«Αυτό δεν είναι το τέλος. Δεν είναι καν η αρχή του τέλους. Ισως να είναι το τέλος της αρχής» έγραφαν οι «New York Times» – δανειζόμενοι την πασίγνωστη ρήση του Γουίνστον Τσόρτσιλ μετά τη μάχη του Ελ Αλαμέιν, την πρώτη νίκη των Συμμάχων εναντίον των δυνάμεων του Αξονα – προκειμένου να περιγράψουν το πλήγμα του φαινομένου Τραμπ, που αποτυπώθηκε στην κάλπη των ενδιάμεσων εκλογών για το Κογκρέσο.

Εδωσε συγχαρητήρια στον… εαυτό του

Αναμφίβολα όμως, δεν… έσκασε αυτό το «μπλε τσουνάμι», όπως ήλπιζαν οι Δημοκρατικοί. Σαρκαστικά, στην ηλεκτρονική σελίδα της αμερικανικής εφημερίδας, ο ευφάνταστος υπεύθυνος ύλης αποτύπωσε αυτό το μήνυμα, με ένα κινούμενο τεράστιο κύμα που σταματά απότομα σε ένα εικονικό τείχος και το νερό βγαίνει από την άλλη πλευρά μέσα από ένα μικρό βρυσάκι.
Οι Δημοκρατικοί ανέκτησαν έπειτα από οκτώ ολόκληρα χρόνια τη Βουλή των Αντιπροσώπων, γεγονός λίγο-πολύ αναμενόμενο αν αναλογιστεί κανείς ότι στις προεδρικές εκλογές του 2016 ο Ντόναλντ Τραμπ είχε χάσει τη λαϊκή ψήφο. Την ίδια ώρα όμως ο αμερικανός πρόεδρος διατήρησε ένα μασίφ ποσοστό δημοφιλίας, ακόμα και εν μέσω πλείστων σκανδάλων, ενισχύοντας μάλιστα τις δυνάμεις του στο σώμα της Γερουσίας.
«Μόνο πέντε φορές τα τελευταία 105 χρόνια εν ενεργεία πρόεδρος κέρδισε στη Γερουσία στις ενδιάμεσες εκλογές. Ο Τραμπ κάνει μαγικά. Αυτός ο άνθρωπος βγάζει μαγικά από τα αφτιά του. Είναι ένας καταπληκτικός συλλέκτης ψήφων. Οι Ρεπουμπλικανοί είναι απίστευτα τυχεροί που τον έχουν και είμαι εκστασιασμένος με το πόσο καλά τα πήγαν» ήταν το… αμίμητο tweet που έγραψε τις πρώτες πρωινές ώρες που διαμορφωνόταν ο εκλογικός χάρτης ο Τραμπ, συγχαίροντας τον εαυτό του σε τρίτο ενικό πρόσωπο για την επιτυχία του!
Ωστόσο, το αποτέλεσμα της κάλπης κάθε άλλο παρά νίκη μπορεί να θεωρηθεί για τον Τραμπ. Από το πρωί της περασμένης Τετάρτης οι Δημοκρατικοί ελέγχουν τη Βουλή, σπάζοντας το μονοπώλιο των Ρεπουμπλικανών στην Ουάσιγκτον, και ήδη ακονίζουν τα μαχαίρια τους για την επόμενη μέρα. Η επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας των Δημοκρατικών Νάνσι Πελόζι έδωσε τον τόνο προειδοποιώντας: «Η σημερινή μέρα δεν αφορά τους Δημοκρατικούς και τους Ρεπουμπλικανούς, αλλά την αποκατάσταση του Συντάγματος και την επαναφορά των ελέγχων και των ισορροπιών στην κυβέρνηση Τραμπ».

