Κάθε φθινόπωρο μου αρέσει να κοιτάζω τα παρκαρισμένα κάτω από το σπίτι μου αυτοκίνητα: είναι δεκάδες. Εχουν γυρίσει κι αυτά από επαρχίες και νησιά στα οποία βρέθηκαν καλοκαιριάτικα, μόνο που δεν έκαναν διακοπές όπως οι ιδιοκτήτες τους. Τα περισσότερα ταλαιπωρήθηκαν από δαύτους σε χωματόδρομους, στριμώχτηκαν σε άβολα πάρκινγκ, αγκομάχησαν σε ανηφόρες. Τα πιο πολλά δεν έχουν εργοστασιακές προδιαγραφές για να αντέξουν τέτοιου είδους ζόρια. Κατασκευάστηκαν για να διασχίζουν τους δρόμους των πόλεων και όχι για να γνωρίσουν σοκάκια. Αν μπορούσαν να μας μιλήσουν θα είχαν αρνηθεί ακόμη και το να μπουν σε κάποιο από τα αμπάρια ενός επιβατηγού πλοίου, στριμωγμένα με πολλά άλλα που επίσης θα έβριζαν για την κακή τους μοίρα. Αν είχαν φωνή, τα λάστιχά τους έστω, θα μας βλαστημούσαν, αλλά δεν μιλάνε. Τα υποχρεώσαμε να πατήσουν πέτρες που έβαλαν σε κίνδυνο τη διάρκεια της ζωής τους, σχεδόν τα «κάψαμε» φρενάροντας διαρκώς για να κατεβούμε καρόδρομους με σκοπό να φτάσουμε σε εκείνη την τρομερή ερημική παραλία για την οποία τόσα είχαμε ακούσει. Αλλά ευτυχώς για εμάς δεν λένε κουβέντα.
Το ότι καλοκαιριάτικα έχουμε ταλαιπωρήσει τα αυτοκίνητά μας δεν χρειάζεται να έχεις εξασκημένο και παρατηρητικό μάτι για να το διαπιστώσεις. Αν κοιτάξεις απλώς μια σειρά από παρκαρισμένα αυτοκίνητα θα δεις τα σημάδια. Ενα ξύσιμο στην πόρτα, συνήθως στη δεξιά του συνοδηγού, μαρτυρεί πως δίπλα στο δρομάκι από το οποίο το αμάξι πέρασε καλοκαιριάτικα υπήρχε μια πλαγιά που ένας λιθόχτιστος τοίχος κρατούσε μετά βίας για να μην κατεβεί και κόψει την κυκλοφορία. Ενα χτύπημα στο μπροστινό φτερό, συνήθως αυτό που είναι από τη μεριά του οδηγού, έγινε γιατί αυτός δεν μπορούσε να φανταστεί πως στην άκρη του αναχώματος που διάλεξε για να παρκάρει υπήρχε μια κρυμμένη πέτρα – βράχος κανονικός. Ενας σπασμένος καθρέφτης, που κρατιέται χάρη σε μια πλαστική ταινία την οποία χρησιμοποίησε εξ ανάγκης ένας υπάλληλος τοπικού βενζινάδικου για να τον στηρίξει, αποκαλύπτει ότι ο οδηγός δεν είχε καταλάβει πόσο στενός ήταν ο γραφικός δρόμος τον οποίο έπρεπε να διασχίσει για να φτάσει στην ταβέρνα της κυρα-Μάρως, στην οποία τα ψάρια και το κρασί σε κάνουν να τραγουδάς όλα τα σουξέ της οικογένειας των Κονιτοπουλαίων από τη χαρά σου. Το μεγάλο βαθούλωμα στο πίσω φτερό, ακριβώς δίπλα στον προφυλακτήρα, το κέρδισες με την αξία σου: ξεπαρκάροντας μέσα στη νύχτα δεν είχες καταλάβει πόσο κοντά στο δέντρο βρέθηκες – διακοπές ήσουν. Δεν είναι ότι το καλοκαίρι δεν αγαπάς το αυτοκίνητό σου και το ταλαιπωρείς. Είναι ότι αν το πεπρωμένο του κανείς δεν μπορεί να το αποφύγει, το γραμμένο του αυτοκινήτου σου είναι σκληρό. Και το ξέρει. Και δεν μιλάει.
