«Θα με σκοτώσουν γιατί δραπέτευσα και γιατί δήλωσα άθεη. Με ανάγκαζαν να προσεύχομαι και να φοράω μπούρκα και δεν το ήθελα. […] Δεν μπορώ να σπουδάσω στη χώρα μου, ούτε να δουλέψω. Θέλω να είμαι ελεύθερη. […] Πρέπει οποιαδήποτε χώρα να με προστατεύσει όσο πιο γρήγορα γίνεται. Χρειάζομαι άσυλο. Κινδυνεύει η ζωή μου».

Απόδραση από τον εφιάλτη

Οι αναρτήσεις της στο Twitter συγκλόνισαν, όπως και το θάρρος της να διεκδικήσει το αυτονόητο, δηλαδή να ζήσει τη ζωή που αυτή θέλει. Σε ηλικία 16 ετών, πριν από δύο χρόνια, η Ράχαφ Μοχάμεντ αλ Κουνούν από τη Σαουδική Αραβία επιχείρησε να βάλει τέρμα στη ζωή της και η οικογένειά της ούτε καν της συμπαραστάθηκε. Ηταν τότε που έβαλε σε εφαρμογή το σχέδιο της διαφυγής της από τον εφιάλτη της καταπίεσης, της σωματικής και ψυχολογικής κακοποίησης που ζούσε μέσα στο ίδιο της το σπίτι.

Εκμεταλλευόμενη ένα ταξίδι της οικογένειάς της στο Κουβέιτ, όπου, αντίθετα με τη Σαουδική Αραβία, δεν χρειάζεται η έγκριση άρρενος κηδεμόνα ώστε μια γυναίκα να ταξιδέψει στο εξωτερικό, η 18χρονη Ράχαφ έκλεισε εισιτήριο για την Αυστραλία χωρίς επιστροφή.

Το βράδυ του περασμένου Σαββάτου έφθασε στο αεροδρόμιο Σουβαρναπούμ της Μπανγκόκ όπου θα άλλαζε πτήση, όμως σαουδάραβας διπλωμάτης στην Ταϊλάνδη της κατάσχεσε το διαβατήριο. Η νεαρή ταμπουρώθηκε σε δωμάτιο ξενοδοχείου στο αεροδρόμιο και από το κινητό της τηλέφωνο άρχισε να κάνει αναρτήσεις στο Twitter ζητώντας βοήθεια από τους διεθνείς οργανισμούς. Μέσα σε πολύ λίγο χρόνο απέκτησε περισσότερους από 133.000 ακολούθους και το hashtag #SaveRahaf (#Σώστε τη Ράχαφ) προκάλεσε κύμα συμπάθειας σε ολόκληρο τον κόσμο.

Χάρη στην κινητοποίηση της παγκόσμιας κοινής γνώμης, η Ράχαφ κατάφερε να τεθεί υπό την προστασία της Υπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, έως ότου εξεταστεί η αίτησή της για χορήγηση ασύλου στην Αυστραλία. Διπλωμάτες της χώρας της στην Ταϊλάνδη σύμφωνα με πληροφορίες του CNΝ φέρεται να δήλωσαν σε ταϊλανδούς αξιωματούχους: «Καλύτερα να της είχαμε κατασχέσει το τηλέφωνο παρά το διαβατήριο».

Σε συνέντευξή της σε διεθνή πρακτορεία η Ράχαφ περιέγραψε με τα πιο μελανά χρώματα την καθημερινότητά της και χαρακτήρισε τη ζωή της μια αδυσώπητη κακοποίηση στα χέρια της οικογένειάς της. Οπως η ίδια εκμυστηρεύθηκε, κάποτε την είχαν κλειδώσει σε ένα δωμάτιο για έξι μήνες επειδή είχε κόψει τα μαλλιά της με τρόπο που η οικογένειά της δεν ενέκρινε, προσθέτοντας ότι πολύ συχνά τη χτυπούσαν για ασήμαντες αφορμές, κυρίως ο αδελφός της.

Το 2018, σύμφωνα με την Οργάνωση Human Rights Watch, η Ταϊλάνδη έθεσε υπό κράτηση εκατοντάδες αιτούντες άσυλο στη διάρκεια μιας μεταναστευτικής καταστολής με την ονομασία «Επιχείρηση Ακτίνα-Χ – Παράνομοι Αλλοδαποί» και συνήθως οι αιτούντες άσυλο απελαύνονται επί τόπου ή περιμένουν για χρόνια σε ένα από τα πολυπληθή κέντρα κράτησης προτού σταλούν σε κάποια τρίτη χώρα.