Οι εκπλήξεις της κάλπης

Πέραν όλων των άλλων, οι ενδιάμεσες εκλογές είχαν και πολλές πρωτιές. Την πρώτη γυναίκα ιθαγενή στην ιστορία της χώρας, τις πρώτες γυναίκες μουσουλμάνες, τον πρώτο ανοιχτά ομοφυλόφιλο κυβερνήτη, αλλά και αριθμό-ρεκόρ γυναικών στη Βουλή, όπως και ένα ποσοστό συμμετοχής ψηφοφόρων δίχως προηγούμενο.
Εν τούτοις, το πιο εντυπωσιακό χαρακτηριστικό – έκπληξη για την ακρίβεια – ήταν το γεγονός ότι οι Ρεπουμπλικανοί υπέστησαν βαριά ήττα στη Βουλή, μολονότι η αμερικανική οικονομία τα πηγαίνει περίφημα, με ένα ποσοστό ανεργίας μόλις στο 3,7%, με τους μισθούς να έχουν αυξηθεί κατά 3,1% και τις επιχειρήσεις να έχουν δημιουργήσει περί τις 250.000 νέες θέσεις εργασίας.
Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία το 68% των Αμερικανών βαθμολογεί την οικονομία ως «καλή», ενώ μόνο το 31% υποστηρίζει το αντίθετο, και με αυτά τα δεδομένα θα ανέμενε κανείς ότι οι Ρεπουμπλικανοί θα θριαμβεύσουν.
Εν προκειμένω, το διακύβευμα φάνηκε να μην «είναι τελικά η οικονομία, ηλίθιε», όπως θα ισχυριζόταν ο επικοινωνιολόγος του Μπιλ Κλίντον, Τζέιμς Κάρβιλ παραφράζοντας τη φράση που ο ίδιος λάνσαρε στην πολιτική σκηνή. Για την ακρίβεια, πρόκειται – όπως το έθεσε ο γνωστός αναλυτής του Vox Εζρα Κλάιν – για «μια βαθιά πολιτική αποτυχία από μέρους του Ντόναλντ Τραμπ», καθώς τα ψέματα, η μισαλλοδοξία, ο φανατισμός και ο διχασμός του ήταν αυτά που έριξαν τη δημοτικότητα των Ρεπουμπλικανών, σε μια συγκυρία που θα περίμενε κανείς αυτή να ανέβει.

Τα δύσκολα αρχίζουν τώρα για τον πρόεδρο

Η εποχή όπου ο αμερικανός πρόεδρος επωφελήθηκε από ένα φίλα προσκείμενο Κογκρέσο και πέρναγε τους νόμους του αβρόχοις ποσί έχει παρέλθει. Πλέον δεν θα μπορεί να διαμορφώνει αβίαστα την ατζέντα του, είτε πρόκειται, λόγου χάρη, για περικοπές φόρων είτε για τη μεταναστευτική πολιτική. Αντίθετα, το διαιρεμένο Κογκρέσο προϊδεάζει για μια ταραχώδη δεύτερη θητεία και μια δύσκολη συγκατοίκηση, όπου τα χαρακώματα θα βαθύνουν περισσότερο. Ακόμα πιο σημαντικό είναι το γεγονός πως τώρα πια δεν θα υπάρχουν οι «πρόθυμοι» συνεργοί για να διευκολύνουν τον πρόεδρο, λόγου χάρη στις επιτροπές του Κογκρέσου, αλλά ούτε και οι κάθε λογής «συκοφάντες» που θα κουκουλώνουν και θα καλύπτουν φαινόμενα διαφθοράς στη διοίκηση.
Αντ’ αυτού, ο Τραμπ θα πρέπει να αντιμετωπίσει ένα εχθρικό σώμα το οποίο θα έχει στα χέρια του ένα από τα δυνατότερα όπλα στη φαρέτρα του: την κλήτευση. Οι αμερικανοί νομοθέτες, και δη οι Δημοκρατικοί, θα έχουν πλέον τη δυνατότητα να διερευνούν μέλη της διοίκησης Τραμπ, να εξετάζουν μάρτυρες, να έχουν πρόσβαση σε έγγραφα όπως οι φορολογικές δηλώσεις του Τραμπ. Με έναν λόγο δηλαδή θα μπορούν να κάνουν δύσκολη τη ζωή του αμερικανού προέδρου – και θα την κάνουν. Δεν είναι τυχαία άλλωστε η έκκληση που απηύθυνε ο πρώην αντιπρόεδρος Τζο Μπάιντεν προ ημερών στους Δημοκρατικούς, να συγκρατήσουν τη δυναμική αντεπίθεση που εξαπολύουν.
Την ίδια ώρα όμως, έχοντας τη Γερουσία υπό τον έλεγχό του, ο Τραμπ θα μπορεί να συνεχίσει να διορίζει τους δικαστές που επιθυμεί, είτε στο Ανώτατο Δικαστήριο είτε σε κατώτερα δικαστικά σώματα. Θα πρόκειται για συντηρητικούς νομικούς που θα καλούνται να λαμβάνουν κρίσιμες αποφάσεις σε σειρά ζητημάτων, τα οποία θα έχουν αντανάκλαση στην κοινωνία για πολλές ακόμα δεκαετίες. Αυτή είναι εξάλλου και η κληρονομιά που θα αφήσει ο Τραμπ, και καλώς ή κακώς θα έχει μεγάλη διάρκεια.