Κάποτε όταν γυρίζαμε από τις διακοπές τα συνεργεία αυτοκινήτων στις πόλεις εμφάνιζαν πληρότητα που θα ζήλευαν και τα ξενοδοχεία στη Σαντορίνη τον Δεκαπενταύγουστο. Τώρα αυτό δεν ισχύει. Οι πιο πολλοί κρίνουν ότι για δυο βαθουλώματα δεν υπάρχει λόγος να πάει κανείς το αμάξι στο συνεργείο. Σχεδόν όλοι πιστεύουν πως ένα ξύσιμο δεν σημαίνει ότι ντε και καλά το αμάξι χρειάζεται βάψιμο – έστω σε αυτό το πληγωμένο σημείο. Ελάχιστοι μοιάζουν να νοιάζονται για χτυπήματα στα φτερά – μπορούν να συνεχίσουν να κυκλοφορούν ακόμα και με το φλας σπασμένο, αρκεί το λαμπάκι του να ανάβει: αν τροχονόμος τους σταματήσει θα δείξει κατανόηση. Ολοι σχεδόν αφήνουμε το αμάξι μας να κυκλοφορεί γεμάτο από αυτά τα μικροτραύματα. Στο μυαλό μας έχουμε την πιθανότητα όλα αυτά να επιδιορθωθούν κάποτε, όταν θα βρεθεί ο απρόσεκτος που θα μας τρακάρει και θα μας κάνει δήλωση. Τότε θα τα φτιάξουμε όλα, στην υγειά του απρόσεκτου κορόιδου. Μόνο που αυτό το κορόιδο δεν το βρίσκεις συχνά – άσε που αν τύχει και τρακάρεις ο ρόλος του κορόιδου μπορεί να είναι και δικός σου, αφού τα στοπ τα έχεις ξεχάσει, ειδικά αν έχεις περιπλανηθεί για πάνω από μία εβδομάδα στην επαρχία. Τα αυτοκίνητά μας συνεχίζουν να κυκλοφορούν με τα σημάδια της ταλαιπωρίας τους, τα οποία ενίοτε θυμίζουν και σ’ εμάς και στους υπόλοιπους πόσο απρόσεκτοι οδηγοί είμαστε. Στην ιστορία αυτή, αυτό είναι το μόνο μας πρόβλημα. Συνιστώ να προβληματιστούμε για αυτό, χωρίς να θέλω να πω ότι πρέπει να τρέξουμε από αύριο στο συνεργείο. Αν τα χρήματα τα χρειαζόμαστε για άλλα σοβαρότερα πράγματα, δεν χρειάζεται να τα σκορπίσουμε για λαμαρίνες.
Τι χρειάζεται να κάνουμε; Νομίζω να εκμεταλλευτούμε τα σημάδια της κακοποίησης του αυτοκινήτου μας για να χτίσουμε ωραίες ιστορίες. Τα σημάδια μιας πιθανής συναισθηματικής μας ταλαιπωρίας δεν φαίνονται, με αποτέλεσμα να παραμένει δύσκολο να εξηγήσουμε πόσο σκληροί είμαστε και πόσο επιτυχημένα καταφέραμε να αναμετρηθούμε μαζί τους. Αντιθέτως, σπασμένοι καθρέφτες, χτυπημένοι προφυλακτήρες, ραγισμένα φανάρια και πόρτες που έχουν αλλάξει χρώμα γιατί τις στραπατσάραμε σε κάποιον τοίχο, είναι «ουλές» ορατές στα μάτια όλων και μπορεί να γίνουν οι αποδείξεις του ηρωισμού μας: όρεξη για παραμύθια να έχουμε.
Από τη στιγμή που κανείς δεν ξέρει πώς συνέβησαν όλα αυτά, έχουμε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να φέρουμε τα πράγματα στα μέτρα μας. Δεν ξύσαμε την πόρτα γιατί δεν μετρήσαμε σωστά τον δρόμο: το κάναμε γιατί τελευταία στιγμή πέρασε από μπροστά μας ένα αγριογούρουνο στη μέση του πουθενά, το οποίο θα μπορούσε να μας πετάξει έξω από τον δρόμο. Δεν τσακίσαμε το πίσω φτερό γιατί μεθυσμένοι δεν καταλάβαμε πού ήμασταν όταν κάναμε όπισθεν: το χτυπήσαμε γιατί κάναμε μια τρομερή μανούβρα σε έναν χωματόδρομο που κανείς δεν τολμούσε να περάσει χωρίς να οδηγεί τζιπ 4Χ4 ή τανκ. Μας χτύπησαν τον καθρέφτη δυο ανίκανοι στην οδήγηση Γερμανοί που μας τον πλήρωσαν με μετρητά και ταπεινώθηκαν μπροστά σε όλο το χωριό ζητώντας μας συγγνώμη. Τέτοια και άλλα πολλά είναι εύκολο να λέμε. Στις αφηγήσεις μας μπορούμε να νιώθουμε συνεχιστές της κληρονομιάς του Αϊρτον Σένα και του Αλέν Προστ ή σούπερ ήρωες του χωματόδρομου. Το αυτοκίνητο και σε αυτή την περίπτωση δεν θα πει τίποτα ακούγοντας τις υπέροχες υπερβολές μας. Δεν μιλάει μάλλον επειδή ντρέπεται. Για λογαριασμό μας…