Ετοιμάζουν ισπανικό μοντέλο στα «κόκκινα» δάνεια
Τι σχεδιάζουν τα funds και οι εξειδικευμένες εταιρείες που θα αναλάβουν τη διαχείριση του μεγαλύτερου μέρους των «κόκκινων» χαρτοφυλακίων

Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Προ των πυλών ενός κύκλου σαρωτικών «κουρεμάτων» σε όλους τους τύπους δανείων βρίσκεται η εγχώρια τραπεζική αγορά, καθώς η διαχείριση του μεγαλύτερου μέρους των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων θα τεθεί εκτός τραπεζικών τειχών μέσα στον επόμενο ενάμιση χρόνο.
Σύμφωνα με τους επιχειρησιακούς σχεδιασμούς των τραπεζών, έως και το τέλος του 2020 θα έχει τιτλοποιηθεί ή πουληθεί τουλάχιστον το 40% των «κόκκινων» χαρτοφυλακίων, ονομαστικής αξίας άνω των 30 δισ. ευρώ, ενώ το μεγαλύτερο μέρος των προβληματικών χορηγήσεων που θα παραμείνουν εντός ισολογισμών θα δοθεί σε τρίτους για το απαραίτητο ξεσκαρτάρισμα.
Πρόκειται για μια διαδικασία που αναμένεται να επιταχυνθεί σημαντικά αργότερα μέσα στη χρονιά με την ενεργοποίηση των σχεδίων υποβοήθησης του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και της Τράπεζας της Ελλάδος, που προβλέπουν την τιτλοποίηση δανείων έως 20 και 40 δισ. ευρώ αντίστοιχα με χρήση κρατικών εγγυήσεων.
Οι αποφάσεις
Υστερα από κάθε συναλλαγή, τον πρωταρχικό, αν όχι τον μοναδικό λόγο στον τρόπο αντιμετώπισης κάθε δανειολήπτη θα έχει ο ανεξάρτητος διαχειριστής που θα επιλεγεί. Στις πωλήσεις τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Ο νέος ιδιοκτήτης των χρεών θα κινηθεί όπως επιθυμεί.
Από την άλλη πλευρά, στις τιτλοποιήσεις, ένα μέρος των ομολόγων που θα εκδοθούν θα διατεθεί σε τρίτους έναντι κάποιου τιμήματος. Οι τελευταίοι θα έχουν έννομο συμφέρον για τον τρόπο ανάκτησης των οφειλών, καθώς από τα έσοδα της διαχείρισης θα εξαρτάται η αποπληρωμή των τίτλων που θα έχουν αποκτήσει. Αρα και σε αυτή την περίπτωση η δυνατότητα παρέμβασης των τραπεζών στο κομμάτι της διαχείρισης περιορίζεται αισθητά.
Μεγαλύτερη επιρροή θα έχουν τα πιστωτικά ιδρύματα στα «κόκκινα» δάνεια που θα δοθούν με απλή ανάθεση σε τρίτους για να τα «καθαρίσουν». Ωστόσο και σε αυτή την περίπτωση οι συμβάσεις που θα υπογραφούν με τους διαχειριστές θα προβλέπουν συγκεκριμένες προμήθειες επί των ανακτημένων ποσών. Ως εκ τούτου, δεν νοούνται παρεμβάσεις από την πλευρά των τραπεζών που θα καθυστερούσαν τη θεραπεία ή τη ρευστοποίηση ενός ενεχύρου.
Γενναίες αναδιαρθρώσεις
Οπως επισημαίνει τραπεζική πηγή, τόσο στα δάνεια που θα πουληθούν όσο και σε αυτά που θα τιτλοποιηθούν τα περιθώρια γενναίων αναδιαρθρώσεων είναι σημαντικά.
