Το νέο έτος, 2019, μπορεί να είναι το πλέον κρίσιμο στην ιστορία της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Ετος-εφιάλτης, αγωνίας και δοκιμασίας. Ετος ανάτασης ή ανατροπής (make or break), εξέργεσης ή βαθύτερης ενοποίησης. (Θα είναι βεβαίως έτος κρίσιμο και για την Ελλάδα λόγω κυρίως των επικείμενων γενικών, βουλευτικών εκλογών.) Η κρισιμότητα του 2019 για την Ευρωπαϊκή Ενωση ορίζεται πρώτα και πάνω απ’ όλα από τις εκλογές για την ανάδειξη των νέων μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στις 23-26 Μαΐου και τα αποτελέσματα που μπορεί να δώσουν.

Αλλά εκτός από τις υπαρξιακά κρίσιμες ευρωεκλογές, το 2019 θα είναι ο χρόνος του Brexit (εξόδου του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ, αν τελικά γίνει) αλλά και ενδεχομένως της εξόδου της Ανγκελα Μέρκελ από την πολιτική σκηνή της Γερμανίας και της Ευρώπης συνακόλουθα. Επομένως η Ενωση θα βρεθεί χωρίς την αναγνωρίσιμη πολιτική ηγεσία που είχε συνηθίσει τα τελευταία δεκατρία περίπου χρόνια, με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται σ’ αυτή την ιδιαίτερα κρίσιμη περίοδο των προβλημάτων και προκλήσεων. Η διαφαινόμενη νέα ισχυρή ευρωπαϊκή προσωπικότητα, ο γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν, βλέπει τη θέση του κυρίως στο εσωτερικό της χώρας του να εξασθενεί ιδιαίτερα μετά την εξέργεση των «κίτρινων γελέκων» και των υποχωρήσεων που αναγκάστηκε να κάνει, κάτι που αναπόδραστα επηρεάζει και τον ευρωπαϊκό του ρόλο. Και γενικότερα η Γαλλία ξαναπροβάλλει ως ένα μείζον πρόβλημα για την Ευρώπη.

Με το Brexit – εάν τελικά γίνει – θα έχουμε για πρώτη φορά από την ίδρυσή της τη συρρίκνωση της Ευρωπαϊκής Ενωσης με την αποχώρηση μιας μεγάλης χώρας-μέλους η οποία ασκούσε σημαντικό ρόλο, αν και όχι πάντοτε ευεργετικό, στη διαμόρφωση της ΕΕ, από την εγκαθίδρυση της ενιαίας εσωτερικής αγοράς και τη διεύρυνση μέχρι την κοινή εξωτερική πολιτική και την πολιτική άμυνας και ασφάλειας. (Το μόνο παρεμφερές προηγούμενο είναι η αποχώρηση της Γροιλανδίας ως αυτοκυβερνώμενου εδάφους της Δανίας το 1984.)

Το Brexit, έστω και με τον τρόπο που διαφαίνεται ότι θα γίνει (με το Ηνωμένο Βασίλειο να παραμένει στενότατα συνδεδεμένο με την ΕΕ), επηρεάζει αρνητικά την Ενωση. Αποτελεί πρώτα απ’ όλα μια εκδήλωση, μια ψήφο δυσπιστίας στο μέλλον της Ενωσης, έστω κι αν η Ενωση κατάφερε να διατηρήσει την ενότητά της αλλά και να επιβάλει όρους για το Brexit που αποθαρρύνουν οποιαδήποτε άλλη χώρα-μέλος να μπει στον πειρασμό για κάτι παρεμφερές. Αλλά, όπως είπε και ο Μακρόν, το Brexit δείχνει ότι η Ενωση είναι «εύθραυστη» και γι’ αυτό χρειάζεται η επανίδρυσή της.

Αλλά χωρίς αμφιβολία οι ευρωεκλογές του Μαΐου θα είναι το αποφασιστικό γεγονός και ο εφιάλτης της νέας χρονιάς που θα προσδιορίσει το μέλλον της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Θα είναι με άλλα λόγια οι κρισιμότερες ευρωεκλογές από την έναρξη του θεσμού το 1979. Οι ευρωεκλογές της ανατροπής ίσως. Και πάντως οι εκλογές που θα διεξαχθούν, ως φαίνεται, πάνω σε ευρωπαϊκή ατζέντα θεμάτων, καθώς όλες οι προηγούμενες είχαν ουσιαστικά πολύ λίγο ευρωπαϊκό χρώμα και περισσότερο εθνικό. Και πάντως με το ενδιαφέρον των πολιτών γι’ αυτές να φθίνει, όπως αντανακλάται στη σταθερά μειούμενη συμμετοχή – από 63% το 1979 σε πανευρωπαϊκό επίπεδο σε 42,8% το 2014! Η νέα κρίσιμη ευρωπαϊκή ατζέντα αλλά και το γεγονός ότι από το 2014 λειτουργεί στο πλαίσιο της εκλογικής διαδικασίας ο θεσμός του «ηγετικού υποψηφίου» (sptzenkandidaten) για την προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής συμβάλλουν στην ενίσχυση του ευρύτερου πολιτικού ενδιαφέροντος για τις ευρωεκλογές.