Ετσι η απόφαση των Αρχών της Ταϊλάνδης να επιτρέψουν στη Ράχαφ να παραμείνει στη χώρα υπό το καθεστώς πρόσφυγα εξέπληξε πολλούς παρατηρητές.

Η στάση της Ταϊλάνδης

Ο πιο προφανής λόγος που η Ταϊλάνδη έκανε πίσω είναι η παγκόσμια προσοχή που προσέλκυσε η νεαρή στο Twitter, αναρτώντας βίντεο μέσα από το δωμάτιο του ξενοδοχείου, καταγράφοντας την άρνησή της να βγει έξω και να συναντήσει οποιονδήποτε, μεταξύ αυτών φυσικά τον πατέρα και τον αδελφό της που πήγαν να τη βρουν και να την οδηγήσουν στη Σαουδική Αραβία.  Σε μια παρόμοια περίπτωση τον περασμένο Νοέμβριο οι Αρχές της ασιατικής χώρας συνέλαβαν τον Χακίμ αλ Οραϊμπί, ποδοσφαιριστή από το Μπαχρέιν, από το οποίο δραπέτευσε το 2014, έχοντας βρει πολιτικό άσυλο στην Αυστραλία, και συζητούσαν την έκδοσή του στην πατρίδα του. Και για αυτόν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αποτέλεσαν το δίχτυ ασφαλείας του, καθώς, με τη βοήθεια αναρτήσεων που έκανε και αναπαρήχθησαν σε ολόκληρο τον κόσμο, ο νεαρός δεν έχει απελαθεί και δικαστήριο της Μπανγκόκ θα αποφανθεί για την υπόθεσή του.

Διεθνής κατακραυγή για το καθεστώς του Ριάντ

Η αυξανόμενη διεθνής κατακραυγή για τον σαουδάραβα διάδοχο Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν, τόσο για τον πόλεμο στην Υεμένη όσο και για τη δολοφονία του δημοσιογράφου Τζαμάλ Κασόγκι τον περασμένο Οκτώβριο στο προξενείο της χώρας στην Κωνσταντινούπολη, ήταν άλλος ένας λόγος που οι Αρχές της Ταϊλάνδης δεν έστειλαν τη Ράχαφ πίσω στο Ριάντ.

«Σε αυτή τη μετά Κασόγκι εποχή καμία χώρα δεν θα ήθελε να μη βοηθήσει τους Σαουδάραβες» αναφέρει στην «Washington Post» ο Μάικλ Κούγκελμαν, αναπληρωτής διευθυντής του προγράμματος «Ασία» στο Centre Wilson, ένα μη κομματικό πολιτικό αμερικανικό φόρουμ για την αντιμετώπιση παγκόσμιων ζητημάτων.

Στο ουαχαμπιτικό σαουδαραβικό βασίλειο, πριν από λίγους μήνες οι γυναίκες απέκτησαν το δικαίωμα να οδηγούν αυτοκίνητο. Το 2016 το υπερσυντηρητικό καθεστώς επέτρεψε σε τέσσερις αθλήτριες να συμμετάσχουν στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Ρίο και τον περασμένο Φεβρουάριο το Χρηματιστήριο στο Ριάντ διόρισε την πρώτη γυναίκα πρόεδρο στην ιστορία, την 39χρονη Σάρα αλ Σουχαϊμί.

Οι γυναίκες στη χώρα εξακολουθούν να ζουν ανελεύθερες. Μέχρι σήμερα ένας μικρός αριθμός γυναικών έχει αποκτήσει δίπλωμα οδήγησης, καθώς οι περισσότεροι άνδρες εναντιώνονται σε αυτή την αλλαγή, ενώ οι περιπτώσεις των παραπάνω γυναικών αποτελούν εξαίρεση στον κανόνα, στάχτη στα μάτια της διεθνούς κοινότητας πως κάτι αλλάζει στο υπερσυντηρητικό βασίλειο.

Στην πραγματικότητα, οι γυναίκες στη Σαουδική Αραβία δεν μπορούν να κάνουν απολύτως τίποτα χωρίς τη συγκατάθεση ενός άνδρα συγγενή πρώτου βαθμού, δηλαδή πατέρα, συζύγου, αδελφού ή γιου, όπως να σπουδάσουν, να εργαστούν, να ταξιδέψουν, να ανοίξουν τραπεζικό λογαριασμό, να αποκτήσουν διαβατήριο ή ακόμα και να έχουν πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας.

Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, η Σαουδική Αραβία κατατάσσεται στην 141η από τις 144 θέσεις σε ό,τι αφορά την ισότητα των δύο φύλων.