Πρωταρχικός στόχος των νέων διαχειριστών θα είναι να δώσουν χωρίς καθυστέρηση μια δεύτερη ευκαιρία στον οφειλέτη, που θα είναι βιώσιμη, υπό την προϋπόθεση ότι δεν είναι στρατηγικός κακοπληρωτής και ότι τα περιουσιακά και εισοδηματικά του κριτήρια δεν δικαιολογούν πιο επιθετικές λύσεις. Στις πωλήσεις ανοιγμάτων με εξασφαλίσεις τα χρέη πωλούνται γύρω στο 30% της ονομαστικής τους αξίας, με βάση τις συναλλαγές που έχουν γίνει έως τώρα. Αρα το fund έχει δύο τρόπους για να κερδίσει χρήματα:
Πρώτον, να ρευστοποιήσει το ενέχυρο σε τιμή μεγαλύτερη του 30% του χρέους, αποκομίζοντας κέρδος.
Δεύτερον, να προτείνει στον οφειλέτη μια ρύθμιση που θα επιτρέψει την ανάκτηση ενός ποσοστού μεγαλύτερου του 30% της οφειλής, σε όρους παρούσας αξίας. Εάν επέλθει συμφωνία και ο δανειολήπτης ξεκινήσει την αποπληρωμή, τότε «κλειδώνουν» έσοδα για το fund και υπάρχει η προοπτική μεταπώλησης της οφειλής μόλις «πρασινίσει», δηλαδή μετά την πάροδο ενός-δύο ετών, ξανά σε μια τράπεζα.
Παράδειγμα διαγραφής
Για παράδειγμα, ένα επιχειρηματικό δάνειο 100.000 ευρώ πωλείται στο 30% της αξίας του. Τo fund προτείνει στον οφειλέτη «κούρεμα» της τάξης του 60%, υπό τον όρο αποπληρωμής του υπολοίπου σε δόσεις, με ένα λογικό επιτόκιο που δεν «πνίγει» την εταιρεία. Εάν ο οφειλέτης αποπληρώνει χωρίς καθυστερήσεις το δάνειο για ένα διάστημα 12-24 μηνών, καθίσταται εξυπηρετούμενο και αυξάνονται οι πιθανότητες πώλησής του ξανά σε ένα πιστωτικό ίδρυμα σε τιμή υψηλότερη του 30% στην οποία είχε αρχικώς αγοραστεί.
Με τον τρόπο αυτόν κερδίζουν όλοι:
1. Ο δανειολήπτης, που κέρδισε γενναίο «κούρεμα», το οποίο δύσκολα η τράπεζα θα έδινε λόγω του ηθικού κινδύνου.
2. Η τράπεζα, που απαλλάχθηκε από τη διαχείριση του ανοίγματος, απελευθερώνοντας κεφάλαια και ανθρώπινο δυναμικό για την ανάπτυξη των εργασιών της. Από την άλλη πλευρά, αν ύστερα από δύο-τρία χρόνια ξαναγοράσει το δάνειο αποκτά με μία κίνηση ένα καθαρό άνοιγμα που αυξάνει το ενεργητικό της και μειώνει τους δείκτες καθυστερήσεων.
3. Το fund, που αγόρασε στο 30% και πούλησε σε υψηλότερη τιμή.
Ιδια θα είναι η λογική και στις τιτλοποιήσεις, καθώς η τράπεζα θα έχει αναλάβει ήδη ένα μεγάλο μέρος της ζημιάς. Ως εκ τούτου, τα περιθώρια «κουρέματος» της οφειλής, για τη θεραπεία των συνδεδεμένων δανείων, θα είναι σημαντικά.
Τα οφέλη για την οικονομία
Οπως επισημαίνει μιλώντας στο «Βήμα» ο Guillermo Barquin Orbea, Partner στην PwC, ο οποίος συνεργάζεται με όλους τους συστημικούς ομίλους σε συμβουλευτικό επίπεδο για την αποτελεσματικότερη διαχείριση των «κόκκινων» δανείων, «χωρίς ένα πλήρως λειτουργικό τραπεζικό σύστημα η οικονομία δεν μπορεί να λειτουργήσει σωστά. Και αυτό διότι κατά τη διάρκεια μιας χρηματοοικονομικής κρίσης οι τράπεζες αφιερώνουν το μεγαλύτερο μέρος των πόρων τους για να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα των επισφαλειών, με αποτέλεσμα η ρευστότητα που διοχετεύεται στην αγορά μέσω των δανείων να περιορίζεται αισθητά».
