«Εχω πάντα τα μάτια μου στραμμένα προς το αύριο»
Ο διεθνής έλληνας σκηνογράφος και σκηνοθέτης μιλάει για την αναδρομική έκθεσή του στο Centre National du Costume de Scene της Μουλέν, για την επικείμενη συνεργασία του με τη Σκάλα του Μιλάνου και στέλνει μήνυμα αισιοδοξίας για τις δύσκολες μέρες της COVID-19
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Μπορεί να πέρασε τους μήνες την καραντίνας κλεισμένος στο σπίτι του, όπως οι περισσότεροι εξ ημών, ο Γιάννης Κόκκος δεν είχε όμως χρόνο να βαρεθεί. Εκμεταλλεύτηκε τον εγκλεισμό για να ασχοληθεί με τις τελευταίες λεπτομέρειες της μεγάλης αναδρομικής έκθεσής του η οποία θα γίνει στη Γαλλία, για να ολοκληρώσει το κείμενο για την πολυτελή έκδοση που θα τη συνοδεύει, αλλά και για να εργαστεί πάνω στις μελλοντικές παραστάσεις του. Με σημαντικότερη ανάμεσά τους, τη νέα παραγωγή της «Λουτσία ντι Λαμερμούρ» του Ντονιτσέτι, με την οποία θα εγκαινιάσει την νέα περίοδο λειτουργίας της η Σκάλα του Μιλάνου. «Απ’ ό,τι καταλαβαίνετε, μπορεί να ήμασταν περιορισμένοι, εγώ και η Αν», λέει αναφερόμενος στην Αν Μπλανκάρ, σύζυγό του και στενή συνεργάτη του στο θέατρο, «είχαμε όμως ωραία παρέα. Τη Λουτσία, τον Εντγκάρντο, τον Ενρίκο… Ολοι αυτοί οι τόσο γοητευτικοί χαρακτήρες έζησαν μαζί μας, με το σπίτι μας να μετατρέπεται σε ένα ιδιόμορφο Airbnb. Γέμισαν με την ενδιαφέρουσα παρουσία τους την καθημερινότητά μας, βοηθώντας μας να αντιμετωπίσουμε με τον καλύτερο τρόπο την απομόνωση και τη μοναξιά μας».
Εντοπίσαμε τον διάσημο έλληνα σκηνογράφο και σκηνοθέτη στο Μιλάνο, όπου τον έφεραν για μερικές μέρες οι επαγγελματικές υποχρεώσεις του και μιλήσαμε από τηλεφώνου. «Σιγά-σιγά αρχίσαμε να ταξιδεύουμε, και δόξα τω Θεώ είμαστε καλά, μέχρι στιγμής τουλάχιστον είμαστε υγιείς» είπε στην αρχή της συζήτησής μας, η οποία ξεκίνησε – με τι άλλο; – με την ανταλλαγή των εντυπώσεών μας από τη νέα πραγματικότητα της πανδημίας. «Κάνουμε συνέχεια τα απαραίτητα τεστ, είναι όλα αρνητικά και ελπίζουμε να συνεχίσουμε έτσι. Γιατί φοβάμαι πως έχουμε ακόμα πολύ δρόμο μπροστά μας ώσπου να επιστρέψουμε σε πιο κανονικούς ρυθμούς ζωής».
Πώς αλήθεια αντιμετωπίζετε αυτό που συμβαίνει; Πόσο αισιόδοξος είστε;
«Θέλω να είμαι αισιόδοξος. Πιστεύω όμως πως τα πράγματα θα είναι πιθανώς πιο δύσκολα στους μήνες που έρχονται. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν πρέπει να σκεφτόμαστε όσο μπορούμε πιο θετικά. Πρέπει να προχωρήσουμε, να κάνουμε σχέδια και να είμαστε δημιουργικοί. Η ζωή συνεχίζεται, με νέους όρους, μας αρέσουν – δεν μας αρέσουν».
Εσείς, απ’ ό,τι καταλαβαίνω, δεν σταματήσατε καθόλου να εργάζεστε.
«Δεν γινόταν να σταματήσω, είχα μπροστά μου πολλή δουλειά. Κυρίως τη μεγάλη έκθεση για την καριέρα μου, και το ακόμα πιο σημαντικό, κατά τη γνώμη μου, βιβλίο που θα κυκλοφορήσει μέσα στον Νοέμβριο».
