοντας τον βαθιά ελληνικό και ανθρώπινο χαρακτήρα του έργου
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Την «Αυλή των θαυμάτων», το έργο-ορόσημο του νεοελληνικού θεάτρου του Ιάκωβου Καμπανέλλη, θέλησε να κάνει μιούζικαλ ο Στέφανος Κορκολής. Ο συνθέτης αφέθηκε στον κόσμο του συγγραφέα θέλοντας να αποτυπώσει αυτόν τον σύγχρονο αλλά και μελλοντικό χαρακτήρα που διαθέτει το έργο – βαθιά ελληνικό και ανθρώπινο.
Κύριε Κορκολή, πώς γεννήθηκε η ιδέα του μιούζικαλ;
«Από εμένα και τον Χρήστο Σουγάρη. Είχαμε κάνει μαζί πριν από δύο-τρία χρόνια τον «Δρόμο περνά από μέσα» του Καμπανέλλη κι εκεί δημιουργήθηκε η ανάγκη μουσικής. Ο Σουγάρης είναι ένας σκηνοθέτης που αγαπάει τη μουσική, όχι σαν συνοδεία, αλλά σαν ρόλο. Και τότε, εκείνος ή εγώ, δεν θυμάμαι, είπαμε τι ωραία που θα ήταν να κάναμε ένα μιούζικαλ πάνω σε έργο του Καμπανέλλη, στην «Αυλή των θαυμάτων». Πήγα κατευθείαν στην Κατερίνα την Καμπανέλλη, που είναι και φίλη μου – με μια φιλία που με τιμά ιδιαίτερα. Μου έχει εμπιστευθεί ανέκδοτα ποιήματα του Καμπανέλλη, τα οποία θα μελοποιήσω στο μέλλον. Η Κατερίνα ενθουσιάστηκε με την ιδέα.
Σε μια συνάντησή μου με τον Γιάννη Βακαρέλλη του το ανέφερα. Τον ενδιέφερε. Μου σύστησε τον Γιώργο Λυκιαρδόπουλο για τη συμπαραγωγή με το Μέγαρο. Και θέλω να τονίσω ότι ο Λυκιαρδόπουλος το τόλμησε και δεν έκανε πίσω σε μια περίοδο όπως αυτή που βρισκόμαστε σήμερα».
Είχατε γνωρίσει τον Καμπανέλλη;
«Οταν πήγαινα β΄ λυκείου, στη Σχολή Χατζιδάκι, ανεβάσαμε με τη θεατρική ομάδα την «Αυλή των θαυμάτων». Επαιξα τον Στράτο και έγραψα τη μουσική. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι είχε έρθει να μας δει ο ίδιος ο Καμπανέλλης. Τον θυμάμαι τόσο γλυκό να μας μιλά μετά την παράσταση. Μου είπε πόσο του άρεσε η μουσική μου και πόσο αγαπούσε και ο ίδιος τη μουσική.
Ο λόγος είναι μουσική είτε είναι θεατρικός είτε ποίηση. Το συγκεκριμένο έργο έχει μια γραφή που αντικατοπτρίζει τον σφυγμό της εποχής που ζούμε και κάθε εποχής νομίζω. Είναι τόσο δίπλα μας, τόσο κοντά μας οι χαρακτήρες και όλα τα βάσανα των ανθρώπων συνεχίζουν να υπάρχουν – η φτώχεια, η φυγή στο εξωτερικό για να προκόψουμε, ο ευλογημένος τόπος που ζούμε αλλά μας κάνουν έξωση, για να μην αναφερθώ στους ανεκπλήρωτους έρωτες και τους ευαίσθητους ανθρώπους…
Ο Καμπανέλλης έχει μια ήπια γραφή αλλά γεμάτη σπίθες, μια γραφή ήπιων τόνων που δεν λέει καθόλου ήπια πράγματα.