Μια χώρα βαθιά διαιρεμένη

Σε αυτή την εκλογική αναμέτρηση χιλιάδες άνθρωποι ψήφισαν για πρώτη φορά, άλλοι μένοντας πιστοί στις ιδέες τους, άλλοι αλλάζοντας στρατόπεδο. Υπήρξαν ψηφοφόροι που πήγαν στην κάλπη σκεπτόμενοι το σύστημα υγείας και άλλοι έχοντας στον νου τους τα «καραβάνια μεταναστών», όπως τα βάπτισε ο Τραμπ. Υπήρξαν σκληροί υποστηρικτές του και σφοδροί του πολέμιοι και το συμπέρασμα στο οποίο συγκλίνουν όλοι οι παρατηρητές είναι πως στον δρόμο για τις προεδρικές εκλογές του 2020 το πολιτικό θα διαιρεθεί περαιτέρω, η πολιτική σκηνή θα γίνει περισσότερο επιθετική, ενώ η κοινωνική πόλωση θα χειροτερέψει.
Η κάλπη αυτή δεν μας έμαθε κάτι περισσότερο από αυτό που γνωρίζαμε ήδη, ότι δηλαδή οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι μια βαθιά διαιρεμένη χώρα: από τη μια, η ανατολική και η δυτική ακτή της πολυπολιτισμικότητας και της προάσπισης της διαφορετικότητας που δίνουν σταθερά προβάδισμα στους Δημοκρατικούς και, από την άλλη, οι μεσοδυτικές Πολιτείες και ο Νότος, όπου κυριαρχεί η κάθε μορφή περιχαράκωσης και ο κόσμος εμπιστεύεται σταθερά το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα.
Μάθαμε όμως ότι η χώρα απέφυγε μια κρίση αξιοπιστίας, μια και η υποχρεωτική θεσμική συμβίωση στο Κογκρέσο θα ενισχύσει το εύθραυστο μέχρι σήμερα σύστημα «ελέγχων και ισορροπιών» που προβλέπει το αμερικανικό Σύνταγμα. Συνεπώς το πιο σημαντικό στοιχείο είναι ότι η δημοκρατία, η οποία αμφισβητήθηκε, διολίσθησε και διαβρώθηκε όσο ποτέ άλλοτε στη σύγχρονη Ιστορία της χώρας στη διάρκεια των τελευταίων δύο ετών, αντιστέκεται σθεναρά και ίσως τελικά να μην «πεθαίνει στα σκοτάδια», όπως εξακολουθεί να αναγράφει στο πρωτοσέλιδό της η εφημερίδα «Washington Post», κάτω από την εμβληματική της ονομασία, ανελλιπώς κάθε μέρα από την 8η Νοεμβρίου του 2016, οπότε και ο Τραμπ ανέλαβε την εξουσία.
Ποτέ άλλοτε οι ενδιάμεσες εκλογές για το Κογκρέσο δεν είχαν τόσο βαρύνουσα σημασία για την εξωτερική πολιτική.