Τίτλος της έκθεσης «Scènes». Θα φιλοξενηθεί στο Centre National du Costume de Scène της Μουλέν, από τις 28 Νοεμβρίου 2020 ως τις 25 Απριλίου 2021. Πρόκειται για μια ανασκόπηση, με τη χρήση πλούσιου και σπάνιου υλικού, της τεράστιας διεθνούς καριέρας του Γιάννη Κόκκου. Τον ίδιο τίτλο θα έχει και το βιβλίο που θα κυκλοφορήσει με αφορμή τη διοργάνωση, από τις εκδόσεις Actes Sud.
Τι ακριβώς θα δει ο επισκέπτης στην έκθεσή σας;
«Πολλά και διάφορα! Στη μέχρι σήμερα σταδιοδρομία μου, η οποία ξεκινάει από τη δεκαετία του ’60, έχω κάνει δεκάδες παραστάσεις, περισσότερες από διακόσιες. Εννοείται πως δεν θα μπορούσαν να παρουσιαστούν όλες, υπάρχουν όμως φωτογραφίες, σχέδια, μακέτες κ.λπ. από πολλές, ανάμεσά τους και από τις δουλειές που έκανα στην Ελλάδα, στις οποίες έχω ξεχωριστή αγάπη. Ολα αυτά τα ενθυμήματα θα περιλαμβάνονται και στο βιβλίο που θα κυκλοφορήσει. Εχω μάλιστα γράψει ο ίδιος το κείμενο που θα συνοδεύει τις φωτογραφίες. Μου είπε ο εκδότης πως κάτι τέτοιο θα ήταν πιθανώς πιο ενδιαφέρον από το να το έγραφε κάποιος θεατρολόγος ή ιστορικός τέχνης και έτσι έγινα σε αυτή την ηλικία και συγγραφέας».
«Επιστρέφοντας» σε παλαιότερες δουλειές σας, πώς αισθανθήκατε;
«Και συγκίνηση και χαρά… Ηταν πολλά τα συναισθήματα. Ξέρετε, όταν τελειώνεις μια δουλειά είναι σαν να την παραδίδεις στο μέλλον. Φεύγει από εσένα και αρχίζει ένα ταξίδι μέσα στον χρόνο. Ανασύροντας κομμάτια της μνήμης μου από τον παρελθόντα χρόνο, για τις ανάγκες της έκθεσης, συνειδητοποίησα πως όλες οι δουλειές μου, από τις πρώτες ως τις τελευταίες, συνδέονται σε μία μεγάλη συνέχεια. Αυτή τη συνέχεια θα τη διαπιστώσουν και ο επισκέπτης της έκθεσης και ο αναγνώστης του βιβλίου. Ολες οι δουλειές μου είναι σαν ψηφίδες που συνθέτουν το μωσαϊκό της δημιουργικής παρουσίας μου. Συνειδητοποίησα και κάτι άλλο, πόσο μεγάλη σχέση έχουν οι παραστάσεις μου με την αρχαία ελληνική τραγωδία και με το ελληνικό θέατρο. Για αυτόν τον λόγο επικεντρώνω στην παράσταση του «Οιδίποδα επί Κολωνώ» που είχα κάνει και στην Επίδαυρο το 2018 και που ήταν, για εμένα, ιδιαίτερα σημαντική. Την είχα κάνει με μεγάλη χαρά και με μεγάλη αγάπη».
