Μετά τις εξαγγελίες και τις ανακοινώσεις κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης στον απόηχο της ΔΕΘ, ήρθε η ώρα για απολογισμό των μακροοικονομικών μεγεθών της οικονομίας και αξιολόγηση της κατάστασης στην οποία έχει περιπέσει η πραγματική οικονομία ώστε να στοιχειοθετηθεί η εκπόνηση ενός σοβαρού εθνικού σχεδίου με συγκεκριμένες προτεραιότητες στη μεταμνημονιακή εποχή. Οι προτεραιότητες αυτές  θα συντελέσουν στην αναζωογόνηση της αγοράς, θα συμβάλουν στην ανάκαμψη αρχικά και στην πραγματική ανάπτυξη στη συνέχεια της Οικονομίας σε μια νέα αυτή τη φορά αναθεωρητική βάση που εξυπηρετεί μακρόπνοους εθνικούς στόχους.
Αυτό σημαίνει ότι πρέπει ως κυβέρνηση υπεύθυνη και ως κοινωνία συνειδητοποιημένη να απαλλαγούμε από πλάνες που το λιγότερο θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε με υψηλή δόση αφέλειας ή εκ του πονηρού προερχόμενες και το περισσότερο, από συγγενή χρόνια αδυναμία λόγω δεδομένης ανικανότητας του πολιτικού προσωπικού να αντιστρέψει το κλίμα και να δημιουργήσει ευνοϊκό για παράδειγμα επιχειρηματικό περιβάλλον αλλά και ουσιαστικές προϋποθέσεις εφαρμογής προτεραιοτήτων στην οικονομία.
Μια πρώτη πλάνη είναι ότι οι χαμηλοί φορολογικοί συντελεστές συνιστούν μοναδικό και αναγκαίο κριτήριο επενδυτικής φιλοξενίας. Βεβαίως αποτελούν κριτήριο αλλά όχι κυρίαρχο, καθώς η πραγματικότητα αποδεικνύει ότι χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές έχει π.χ. η Κύπρος με 12%, η Πορτογαλία με 18%, αλλά επενδυτικός οργασμός παρατηρείται αντίστοιχα στη Γερμανία, στη Γαλλία και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες του Βορρά που έχουν υψηλότερους συντελεστές. Μια δεύτερη πλάνη είναι ότι η ενίσχυση της εξαγωγικής δραστηριότητας που αντανακλά την αύξηση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας οφείλεται κατά κύριο λόγο στη μείωση του εργατικού κόστους και στη σκληρή δημοσιονομική προσαρμογή που έχουν υποστεί νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Κανείς όμως δεν υπολογίζει, από την άλλη, τις παράπλευρες  επιπτώσεις αυτής της άδικης προσαρμογής στη λειτουργία της πραγματικής οικονομίας με συνεχή αποδυνάμωση του αγοραστικού διαθεσίμου εισοδήματος και της κατανάλωσης. Ωστόσο η άσκηση σοβαρής πολιτικής αναθεωρημένων εθνικών προτεραιοτήτων είναι κάτι περισσότερο από τους προηγούμενους κοντόφθαλμους εγκλωβισμούς που αλληθωρίζουν με πρόσκαιρα πολιτικά οφέλη και στενεύουν την παραγωγική βάση της Οικονομίας λειτουργώντας υπονομευτικά.
Αντίθετα σημαίνει πρώτα απ’ όλα την ύπαρξη μιας σοβαρής κυβέρνησης με σοβαρούς ανθρώπους που έχουν να επιδείξουν εύσημα στον πρότερο εργασιακό τους βίο και δευτερευόντως σημαίνει γνώση της τέχνης τού διοικείν, όραμα, συγκεκριμένο σχέδιο και τόλμη αντίκρουσης αφενός των όποιων αντιπερισπασμών από περιφερειακές δυνάμεις της αδράνειας που επιθυμούν ικανοποίηση των ιδιοτελών τους συμφερόντων και αφετέρου των γραφειοκρατικών αγκυλώσεων που είναι τροχοπέδη σε οποιαδήποτε αναθεωρητική αναπτυξιακή, μεταμνημονιακή προοπτική του τόπου προς όφελος των πολλών και όχι των ολίγων.
Συγκεκριμένα, οι εθνικές αυτές προτεραιότητες θα ευαγγελίζονται τις αρχές και αξίες μιας νέου τύπου επιχειρηματικότητας που απελευθερώνει υγιείς δυνάμεις, παίρνει ρίσκα, είναι μαχόμενη- δημιουργική, είναι έξυπνη, έχει φαντασία και γεννά νέες θέσεις εργασίας.