Ο αντίκτυπος στον έξω κόσμο

Ο Τραμπ αναδεικνύεται σε έναν φανερά αποδυναμωμένο πρόεδρο στα μάτια των ομολόγων του εκτός συνόρων και πλέον το πώς θα κινηθεί στο διεθνές σκηνικό θα εξαρτηθεί από ενδεχόμενες συγκλίσεις απόψεων σε συγκεκριμένα ζητήματα στο εσωτερικό. Για παράδειγμα, δεν είναι λίγοι οι Δημοκρατικοί στη Βουλή οι οποίοι φαίνεται να βρίσκουν κοινό έδαφος με την ατζέντα προστατευτισμού του Τραμπ και αρκετές ψηφοφορίες, όπως η αναθεωρημένη συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου της Βόρειας Αμερικής (NAFTA), θα δοκιμάσουν τη διακομματική συμβίωση.
Εν τούτοις, το γενικό περίγραμμα της εξωτερικής πολιτικής του αμερικανού προέδρου, με κορωνίδα τη στάση μονομερούς αναδίπλωσης από διεθνείς συμφωνίες, δεν αναμένεται να αλλάξει. Η σύμπλευση με αυταρχικούς ξένους ηγέτες επίσης θα συνεχιστεί, αφενός, και ο Τραμπ δεν θα εγκαταλείψει σε καμία περίπτωση τη σκληρή στάση του στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει τόσο τους συμμάχους του σε Ευρώπη και ΝΑΤΟ ή τους αντιπάλους του όπως η Κίνα, αφετέρου.
Επίσης δεν αναμένεται να αλλάξει η προσέγγισή του σε ό,τι αφορά θέματα που άπτονται της ασφάλειας και της τρομοκρατίας, από το πεδίο της Μέσης Ανατολής ως την πολιτική του Διαδικτύου. Την ίδια ώρα οι Δημοκρατικοί, με δεδομένο ότι ελέγχουν μόνο το ήμισυ του ενός τρίτου της αμερικανικής κυβέρνησης, δεν μπορούν να καταγγείλουν την προεδρία του, πλην βέβαια της έκθεσης του ειδικού ανακριτή Μιούλερ, οι αποκαλύψεις της οποίας θα μπορούσαν να βραχυκυκλώσουν ακόμα περισσότερο τις σχέσεις Μόσχας – Ουάσιγκτον.