Εντοπίσατε, σε δουλειές των περασμένων δεκαετιών, πράγματα που δεν σας άρεσαν και που σήμερα θα αλλάζατε; Που πιθανώς θα τα χαρακτηρίζατε λάθη ή αστοχίες;
«Θα σας πω κάτι που θα φανεί λίγο υπεροπτικό, έχω όμως την εντύπωση πως η αισθητική των παραστάσεών μου είναι διαχρονική. Αυτό βοηθάει μια δουλειά παλαιότερη να μπορεί να σταθεί και σήμερα, πιθανώς και στο μέλλον. Προς Θεού, δεν θέλω να χαρακτηριστώ υπερφίαλος, ούτε είναι εύκολο να εκτιμήσω ο ίδιος τη δουλειά μου. Ομως, παρατηρώντας τις φωτογραφίες και ενώ μου έρχονται στη μνήμη διάφορα πράγματα, είδα μια αισθητική αντίληψη που σε γενικές γραμμές έχει αντέξει στον χρόνο. Αυτό το επιβεβαιώνει και η μακροβιότητα που έχουν παραστάσεις μου, όπως π.χ. «Ο ιπτάμενος Ολλανδός» του Βάγκνερ που είχα κάνει στα τέλη του ΄80 στην Μπολόνια και που παιζόταν μέχρι πέρσι χωρίς να φαίνεται καθόλου γερασμένος».
Τεχνικά πώς θα μπορούσατε να εξηγήσετε αυτή την αίσθηση της διαχρονικότητας των παραγωγών σας;
«Οταν στήνω μία παράσταση, προσπαθώ να συνδέσω την αισθητική τού τότε με το σήμερα. Για να μη σας πω ότι φαντάζομαι και το μέλλον. Νομίζω πως αυτό είναι: Ας πούμε πως εργάζομαι σαν να γεφυρώνω το χθες με το σήμερα και κατά κάποιον τρόπο και με το αύριο (σ.σ.: γελάει), γιατί πάντα, στη ζωή και στην τέχνη μου, έχω τα μάτια μου στραμμένα και προς το αύριο».
Είστε αυστηρός κριτής του εαυτού σας;
«Ω ναι! Νομίζω πως είμαι πολύ αυστηρός κριτής του εαυτού μου. Εξάλλου, όταν τα πράγματα τελειώσουν κανένας δεν μπορεί να είναι απόλυτα ευχαριστημένος από τον εαυτό του. Πάντα βρίσκω πράγματα που νόμιζα πως είχαν γίνει όπως έπρεπε, όπως ήθελα, όταν τα είχα στο μυαλό μου, αλλά που τελικά δεν κατάφερα να τα δώσω ικανοποιητικά. Ολα μέσα στο παιχνίδι είναι, και η ικανοποίηση και η απογοήτευση και η επιτυχία και η αποτυχία».
Πώς εργάζεστε όταν πιάνετε ένα νέο έργο;
«Διαβάζω πολύ, ό,τι μπορώ να βρω, ό,τι υπάρχει. Το δουλεύω πολύ στο μυαλό μου, όμως στο τέλος ανατρέχω πάντα στην πρώτη αίσθηση, που νομίζω πως είναι η πιο γνήσια. Αυτό βεβαίως δεν είναι τόσο εύκολο όσο προφανώς ακούγεται. Προϋποθέτει πολύ μεγάλο ταξίδι, μια Οδύσσεια. Ομως, όταν επιστρέψεις στην πρώτη συγκίνηση, τότε συνειδητοποιείς πόσο γόνιμη μπορεί να γίνει, σε συνδυασμό, βεβαίως, με όλα τα στοιχεία που έχεις μαζέψει κατά τη διάρκεια αυτού του μεγάλου δημιουργικού ταξιδιού. Τότε η πρώτη συγκίνηση γίνεται πλούτος. Θα έλεγα λοιπόν πως ακόμα και αν αυτό στο οποίο θα καταλήξεις δεν θα είναι απολύτως η πρώτη αίσθηση, θα πρέπει να έχει την ένταση της πρώτης αίσθησης».
Αν και η ρευστότητα που επικρατεί λόγω της πανδημίας στον κόσμο του θεάματος δεν μας επιτρέπει να κοιτάμε πολύ μακριά, θα ήθελα να μας πείτε μερικά λόγια για τη «Λουτσία ντι Λαμερμούρ» που ετοιμάζετε για τη Σκάλα του Μιλάνου με πρωταγωνιστές τους σουπερστάρ Λιζέτ Οροπέσα και Χουάν Ντιέγκο Φλόρες. Δεδομένου ότι θα εγκαινιάσει τη νέα περίοδο λειτουργίας του θεάτρου, αν το επιτρέψει ο κορωνοϊός, στις 7 Δεκεμβρίου 2020, θα είναι, υποθέτω, νέα παραγωγή.
