Ο χρόνος μετράει αντίστροφα για τη λήξη της δημόσιας διαβούλευσης του νομοσχεδίου που κατέθεσε το υπουργείο Υγείας και ενσωματώνει ρυθμίσεις που επιχειρούν να αλλάξουν ριζικά τις εργασιακές σχέσεις εντός του ΕΣΥ. Οι αλλαγές που δρομολογούνται δημιουργούν συνθήκες για γιατρούς πολλών ταχυτήτων, σβήνοντας τις κόκκινες γραμμές από και προς τον ιδιωτικό τομέα.

Διαβάστε ακόμη: Η επόμενη μέρα για τον ΕΟΔΥ και τη δημόσια υγεία στην Ελλάδα

Σε εμφύλιο η ιατρική κοινότητα

Πιο συγκεκριμένα, το νομοσχέδιο για τη «Δευτεροβάθμια περίθαλψη, ιατρική εκπαίδευση και λοιπές διατάξεις αρμοδιότητας του υπουργείου Υγείας», που φέρει την υπογραφή της αναπληρώτριας υπουργού Μίνας Γκάγκα, εισάγει μεταξύ άλλων την άρση της αποκλειστικής απασχόλησης στο ΕΣΥ.

Ετσι, στις σελίδες του περιγράφεται ένα σαφώς πιο ευέλικτο πλαίσιο εργασίας για τους γιατρούς των δημόσιων νοσοκομείων, οι οποίοι θα έχουν τη δυνατότητα να διατηρούν ακόμη και ιδιωτικό ιατρείο ή να απασχολούνται στον ιδιωτικό τομέα (κλινικές, διαγνωστικά κέντρα κ.ο.κ.) δύο φορές την εβδομάδα, υπό την προϋπόθεση ότι θα συμμετέχουν στην ολοήμερη, πέραν του τακτικού ωραρίου, λειτουργία του νοσοκομείου επίσης δύο φορές την εβδομάδα.

Ο στόχος είναι διττός: Αφενός, οι γιατροί των δημόσιων νοσοκομείων αποκτούν τα «προνόμια» των πανεπιστημιακών και στρατιωτικών συναδέλφων τους, αφετέρου δημιουργούνται οικονομικά κίνητρα για να γίνει εκ νέου το ΕΣΥ πιο δελεαστικό για τους νέους αλλά και τους παλαιότερους επιστήμονες. Και παρότι ο νομοθέτης έχει ανοίξει τη βεντάλια των ευκαιριών σχεδόν για το σύνολο των ειδικοτήτων, δημιουργώντας ένα όσο το δυνατόν δικαιότερο πλαίσιο ισότιμης πρόσβασης σε έξτρα αποδοχές, σε πρώτη φάση δίδεται ιδιαίτερη έμφαση σε εκείνες τις ειδικότητες όπου παρατηρούνται «μαύρες τρύπες» – με το παράδειγμα των αναισθησιολόγων να είναι το πλέον ενδεικτικό.

Επιπρόσθετα όμως, το άρθρο 7 ανοίγει την πόρτα των δημόσιων κλινικών και σε ιδιώτες γιατρούς, καθώς θα μπορούν να καταλαμβάνουν θέσεις που έχουν αποβεί άγονες με το καθεστώς της μερικής απασχόλησης.

Μοιραία, η συζήτηση δεν εξελίσσεται ανώδυνα, με τις απόψεις που διατυπώνονται να μαρτυρούν για ακόμη μία φορά τον εμφύλιο μέσα στους γιατρούς αλλά και στον πολιτικό στίβο. Ετσι, αφενός στα σχόλια ορισμένοι κάνουν λόγο για «διόρθωση μιας μεγάλης αδικίας» και για ρυθμίσεις που επαναφέρουν την αξιοπρέπεια στους λειτουργούς του Ιπποκράτη που υπηρετούν το δημόσιο σύστημα, ενώ δεν λείπουν και ισχυρές φωνές που επιμένουν πως το εν λόγω νομοσχέδιο θα λειτουργήσει ως «ταφόπλακα» για το ΕΣΥ.

Παράλληλα, έντονες αντιρρήσεις εκφράζει και η αξιωματική αντιπολίτευση, με τον τομεάρχη Υγείας του ΣΥΡΙΖΑ Ανδρέα Ξανθό να υπογραμμίζει πως πρόκειται «ξεκάθαρα για πολιτική επιλογή οριστικής διάλυσης του δημόσιου συστήματος Υγείας». Προειδοποιεί δε, πως το προωθούμενο μοντέλο θα επιστρέψει τη χώρα «στην προ ΕΣΥ περίοδο, στην εποχή δηλαδή που περίθαλψη είχαν μόνο όσοι είχαν χρήματα ή πολιτικό μέσον», κάνοντας συνεπώς λόγο για κοινωνική οπισθοδρόμηση.