Η κόρη του μου είπε πως και ο πατέρας της, αν ζούσε, θα ήθελε την εκδοχή του μιούζικαλ, γιατί ήταν ισχυρή και η δική του σχέση με τη μουσική. Μην ξεχνάμε το «Μαουτχάουζεν», κι όλα τα άλλα που μας έχει δώσει. Και να προσθέσω ότι λόγω της σχέσης που είχα με τον Μίκη Θεοδωράκη «συναντούσα» πολλές φορές τον Καμπανέλλη μέσα απ’ τα έργα του. Ηταν βαθιά ριζωμένος μέσα μου, τον διάβαζα, έβλεπα παραστάσεις».
Πώς λειτουργεί η μουσική μέσα στην παράσταση;
«Το μιούζικαλ δεν μπορούσα να το αντιμετωπίσω ως μια απλά περιγραφική μουσική που θα έντυνε σκηνές του έργου. Είναι ρόλος, ένας επιπλέον ρόλος. Δεν σκιαγραφεί μουσικά τον κάθε χαρακτήρα. Εχει τη δομή του αμερικανικού μιούζικαλ, όπου ο λόγος του μεταλλάσσεται σε λόγο με νότες – ακόμα και η ομιλία μας έχει νότες. Εδώ υπάρχει μια ροή όπου κάποιες στιγμές νομίζω ξεχνιέσαι ότι τραγουδάνε. Είμαι μοιρασμένη η μουσική 50-50 με τον λόγο».
Ποιος είναι ο ήχος της «Αυλής»;
«Δεν είναι ο ήχος του ’60. Δεν ήθελα να πάω με την αφήγηση της εποχής, ούτε το έργο πάει έτσι. Η «Αυλή» θίγει προβλήματα του σήμερα και του αύριο. Δεν προσδιορίζεται σε συγκεκριμένη εποχή – αν θέλαμε πάντως, ίσως να ήταν η δεκαετία του ’80. Αλλά δεν κάνουμε νεωτερισμούς. Η γραφή του Καμπανέλλη είναι τόσο ισχυρή, δεν σε νοιάζει πότε έγινε, συμβαίνει κάθε μέρα. Η παράσταση έχει ένα καταπληκτικό σκηνικό της Μανωλοπούλου, με δωμάτια, επιπλωμένα, όπου η δράση γίνεται παράλληλα, σαν ταινία. Κι εμείς, η ορχήστρα, δεν συνοδεύουμε, παίζουμε, υπάρχει μια διάδραση με τη σκηνή, υπάρχουν στίχοι και τραγούδια, όπως και ολόκληρες σκηνές μελοποιημένες.
Το μουσικό μοτίβο μπαινοβγαίνει – ο στίχος του Γεράσιμου Ευαγγελάτου «Και στην αυλή, στην κάθε αυλή, θα ‘ρθει το θαύμα σου και θα σε βρει». Ολη η εξαιρετική ομάδα των ηθοποιών τραγουδάει πολύ καλά, έχει μουσική αντίληψη μαζί με τη θεατρικότητα. Τους δυσκόλεψα πολύ, όμως, δεν ήθελα να κάνω εκπτώσεις. Αυτό το «όλοι μαζί» νομίζω ότι θα κερδίσει το στοίχημα».
Πώς δουλέψατε; Τι σας ενέπνευσε;
«Η έμπνευση ξεκινάει από το μυαλό μου – με βοήθησε σε πολλές περιπτώσεις και η γραφή του Γεράσιμου. Την καταγράφω στο πιάνο, μετά ηχογραφώ και ακολουθεί η ενορχήστρωση. Η έμπνευση έρχεται συνήθως την ώρα που κοιμάμαι. Ξυπνάω γιατί δεν ξέρω αν την επομένη θα την έχω διατηρήσει. Για την «Αυλή» δούλεψα χωρίς καμία αναστολή. Δεν περιόρισα τα κομμάτια σε κανένα μουσικό ύφος, δεν γίνεται. Γιατί αλλάζουν οι συμπεριφορές, οι καταστάσεις. Θα ακούσουμε ροκ, αλλά και πιο ήπια κομμάτια, θα ακούσουμε τζαζ…».
