Ευαγγελία Κρανιώτη – Από το Νοβοροσίσκ στο Ρίο και στην Αρλ
Η ελληνίδα φωτογράφος και κινηματογραφίστρια κατακτά όλον τον κόσμο με τα ταξίδια της, τα οποία μετουσιώνει σε υπέροχες εικόνες και σκηνές από την καθημερινότητα ανθρώπων που ζουν στο περιθώριο.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
«Οι ζωντανοί, οι νεκροί και αυτοί που είναι στη θάλασσα». Μία φράση που αποδίδεται στον Αριστοτέλη και αναφέρεται στις τρεις κατηγορίες της ανθρωπότητας είναι ο τίτλος της έκθεσης με τον οποίο το διεθνές φεστιβάλ της Αρλ για τη φωτογραφία «Rencontres d’ Arles» τιμά τη δουλειά της Ευαγγελίας Κρανιώτη. Για να είμαστε απόλυτα ακριβείς, η Αρλ, που είναι για τη φωτογραφία ό,τι περίπου οι Κάννες για τον κινηματογράφο, εστιάζει στη στατική πτυχή της καλλιτεχνικής δραστηριότητας της ταλαντούχας δημιουργού, φωτογράφου όσο και σκηνοθέτριας. Εξάλλου, η πρώτη της ταινία, το ντοκιμαντέρ με τίτλο «Exotica, Erotica, Etc.» (2015), ένα ποιητικό κινηματογραφικό δοκίμιο για τους ναυτικούς και τις γυναίκες που τους περιμένουν στα λιμάνια, την έφερε στην πρώτη γραμμή των κινηματογραφιστών. Η δεύτερη ταινία της, το «Obscuro Barroco» (2018), και πάλι ένα ντοκιμαντέρ με έντονα, ωστόσο, τα στοιχεία της μυθοπλασίας και με πρωταγωνίστριά του τη θρυλική τρανσέξουαλ του Ρίο ντε Τζανέιρο Λουάνα Μουνίζ, ξεχώρισε στα βραβεία Teddy, τα οποία δίνονται σε ταινίες που ανήκουν στην queer κουλτούρα, στο πρόσφατο 68ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βερολίνου. Ηταν άλλη μία διεθνής αναγνώριση για το έργο της, κάτι που συμβαίνει κατά κόρον σε πολλές σημαντικές καλλιτεχνικές διοργανώσεις.
Είτε φωτογραφίζει, είτε κινηματογραφεί, η Κρανιώτη ασχολείται με το περιθώριο, με ανθρώπους οι οποίοι ζουν πέρα από τα όρια που ορίζουν τα σύνορα μιας χώρας, η αποδεκτή σεξουαλικότητα, η ίδια η κοινωνία, που «περιπλανιούνται σαν σκιές στο μεταίχμιο, ανάμεσα στους κόσμους». Οπως εξηγεί στο BHMAgazino: «Στον παράλογο και βίαιο κόσμο που ζούμε, με ενδιαφέρουν οι κοινωνικά «νεκροί» και όλοι όσοι βιώνουν την απώλεια πολύ πριν από το τέλος. Αλλωστε η ίδια η έννοια του περιθωρίου υπονοεί την ύπαρξη ενός «κέντρου» που νιώθω την ανάγκη να αμφισβητήσω. Κάθε ζωή έχει την ίδια αξία με μία άλλη. Και η επιθυμία είναι παντού».
Στη Βραζιλία μέσω Παρισιού
Γεννημένη στην Αθήνα, η Ευαγγελία Κρανιώτη ζει πλέον μόνιμα στη Γαλλία και προτού ακολουθήσει αυτή τη συναρπαστική καλλιτεχνική πορεία είχε επιλέξει την προοπτική του σταθερού μέλλοντος, όπως συμβαίνει συνήθως στην Ελλάδα. Οι πρώτες σπουδές ήταν στη Νομική Αθηνών. «Πολύ σύντομα κατάλαβα ότι αυτός δεν ήταν ο δρόμος μου. Η μόνη σχετική επιθυμία που είχα ήταν να ακολουθήσω το διπλωματικό σώμα. Ηταν ένα όραμα ζωής συνδεδεμένο με μετακινήσεις και ταξίδια, που προσωρινά με έκανε να ανέχομαι το γεγονός ότι στην ουσία ασχολούμουν με πράγματα που δεν με ενδιέφεραν. Αλλά αυτό δεν θα μπορούσε να κρατήσει για πολύ».