«Ναι, θα είναι ολοκαίνουργια παραγωγή, η «Λουτσία» έχει να παρουσιαστεί στη Σκάλα εδώ και πολλά χρόνια. Μου ζητήθηκε πριν από έναν χρόνο, όταν ακόμα δεν είχαν προκύψει τα προβλήματα του κορωνοϊού, από τον διευθυντή του θεάτρου, τον Ντομικίκ Μάιερ και από τον Ρικάρντο Σαγί, που θα διευθύνει την παράσταση. Είχαμε δουλέψει αρκετά με την Αν την πρότασή μας, και πρόσφατα την ξαναδουλέψαμε για να την προσαρμόσουμε στα πρωτόκολλα της νέας εποχής, με τις αποστάσεις ασφαλείας κ.λπ. κ.λπ. Ομως, παρά τους περιορισμούς και παρά τις δυσκολίες, ο Μάιερ και ο Σαγί θέλουν να γίνει η παράσταση με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Ως μια πράξη αντίστασης σε αυτό που περνάμε».
Εχετε ασχοληθεί άλλη φορά με τη «Λουτσία» ή είναι η πρώτη σας παραγωγή;
«Την είχα κάνει πριν από δύο χρόνια στο Πεκίνο, σε μια παραγωγή με τεράστια ανταπόκριση, καθώς ήταν η πρώτη φορά που παρουσιαζόταν εκεί. Γι’ αυτό και είχα στήσει μια παράσταση αρκετά παραδοσιακή, μέσα στο ιστορικό πλαίσιο της όπερας, επειδή δεν την είχαν ξαναδεί. Ηθελα να έχουν μια πιο σαφή εικόνα της περιόδου όπου διαδραματίζεται το έργο».
Η νέα παραγωγή της Σκάλας του Μιλάνου θα είναι διαφορετική;
«Θα είναι εντελώς διαφορετική, μια παράσταση που θα βασίζεται σε άλλα δεδομένα. Δεν θα αναφέρεται στον 17o-18ο αιώνα, αλλά περισσότερο στη δεκαετία 1920-1930, σε μία κοινωνία του χρήματος και του ματεριαλισμού. Σε μια κοινωνία, επίσης, όπου η γυναίκα καταπιεζόταν (ακόμα) από την ίδια της την οικογένεια. Είναι όλα αυτά θέματα κατά κάποιον τρόπο διαχρονικά, έχουν επανέλθει στο προσκήνιο τα τελευταία χρόνια. Οπότε, φιλοδοξώ να παρουσιάσω για άλλη μια φορά μία παράσταση που να πατάει στο χθες αλλά να μιλάει στο σήμερα. Σκηνογραφικά προσπαθώ να δώσω όλα αυτά τα σύγχρονα στοιχεία που εύκολα θα αντιληφθεί ο σημερινός ακροατής, χωρίς όμως να προδώσω τον ρομαντισμό που ζητάει η μουσική του Ντονιτσέτι. Η παράσταση θα αρχίζει με εικόνες ρομαντικές και σιγά-σιγά θα μπαίνει σε εικόνες πιο εξπρεσιονιστικές».
«Η τέχνη συνεχίζεται»
{ERT}Εχετε αναγκαστεί να αλλάξετε πολλά πράγματα από την αρχική ιδέα για να μπορεί να παιχτεί το έργο σύμφωνα με τα νέα πρωτόκολλα; {ERT}
«Στην πραγματικότητα η ιδέα δεν έχει αλλάξει. Ομως, το στοίχημα είναι μεγάλο: Πώς να κάνουμε θέατρο με τις καινούργιες συνθήκες. Η πρόκληση είναι πρωτόγνωρη και ειλικρινά δεν μπορώ να γνωρίζω πού θα μας βγάλει. Ομως, και σε αυτή τη δύσκολη κατάσταση, η Σκάλα παραμένει ένα μεγάλο θέατρο. Και υπάρχει τέτοιος ενθουσιασμός σε αυτή τη δύσκολη περίοδο που με παρασύρει. Θέλω, θέλουμε να δώσουμε το σινιάλο μιας ελπίδας. Να πούμε στον κόσμο πως η τέχνη συνεχίζεται! Αυτό είναι πάντα και το δικό μου μήνυμα».

