Πρώτα ο ανθρώπινος παράγων. Από εκεί αρχίζουν και καταλήγουν όλα. Το βλέπουμε καθημερινά. Ομως το προσπερνάμε βιαστικά. Ολοι βουτηγμένοι στην ατομική, κοινωνική κρίση. Επειδή έτσι έχουμε συνηθίσει. Ολα άρχισαν από μια τυχαία επίσκεψη σε κάποιο ξεχασμένο, παραθαλάσσιο χωριουδάκι της Ρούμελης. Μια μεγάλη ομάδα παιδιών από δώδεκα ίσαμε είκοσι χρονών. Επί ατελείωτες ώρες καθημερινώς να πλατσουρίζουν, να χασκογελάνε και από τις δέκα λέξεις που έβγαιναν με άναρθρες κραυγές από το στόμα τους, οι οκτώ να είναι «ρε μαλάκα» «μα τι μαλάκας που είσαι», «μα πόσο μαλάκας είναι ο μαλάκας». Χωρίς να φλερτάρουν. Χωρίς να χορεύουν. Χωρίς μισή νότα μουσικής. Χωρίς να ξεφυλλίζουν έστω κάποια αθλητική φυλλάδα. Μπαίνανε στην θάλασσα, ούρλιαζαν «μαλάκας», έβγαιναν από τη θάλασσα, καταβρόχθιζαν κανά πύραυλο ξαναμπαίνανε και ξανά το «μαλάκας». Φταίνε; Καθόλου. Φταίνε οι γονείς; Φυσικά. Από την υπερπροστασία ξεκινάει ο παλιμπαιδισμός. Από την οικογενειακή εσωστρέφεια αρχίζει η αφασία και ο κοινωνικός αναλφαβητισμός. Αλλά κι αυτοί έτσι έμαθαν να πορεύονται. Μερικά στρέμματα ελιές. Κάποιο διαμερισματάκι σε κάποια διπλανή πόλη από το οποίο με το νοίκι τρατάρεται ο οικογενειακός κορβανάς. Από κοντά οι αγροτικές συντάξεις παππού, γιαγιάς, μπαμπά, μαμάς. Κουτσοβολεύονται. Κουτσοσκέφτονται. Κουτσοπροσαρμόζονται. Χωρίς γνώσεις. Χωρίς φιλοδοξίες. Χωρίς προσωπικές ανησυχίες. Αντε να την βγάλουμε. Να τακτοποιήσουμε το παιδί. Ετσι, μ’ ένα σχολείο ρακένδυτο σ’ ένα πολιτικό περιβάλλον διακορρευμένο από κάθε ίχνος αξιοπρέπειας και σ’ έναν κόσμο που δολοφονεί κάθε αληθινή αξία, ο έφηβος καταντάει «πράγμα». Που η οικογένειά του χωρίς να το θέλει τον προορίζει να γίνει ένας μαλάκας και μισός.
Κάποτε σ’ αυτό τον τόπο σκοτώνανε τ’ άλογα όταν γεράσουν. Τώρα από την αγάπη μας τα σκοτώνουμε πριν μεγαλώσουν. Μια αόρατη γενοκτονία επικών διαστάσεων συμβαίνει μέσα στο ίδιο μας το σπίτι. Αλλά δεν φταίμε εμείς. Πάντα φταίει κάποιος ξένος που έχει βαλθεί να μας αφανίσει από προσώπου γης!