Το πέρασμα από τη Νομική στην τέχνη έγινε στο Παρίσι όπου βρέθηκε με Erasmus. Εκεί αποφάσισε να προετοιμαστεί για την École Nationale Supérieure des Arts Décoratifs όσο παράλληλα τέλειωνε τη Νομική στην Αθήνα. Τελικά η επαφή με τη Γαλλία έγινε εκείνη η καθοριστική σχέση που της άλλαξε τη ζωή, ο τόπος με τον οποίο, όπως λέει, «πήγα για να κάνω αυτό που από πολύ μικρή με κατοικούσε». Η μια σχολή διαδέχθηκε την άλλη και τελικά, στο πλαίσιο της διπλωματικής της κατά τη διάρκεια των μεταπτυχιακών σπουδών της, ξεκίνησε ένα πρότζεκτ, η μετεξέλιξη του οποίου έμελλε να γίνει η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της, το «Exotica, Erotica, Etc.». Αυτή η αγάπη για τα ταξίδια αλλά και το ιδιαίτερο ενδιαφέρον για ανθρώπους οι οποίοι ανήκουν σε αυτό που οι υπόλοιποι θεωρούμε περιθώριο την έφεραν στα ελληνικά νησιά, όπου άρχισε να μιλάει με τους ανθρώπους τους, αλλά κυρίως με παλιούς ναυτικούς, και να τους φωτογραφίζει. «Ζώντας στο εξωτερικό ήμουν μοιρασμένη ανάμεσα στην επιτακτική ανάγκη για κίνηση και σε μια αφηρημένη επιθυμία επιστροφής. Στο ξεκίνημα λοιπόν της έρευνάς μου τους ζήτησα να μου εξηγήσουν πώς χειρίζονται εκείνοι τη σχέση τους με την πατρίδα, τη γλώσσα, τον έρωτα, την απόσταση. Hθελα να μου περιγράψουν πού νιώθουν ότι ανήκουν τόσο κατά τη διάρκεια όσο, κυρίως, στο τέλος μιας ζωής συνεχών μετακινήσεων».
Οταν η επιθυμία της να συνεχίσει το πρότζεκτ την έφερε στη Νότια Ιταλία και στην Κορσική, τα δάκρυα μιας σισιλιάνας γιαγιάς για τον ναυτικό που την είχε παρατήσει για μια άλλη σε ένα μακρινό λιμάνι την έκαναν να ενδιαφερθεί και για τις ιστορίες των γυναικών πέρα από εκείνες των ναυτικών. Των γυναικών που μένουν πίσω, αλλά και εκείνων που βρίσκονται «μπροστά», με τον «άνδρα σαν εκκρεμές στη μέση να πηγαίνει από τη μία στην άλλη». Επρεπε να επισκεφθεί ένα λιμάνι του Νέου Κόσμου, έπρεπε να τις συναντήσει από κοντά. Το 2009, και καθώς εορτάζει τα 30ά της γενέθλια, βρέθηκε λοιπόν στη Βραζιλία. Εκεί άλλαξαν πολλά. «Η ζωή στη Λατινική Αμερική και δη στη Βραζιλία είναι ηλεκτρισμένη, έντονη. Αυτό ήταν κάτι με το οποίο ερχόμουν αντιμέτωπη για πρώτη φορά. Επιπλέον, επέλεξα έναν χώρο ποτισμένο με αδρεναλίνη, τα λιμάνια, όπου πέρα από κάθε προσδοκία συνάντησα γυναίκες που μιλούσαν και ελληνικά. Για εκείνες ήμουν η θηλυκή εκπρόσωπος μιας κουλτούρας της οποίας γνώριζαν μόνο τους άνδρες, που σχεδόν πάντα τις εγκατέλειπαν για να επιστρέψουν στις συζύγους τους. Υπήρχε συνεπώς περιέργεια από μέρους τους αλλά και έντονη επιθυμία να μου διηγηθούν τη δική τους εκδοχή μιας ιστορίας που είχα ακούσει στη Μεσόγειο από άλλους αφηγητές και με άλλο τέλος».
Αλλαγή μέσου
Στη Βραζιλία η Κρανιώτη έκανε και τη μετάβαση από τη φωτογραφία στην κινούμενη εικόνα. Μέχρι τότε χρησιμοποιούσε τα βίντεο ως σημειωματάρια προκειμένου να μην ξεχνάει όσα της αφηγούνταν. «Ενα βράδυ σε ένα λιμάνι άρχισα να κρατώ σημειώσεις για να μην ξεχάσω όλα όσα διαδραματίζονταν μπροστά μου. Ομως η κίνηση της γραφής στο περιβάλλον όπου βρισκόμουν θεωρήθηκε εχθρική, μια πράξη παρακολούθησης που πάγωσε τον κόσμο. Σύντομα συνειδητοποίησα πως αν ήθελα να συνδυάσω λόγο και εικόνα, έπρεπε να περάσω κατευθείαν στην κινηματογράφηση. Οσο παράξενο κι αν ακούγεται, η εξοικείωση του κόσμου αυτού με την κουλτούρα της εικόνας ήταν μεγάλη και η κινηματογράφηση αυτόματα εκτιμήθηκε ως μια πράξη αμοιβαίας εμπιστοσύνης, στο ύψος των περιστάσεων».