Σύμφωνα με τον ίδιο, «στόχος της στρατηγικής των ελληνικών τραπεζών στον τομέα των «κόκκινων» δανείων θα πρέπει να είναι η απαλλαγή από την καθημερινή διαχείριση, ώστε το προσωπικό τους να εστιαστεί στην ανάπτυξη νέων εργασιών». Στο πλαίσιο αυτό, στις συζητήσεις που έχει με τις τραπεζικές διοικήσεις, επιμένει στην ανάγκη αποτελεσματικής αξιοποίησης των εργαζομένων και των ταλέντων τους τόσο στη διαδικασία ανάκτησης των προβληματικών ανοιγμάτων όσο και στις πωλήσεις νέων δανείων.
«Κάθε πιστωτικό ίδρυμα θα πρέπει να εκτιμήσει το μέγιστο ποσό ανάκτησης από κάθε επισφάλεια και να επιτρέψει σε τρίτους να επιτύχουν τον στόχο που θα τεθεί. Για τον λόγο αυτόν, είναι πολύ σημαντικό να πάρουν οι ελληνικές τράπεζες μαθήματα από τη διεθνή εμπειρία και να προχωρήσουν στη δημιουργία συνεργασιών με ειδικούς στο θέμα της διαχείρισης» σημειώνει ο Partner της PwC.
Η εμπειρία δείχνει τον δρόμο
Η αντιμετώπιση του προβλήματος των «κόκκινων» δανείων στην Ισπανία, παρά τις διαφορές με την ελληνική πραγματικότητα, μπορεί να αποτελέσει πιλότο. Στη χώρα της Ιβηρικής Χερσονήσου στο απόγειο της κρίσης το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων έφθασε το 13,60%.
Μπορεί σε σύγκριση με το ελληνικό 50% να υπάρχει… απόσταση, ωστόσο σε απόλυτα μεγέθη τα «κόκκινα» δάνεια ήταν διπλάσια σε σχέση με την Ελλάδα, αγγίζοντας τα επίπεδα των 200 δισ. ευρώ το 2013. Μέσα σε έξι χρόνια τα ισπανικά προβληματικά δάνεια μειώθηκαν κατά 55% στο 6%. Κομβικό ρόλο στην επίτευξη αυτού του στόχου έπαιξε η σύσταση μιας κεντρικής bad bank, η οποία ανέλαβε τη διαχείριση του μεγαλύτερου μέρους τους.
Με τον τρόπο αυτόν επιταχύνθηκε ο ρυθμός αποκλιμάκωσης των σχετικών δεικτών και οι τράπεζες άρχισαν να επικεντρώνονται στις παραδοσιακές εργασίες τους.
Οταν οι επενδυτές εισήλθαν στην αγορά ιδιωτικού χρέους της Ισπανίας, διαπίστωσαν σε σύντομο χρονικό διάστημα πως οι πλειστηριασμοί ενεχύρων, παρότι ήταν πιο αποτελεσματικοί και προβλέψιμοι, κόστιζαν αρκετά, μειώνοντας το τελικό κέρδος. Επιπλέον, άφηναν τους δανειολήπτες με ανεξόφλητα υπόλοιπα, τα οποία θα έπρεπε να αποπληρώσουν τα επόμενα χρόνια.
Ετσι οι εταιρείες διαχείρισης στράφηκαν στις ρυθμίσεις.
Με τον τρόπο αυτόν αυξήθηκαν σε σημαντικό βαθμό οι φιλικές αναδιαρθρώσεις χρεών, οδηγώντας σε αύξηση των ανακτήσεων κατά περίπου 40%. Ταυτόχρονα οι οφειλέτες απαλλάχθηκαν από ένα μεγάλο μέρος των οφειλών τους. Αυτή τη στιγμή εκτιμάται ότι το 50% των ανακτήσεων προέρχεται από ρυθμίσεις δανείων έναντι 0% πριν από περίπου πέντε χρόνια.