Τον ερχόμενο Μάιο θα συγκρουστούν κάπως σχηματικά δύο διαφορετικές αντιλήψεις για το μέλλον της Ευρώπης.

Πρώτον, η εθνολαϊκιστική αντίληψη κυρίως της ακροδεξιάς εκδοχής (αλλά όχι μόνο, καθώς υπάρχει και η τοξική ακροαριστερή εκδοχή).

Οι εθνολαϊκιστικές ακροδεξιές δυνάμεις (από τον Συναγερμό της Μαρίν Λεπέν στη Γαλλία, τη Λέγκα του Ματέο Σαλβίνι στην Ιταλία, το Φιντέλ του Ορμπαν στην Ουγγαρία αλλά και άλλες δυνάμεις σε Γερμανία, Πολωνία, Δανία, Σουηδία κ.α.) επιδιώκουν ουσιαστικά την κατεδάφιση της Ευρωπαϊκής Ενωσης, αν και δεν το διατυπώνουν ανοιχτά τώρα, και την επιστροφή της Ευρώπης στο καθεστώς των ανεξέλεγκτων εθνικών κρατών και του ακραίου εθνικισμού. Στο καθεστώς δηλαδή το οποίο ευθύνεται για τις αιματηρές εμφύλιες συγκρούσεις στην Ευρώπη, τους ολοκληρωτισμούς, την ξενοφοβία, τον ρατσισμό και όλα τα άλλα δεινά, «δαίμονες του παρελθόντος». Στην επιδίωξη αυτή παραβλέπουν πλήρως ότι η σταθερότητα και ειρήνη στην Ευρώπη οφείλεται εν πολλοίς στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης αλλά και στο γεγονός ότι τα σύγχρονα προβλήματα και προκλήσεις (κλιματική αλλαγή, μεταναστευτικές ροές, τρομοκρατία, τεχνολογική επανάσταση κ.λπ.) δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν στο πλαίσιο του εθνικού κράτους. Υπάρχουν φόβοι ότι υπέρ των εθνολαϊκιστικών δυνάμεων στις ευρωεκλογές «θα παρέμβει» μέσω του κυβερνοχώρου η Ρωσία. Γι’ αυτό και η ΕΕ λαμβάνει μέτρα. Και η χώρα την οποία θα πρέπει να προσέχει κάποιος ιδιαίτερα είναι η Γαλλία βεβαίως.

Δεύτερον, η φιλοενοποιητική αντίληψη των δημοκρατικών ευρωπαϊκών πολιτικών δυνάμεων. Οι τελευταίες κατανοούν την απειλή που αντιπροσωπεύει ο εθνολαϊκισμός όχι μόνο για την ενοποίηση αλλά και για τη δημοκρατία αυτή καθαυτή στην Ευρώπη. Επομένως θα πρέπει να έχουν ισχυρή πλειοψηφία για να προωθήσουν ένα πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων και ενοποιητικών μέτρων που θα διασφαλίσουν τη βιωσιμότητα αλλά και θα αποκαταστήσουν τη νομιμοποίηση του ευρωπαϊκού συστήματος στα μάτια των ευρωπαίων πολιτών και της κοινωνίας.

Βέβαια στο εσωτερικό των δημοκρατικών φιλοενοποιητικών πολιτικών δυνάμεων υπάρχουν συντηρητικές και προοδευτικές προσεγγίσεις για την εμβάθυνση της ενοποίησης. Οι πρώτες (συντηρητικές) θεωρούν λίγο-πολύ ότι το σημερινό πρότυπο που θέτει στο επίκεντρο την ενιαία εσωτερική αγορά θα πρέπει με ορισμένες οριακές προσθήκες να συνεχιστεί. Οι δεύτερες (προοδευτικές) εκτιμούν ότι το σημερινό πρότυπο θα πρέπει σταδιακά να μετεξελιχθεί σε πολιτική ένωση ομοσπονδιακής λογικής με ισχυρές υπερεθνικές πολιτικές αναδιανεμητικού περιεχομένου (κοινωνική πολιτική, πολιτική σύγκλισης κ.λπ.), κοινή αμυντική πολιτική και κοινή άμυνα, κοινή μεταναστευτική πολιτική, ολοκληρωμένη οικονομική και νομισματική ένωση (ΟΝΕ) και ισχυρούς υπερεθνικούς κεντρικούς θεσμούς. Εκτιμώ ότι η δεύτερη προσέγγιση είναι η αναγκαία σήμερα όχι για λόγους «φιλοευρωπαϊκής ιδεολογίας» αλλά γιατί αυτό «απαιτούν» τα προβλήματα, οι προκλήσεις και κυρίως η ευρωπαϊκή κοινωνία…

Ο κ. Π. Κ. Ιωακειμίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου του FEPS.