Κάπως έτσι οδηγήθηκε τελικά στην υλοποίηση της ιδέας που έμελλε να γίνει η ταινία «Exotica, Erotica, Etc.». «Είχα το πριν με τους ναυτικούς, είχα το μετά με τις γυναίκες στα λιμάνια, αλλά έλειπε το ενδιάμεσο. Αποφάσισα λοιπόν να κάνω κι εγώ ένα ταξίδι». Το πρώτο από τα δώδεκα περίπου μπάρκα της έγινε το 2011, όταν επιβιβάστηκε σε ένα τάνκερ από τη Μασσαλία με προορισμό το Νοβορoσίσκ της Μαύρης Θάλασσας. «Συχνά εμπιστευόμαστε πιο εύκολα έναν άγνωστο o οποίος αγνοεί τo βάρος του φορτίου που μοιραζόμαστε μαζί του. Νομίζω υπήρξα αυτός ο άγνωστος για πολλές γυναίκες και άνδρες όταν κινηματογραφούσα το «Exotica, Erotica, Etc.». Ως μόνη γυναίκα εν πλω και στα λιμάνια δεν συνάντησα αξεπέραστες δυσκολίες, θεωρώ μάλιστα πως αυτή η συνθήκη λειτούργησε περισσότερο προς όφελός μου. Σε μια φράση της η βραζιλιάνα συγγραφέας Κλαρίσε Λισπέκτορ λέει: «Νιώθω νοσταλγία για πράγματα που δεν ξέρω καν αν υπήρξαν». Στην ανοιχτή θάλασσα, ο χρόνος και ο τόπος είναι έννοιες σχετικές, η δε μνήμη γίνεται φαντασία. Στα μεγάλα ταξίδια μπορείς να δώσεις την ακριβή θέση του πλοίου, όμως ο ίδιος νιώθεις χαμένος – και ταυτόχρονα ασφαλής. Ολα είναι προσωρινά και παντοτινά. Στη στεριά, η ιδέα της κίνησης είναι συνυφασμένη με την ανασφάλεια. Στη θάλασσα, όπου όλα είναι αλλαγή, ο φόβος συνυπάρχει με την εμπιστοσύνη».
Το «Obscurο Βarroco», η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία της, υλοποιήθηκε στη στεριά. Είναι ένα πρότζεκτ για το Ρίο Nτε Τζανέιρο, «ένα παιχνίδι αντικατοπτρισμών ανάμεσα σε αντεστραμμένους κόσμους και εξερευνά την έννοια της ταυτότητας μέσα από την έκσταση, τη μεταμόρφωση, το μπαρόκ και την τραγωδία». Είναι ένα αισθησιακό γράμμα αφοσίωσης και αγάπης στη μεγαλούπολη που μεταμορφώνεται διαρκώς και έχει ως πρωταγωνίστριά του την τρανσέξουαλ Λουάνα Μουνίζ, η οποία μας μεταφέρει την αναζήτηση ταυτότητας μιας ολόκληρης πόλης. «Κανείς δεν μπαίνει στο ίδιο Rio (σημαίνει και ποτάμι στα πορτογαλικά) δυο φορές» την ακούμε να απαγγέλλει τη ρήση του Ηρακλείτου χάρη στη στοχευμένη επιλογή της σκηνοθέτριάς της. Το Ρίο ντε Τζανέιρο εξάλλου έχει γίνει ένα σημαντικό κομμάτι της προσωπικής ιστορίας της Κρανιώτη. «Οταν πήγα στη Βραζιλία πρώτη φορά, με το βάρος της αρχαιότητας και του Παλιού Κόσμου μέσα μου, ξαφνιάστηκα ανακαλύπτοντας έναν πολιτισμό ακόμη πιο παλιό, έναν Νέο Κόσμο στην ηλικία της Γης. Ταυτόχρονα, διέκρινα πληθώρα εκλεκτικών συγγενειών ανάμεσα στις δύο κουλτούρες, αρχής γενομένης από το απολλώνιο και το διονυσιακό στοιχείο, εκείνη τη διάχυτη σαρκική ενέργεια που ανάγει το σώμα σε κοινωνικό μανιφέστο. Θυμάμαι ακόμη πως από την πρώτη στιγμή είχα αυθόρμητα σκεφθεί ότι αν ζούσε σήμερα ο Διόνυσος, ο διπλός θεός της ζωής και του θανάτου, θα κατοικούσε εκεί. Στα σώματα και στη φύση της Βραζιλίας».
INFO
«Οι ζωντανοί, οι νεκροί και αυτοί που είναι στη θάλασσα»: Φεστιβάλ «Rencontres d’ Arles», έως τις 22 Σεπτεμβρίου.