Απέλυσε τον υπουργό Δικαιοσύνης για να πλήξει τον ειδικό ανακριτή

Ο ειδικός ανακριτής Ρόμπερτ Μιούλερ που έχει αναλάβει τη φερόμενη εμπλοκή της Ρωσίας στις προεδρικές εκλογές του 2016 ανέκαθεν γνώριζε ότι ο χρόνος είναι λιγοστός για την έρευνά του. Ωστόσο κανένας δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι αμέσως μετά τις ενδιάμεσες εκλογές της περασμένης Τρίτης ο Ντόναλτ Τραμπ θα ανάγκαζε σε παραίτηση (στην πραγματικότητα, απόλυση) τον υπουργό Δικαιοσύνης Τζεφ Σέσιονς. Πώς συνδέονται αυτά τα δύο πρόσωπα;
Μέχρι σήμερα ο εισαγγελέας Μιούλερ αναφερόταν στον Σέσιονς, ο οποίος είχε εξασφαλίσει την ανεξαρτησία της έρευνας, όμως εφεξής θα πρέπει να συνεργάζεται με τον προσωπάρχη του Σέσιονς Μάθιου Γουίτακερ που αναλαμβάνει προσωρινά τα καθήκοντα του πρώην προϊσταμένου του. Τα καλά νέα είναι πως οι διώξεις και η εν εξελίξει έρευνα δεν μπορούν να εμποδιστούν.
Τα κακά νέα όμως είναι ότι ο Γουίτακερ, ο οποίος έχει χαρακτηριστεί ως «τα μάτια και τα αφτιά» του Λευκού Οίκου στο υπουργείο Δικαιοσύνης, έχει καταφερθεί εναντίον της έρευνας Μιούλερ που καλείται πλέον να επιβλέπει. Πέρυσι είχε δημοσιεύσει άρθρο με το οποίο ισχυριζόταν ότι ο Μιούλερ έχει προ πολλού ξεπεράσει τις κόκκινες γραμμές, ταυτόχρονα σχολίαζε την απόφαση του Τραμπ να απολύσει τον πρώην διευθυντή του FBI Τζέιμς Κόμεϊ ως απόλυτα δικαιολογημένη, ενώ στήριζε αναφανδόν τη δίωξη της προεκλογικής αντιπάλου του αμερικανού προέδρου, Χίλαρι Κλίντον.
Η απόφαση Τραμπ προκάλεσε ορυμαγδό αντιδράσεων. Αναλυτές έκαναν λόγο για ωμή παρέμβαση στην έρευνα του εισαγγελέα και ανώτατοι αξιωματούχοι επέμεναν ότι αυτή θα πρέπει να συνεχιστεί με κάθε τρόπο. Το περιοδικό «Politico» έγραψε ότι ο υπουργός Δικαιοσύνης ήταν απλώς το «πρώτο θύμα» και ως το τέλος του έτους πολλά άλλα πρόσωπα της παρούσας κυβέρνησης θα δουν την πόρτα της εξόδου, στο πλαίσιο ενός δραματικού ανασχηματισμού.
Στην επεισοδιακή συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε μετά το αποτέλεσμα της κάλπης, ο αμερικανός πρόεδρος δέχθηκε πολλές ερωτήσεις για τον υπουργό Δικαιοσύνης και για τη φερόμενη ρωσική εμπλοκή. Με αρκετή δόση αλαζονείας, ο Τραμπ δήλωσε ότι θα μπορούσε ανά πάσα στιγμή να τερματίσει την έρευνα-«φάρσα», όπως τη χαρακτήρισε, και να «τους απολύσει όλους τώρα».
Στην ίδια πάντα συνέντευξη Τύπου και φανερά εκτός ελέγχου, ο αμερικανός πρόεδρος επιτέθηκε στον διαπιστευμένο και ιδιαίτερα ενοχλητικό για εκείνον ρεπόρτερ του CNΝ Τζιμ Ακόστα, όταν ο τελευταίος ρώτησε για τα καραβάνια των μεταναστών: «Ειλικρινά πιστεύω ότι πρέπει να αφήσετε εμένα να διοικήσω τη χώρα. Εσείς διοικήστε το CNN. Αν το κάνατε καλά, τα νούμερα θα ήταν καλύτερα» είπε ενώ μια υπάλληλος του Λευκού Οίκου επιχειρούσε να πάρει το μικρόφωνο από τα χέρια του δημοσιογράφου.
Οταν δε ο Ακόστα τόλμησε να ρωτήσει τον Τραμπ αν «ανησυχεί ότι έρχονται παραπομπές», πήρε την εξής αποστομωτική απάντηση: «Το CNN θα πρέπει να ντρέπεται που δουλεύετε εκεί. Είσαι αγενής και απαίσιος άνθρωπος, δεν θα έπρεπε να δουλεύεις για το CNN!».