Εν τω μεταξύ αύριο έχει προγραμματιστεί συνάντηση του τομέα Υγείας της ΝΔ για το επίμαχο νομοσχέδιο, το οποίο κατά πληροφορίες έχει προκαλέσει κλίμα ανησυχίας και αμφισβήτησης στους γιατρούς και του κυβερνητικού κόμματος.

Χωρίς πολιτικές συναινέσεις

Υπό τις εξελίξεις αυτές, όπως παρατηρεί μιλώντας στο «Βήμα» ο καθηγητής Πολιτικής Υγείας και κοσμήτωρ της Σχολής Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, Κυριάκος Σουλιώτης, ενώ η κοινωνική συναίνεση για μια δομική μεταρρύθμιση του υγειονομικού τομέα που θα έχει στον πυρήνα της την ενίσχυση του ΕΣΥ είναι καταγεγραμμένη, σε τεχνικό επίπεδο δεν φαίνεται να προκύπτουν πολιτικές συναινέσεις, για ακόμη μία φορά.

«Για παράδειγμα, αν και η ανάγκη για ένα νέο πλέγμα κανόνων που θα διέπει τη σχέση του δημόσιου με τον ιδιωτικό τομέα υγείας είναι δεδομένη, η ευελιξία στο πλαίσιο απασχόλησης των επαγγελματιών υγείας – ιδίως των ιατρών – δεν τυγχάνει, ακόμα, καθολικής αποδοχής. Ειδικότερα, ο σχεδιασμός για τη νοσοκομειακή περίθαλψη περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την υπέρβαση των παραδοσιακών στεγανών μεταξύ των δύο τομέων, με τη δυνατότητα του ΕΣΥ να συνεργάζεται με ιδιώτες ιατρούς και το δικαίωμα των ιατρών του ΕΣΥ να παρέχουν ιδιωτικό έργο. Επιλογές οι οποίες, όπως κάθε πολιτική επιλογή, έχουν θετικά και αρνητικά σημεία, με αποτέλεσμα η αξιολόγησή τους να συνιστά μια απαιτητική διεργασία» προσθέτει.

Επειτα και επιχειρώντας να ξεκινήσει τη συζήτηση από το «Α» αναφέρει πως «αν η απασχόληση ιδιωτών ιατρών στο ΕΣΥ είναι μέρος της απάντησης της πολιτείας στο πρόβλημα των κενών του συστήματος, τότε η σκοπιμότητά της είναι προφανής, καθώς με τον τρόπο αυτόν διασφαλίζεται η άμεση στελέχωση των δομών που έχουν ανάγκη, τουλάχιστον μέχρι την ολοκλήρωση των διαδικασιών που προσφέρουν σταθερές και διαχρονικές λύσεις».

Η άσκηση ιδιωτικού έργου

Κάπως έτσι, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς πως αποτελεί τη «δεύτερη καλύτερη λύση». Από την άλλη, η επιλογή της άσκησης ιδιωτικού έργου από ιατρούς των δημόσιων νοσοκομείων απαιτεί ακόμη πιο σύνθετες προσεγγίσεις. «Αν π.χ. η αφετηρία της είναι η αποκατάσταση μιας αδικίας που υφίστανται σε σχέση με άλλους γιατρούς που έχουν αντίστοιχο δικαίωμα (π.χ. πανεπιστημιακοί και στρατιωτικοί), τότε αποκτά μια τεκμηρίωση που βασίζεται σε πραγματικές συνθήκες. Αντίστοιχα είναι ισχυρό το επιχείρημα ότι με αυτόν τον τρόπο αυξάνονται οι επιλογές των πολιτών, οι οποίοι μην ξεχνάμε ότι δηλώνουν σε ποσοστό 35% πρόθεση πληρωμής για υπηρεσίες υγείας, την ίδια στιγμή που το ποσοστό όσων ήδη επιβαρύνονται με άμεσες πληρωμές για υγειονομική φροντίδα ξεπερνά το 65%. Αν όμως προκρίνεται ως λύση ανάγκης στη βάση της διαπίστωσης ότι το σύστημά μας δεν είναι σε θέση να προσφέρει μισθούς που ανταποκρίνονται στο προσφερόμενο έργο, τότε δημιουργείται ο κίνδυνος της παγίωσης μιας πραγματικότητας ενός ΕΣΥ χαμηλά αμειβόμενων ιατρών, που ουσιαστικά θα «εξωθούνται» στην άσκηση και ιδιωτικού έργου λόγω αυτής της συνθήκης».