Λαϊκά;
«Οχι, δεν το ήθελα. Υπάρχει ένα ζεϊμπέκικο, αλλά χωρίς μπουζούκι, γιατί το μπουζούκι θα χαρακτήριζε πολύ την εποχή. Δεν έβαλα πουθενά φρένο στην έμπνευσή μου. Ηθελα αυτό που δημιουργεί η ψυχή μου να ‘χει να κάνει με το έργο και όχι με το πότε έγινε το έργο.
Το μπουζούκι το αγαπάω, έχω γράψει και ζεϊμπέκικα, αλλά δεν μου προέκυψε σε αυτό το έργο. Μουσικά μού προέκυψε το μαντολίνο. Την αγνότητα κάποιων στιγμών που χρειάζομαι μου τις δίνει καλύτερα το μαντολίνο σαν όργανο».
Ωστόσο δεν είμαστε εξοικειωμένοι με το ελληνικό μιούζικαλ…
«Πράγματι. Είναι μια ευκαιρία να γίνουμε. Ετσι κι αλλιώς ένα στοίχημα είναι. Οπως στοίχημα ήταν για μένα και όταν μελοποίησα Καβάφη – κι αν είχα αγωνία. Και ο Μίκης είχε χαρεί πολύ με αυτή μου τη δουλειά. Για εμένα ο Μίκης Θεοδωράκης υπήρξε ο μεγαλύτερος δάσκαλος που είχα ποτέ στη ζωή μου – ενώ είχα πολύ μεγάλους δασκάλους».
Με ποιον ήρωα ταυτίζεστε;
«Δεν μπορώ να ταυτιστώ με έναν ρόλο, είναι πολλοί, ο Στέλιος, η Ντόρα, ο Ιορδάνης, η Αστά – σπαράζω με τον ρόλο του Στέλιου. Είναι τόσο αριστοτεχνικά στημένο το έργο από τον Καμπανέλλη, κανένας ρόλος δεν μειονεκτεί. Λατρεύω τη δομή του. Ξεκινάει κλείνοντας το μάτι στην κωμωδία – με τη γειτονιά, τους τσακωμούς. Με την ανακοίνωση ότι το οικόπεδο πουλήθηκε, έρχεται ο ξεριζωμός, το ξεσπίτωμα, κι εκεί αρχίζει το δράμα, ως το τέλος».
Τι κρατάτε από την «Αυλή των θαυμάτων»;
«Οτι πάντα μένει στο τέλος μια γλυκόπικρη γεύση σε ό,τι κι αν κάνουμε σε αυτήν εδώ τη χώρα».
Σκηνοθεσία Χρήστος Σουγάρης, πρωτότυπημουσική-διεύθυνση ορχήστρας Στέφανος Κορκολής, στίχοι Γεράσιμος Ευαγγελάτος, δραματουργία Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου,χορογραφίες Φωκάς Ευαγγελινός,σκηνικά κοστούμια Ελένη Μανωλοπούλου, φωτισμοί Αλέκος Αναστασίου, ήχος Ανδρέας Γεωργαλλής. Παίζουν: Γιώργος Γάλλος, Αλέξανδρος Μπουρδούμης, Κατερίνα Παπουτσάκη, Ρούλα Πατεράκη, Φιλαρέτη Κομνηνού, Μάνος Βακούσης, Κόρα Καρβούνη, Δημήτρης Πιατάς, Ειρήνη Καράγιαννη, Μαρία Διακοπαναγιώτου, Κρις Ραντάνοφ κ.ά. Πρεμιέρα: 11/2 (20.00) – Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.