Οσον αφορά τώρα τις στοχεύσεις μεγέθυνσης του εθνικού παραγόμενου πλούτου της χώρας αυτές θα προσδιορίζονται σε τρία βασικά επίπεδα:
Στο επίπεδο των επενδύσεων, με αναγκαίες εισροές κινητικότητας ξένων κεφαλαίων καθώς οι εγχώριες μόνο επενδύσεις δεν καλύπτονται από την εγχώρια αποταμίευση και ως εκ τούτου χρειάζονται ξένα κεφάλαια με ταυτόχρονη όμως αύξηση των εξαγωγών ώστε να απομειωθούν οι επιπτώσεις στο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Σημειωτέον ότι οι επενδύσεις σήμερα ανέρχονται μόνον στα 20 δισ. ευρώ, υπολειπόμενες σε σχέση με τα 45 δισ. του 2009 ως αποτέλεσμα κύρια πλασματικής ζήτησης βασιζόμενες σε εξωτερικό δανεισμό και σε συγκεκριμένους κλάδους π.χ. κατασκευές. Οι επενδύσεις σήμερα απαιτείται να έχουν παραγωγικό χαρακτήρα και να συγχρονίζονται με τον ρυθμό αποταμίευσης της οικονομίας που παραμένει σε ασθενικό επίπεδο σε ποσοστό 11% του ΑΕΠ (20 δισ.), ενώ στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης το ποσοστό αυτό ανέρχεται στο 20% του ΑΕΠ.
Στο επίπεδο των εξαγωγών, που ενώ σήμερα παρατηρείται αύξηση της τάξης του 11% σε αξία και 9% σε όγκο για τον μήνα π.χ. Ιούλιο, αντίστοιχα σε ανοδικά επίπεδα κινούνται και οι εισαγωγές κατά 11% με επιπτώσεις στη διόγκωση του εμπορικού ελλείμματος (1,5 δισ. για τον μήνα Ιούλιο). Μέχρι σήμερα από τις αρχές του 2018 οι εξαγωγές ανέρχονται στα 13 περίπου δισ. ευρώ ενώ οι εισαγωγές στα 22 δισ., το δε εμπορικό έλλειμμα στα 9 δισ. ευρώ. Μια γενναία πολιτική εξαγωγών θα προσανατολιζόταν στην επιλογή κλάδων που απηχούν εμπορεύσιμα προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας που συμμετέχουν επάξια και ανταγωνίζονται στο διεθνές περιβάλλον με αντίστοιχα άλλα ανταγωνιστικά προϊόντα. Τέτοιοι κλάδοι υψηλής εξαγωγικής προτεραιότητας είναι π.χ. τα logistics, η ναυτιλία, ο τουρισμός, έξυπνες εμπορικές εφαρμογές κ.ά.
Στο επίπεδο της κατανάλωσης, μιας και είναι αδύνατον να παραμεληθεί λόγω συμμετοχής στο ΑΕΠ πάνω από 70%, με αυστηρές όμως παραμέτρους διαφοροποίησης του προϊοντικού μείγματος με στοιχεία ελληνικότητας καθώς και ενδυνάμωσής της στην κατεύθυνση ανάδειξης εθνικών προϊόντων-πρωταθλητών, παραγομένων σε μεγάλο όμως ποσοστό στην Ελλάδα, τα οποία θα έλξουν το ενδιαφέρον αγοράς όχι μόνο του εγχώριου αγοραστικού κοινού αλλά και ξένων επισκεπτών-αγοραστών.
Ωστόσο, παρά τη δυσάρεστη πραγματικότητα και τις πολλές επιφυλάξεις ως προς την ικανότητα υλοποίησης αυτού του εθνικού σχεδίου, η ρήση του Δημοσθένη παραμένει πάντα επίκαιρη και αναδύει έναν αέρα αισιοδοξίας και μια νότα ελπίδας για την επόμενη ημέρα…
«Είναι καλύτερα που φτάσαμε εδώ που φτάσαμε διότι δεν κάναμε ό,τι έπρεπε. Αρα μπορούμε να τα διορθώσουμε. Διότι αν φτάναμε ως εδώ έχοντας κάνει όσα έπρεπε δεν θα υπήρχε ελπίδα».
 
Ο κ. Αντώνης Ζαΐρης είναι αναπληρωτής αντιπρόεδρος του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Λιανικού Εμπορίου Ελλάδος.