Αλλαγές και δικλίδες ασφαλείας

Ενα ακόμη σημαντικό ζητούμενο, που φαίνεται να απασχολεί και όσους συμμετέχουν στη διαδικασία της δημόσιας διαβούλευσης, είναι ότι οι αλλαγές αυτές δεν θα πρέπει να λειτουργήσουν υπονομευτικά προς το δημόσιο σύστημα. Σημειώνεται εν τούτοις πως και η ηγεσία του υπουργείου Υγείας αναγνωρίζει την ανάγκη ενός αυστηρού πλαισίου κανόνων που θα αποτελούν δικλίδα ασφαλείας. Εφόσον συμβούν αυτά, ο κ. Σουλιώτης εντοπίζει στο όλο εγχείρημα και σημαντικές ευκαιρίες: «Το ΕΣΥ θα μπορούσε και να ωφεληθεί οικονομικά, αν π.χ. υιοθετηθεί η πρακτική που ισχύει για τους πανεπιστημιακούς και οι ιατροί του δημόσιου συστήματος που ασκούν και ιδιωτικό έργο υποχρεωθούν να καταβάλλουν ένα μικρό ποσοστό της αμοιβής τους από αυτό υπέρ της δημόσιας δομής στην οποία εργάζονται».

Το νέο «μοντέλο επίθεσης» του ιού

Νέο πανδημικό κύμα εντός και εκτός των συνόρων «βλέπουν» οι επίσημοι υγειονομικοί φορείς, καθώς τα νεότερα μέλη της οικογένειας Ομικρον δείχνουν αποφασισμένα να επικρατήσουν με «όπλο» την ισχυρή ανοσιακή διαφυγή που τα διακρίνει. Οπως όλα δείχνουν άλλωστε, ο SARS-CoV-2 επιμένει να αναζητεί τρόπους ώστε να παραμένει στην επικαιρότητα, ακολουθώντας ένα μονοπάτι εξέλιξης που σβήνει κάθε προσπάθεια συλλογικής ανοσίας.
Μάλιστα, εφέτος τον χειμώνα ο πανδημικός ιός επιχειρεί υιοθετώντας ένα διαφορετικό «μοντέλο επίθεσης». Πιο συγκεκριμένα, επιστρατεύει διαφορετικά υποστελέχη – την BQ. 1 και την BQ. 1.1 αλλά και την ΧΒΒ, που σημειωτέον θεωρούνται οι πιο απειλητικές, σύμφωνα πάντα με την παγκόσμια επιστημονική κοινότητα – δημιουργώντας πολλαπλά μέτωπα.
«Η πανδημία δεν έχει τελειώσει και είμαστε ακόμη σε παγκόσμια κατάσταση έκτακτης ανάγκης» υπογράμμισε την εβδομάδα που μας πέρασε ο επικεφαλής του Γραφείου Βιολογικών Απειλών Υγείας και Στρατηγικής Εμβολίων του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων (ΕΜΑ), Μάρκο Καβαλέρι.

Υπενθυμίζεται δε, πως είχε προηγηθεί η προειδοποίηση του Ευρωπαϊκού Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ECDC), δεδομένου πως τα προγνωστικά μοντέλα δείχνουν πως οι νέες υποπαραλλαγές (και συγκεκριμένα η ΒQ. 1 και η BQ. 1.1) θα ευθύνονται για το 50% των λοιμώξεων από τα μέσα Νοεμβρίου έως τα μέσα Δεκεμβρίου. Επιπρόσθετα και σύμφωνα με τις ίδιες προβλέψεις το αντίστοιχο ποσοστό αναμένεται να εκτοξευθεί στο 80% τις πρώτες εβδομάδες του νέου έτους. Η χώρας μας, όπως προκύπτει από την τελευταία έκθεση του ΕΟΔΥ, δεν αναμένεται να αποτελέσει εξαίρεση, δεδομένου πως έχουν ήδη εντοπιστεί 15 κρούσματα σε Αττική και Θεσσαλονίκη. Συνεπώς, οι επόμενες δύο εβδομάδες θα είναι ενδεικτικές, καθώς θα καταγραφεί η ταχύτητα της κυκλοφορίας τους εντός της κοινότητας. Και παρότι προς το παρόν οι παρατηρήσεις της επιστημονικής κοινότητας δεν καταλήγουν σε ανησυχητικά συμπεράσματα αναφορικά με τη βαρύτητα της νόσου που προκαλούν, οι… γκρίζες εμβολιαστικές ζώνες θα μπορούσαν δυνητικά να δημιουργήσουν τις συνθήκες για έναν νέο κύκλο πίεσης στο ΕΣΥ. Και αυτό διότι οι πολίτες άνω των 60 ετών παραμένουν σταθερά ευάλωτοι έναντι του πανδημικού ιού.

Πιο συγκεκριμένα και σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, μόλις δύο στους 10 πολίτες (22,5%) της συγκεκριμένης πληθυσμιακής ομάδας έχουν ακολουθήσει τις ισχυρές συστάσεις της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών για τα οφέλη των αναμνηστικών δόσεων. Είναι δε ιδιαίτερα σημαντικό να υπογραμμιστεί πως προς το παρόν τα εμβόλια «νέας γενιάς» δεν φαίνεται να έχουν πείσει τα άτομα που διατρέχουν υψηλό κίνδυνο επιπλοκών, δεδομένου πως συνολικά είχαν εκτελεστεί έως τα τέλη της εβδομάδας λίγο περισσότερες από 252.000 δόσεις. Είναι αξιοσημείωτο επίσης, πως προβληματισμό δημιουργεί στην επιστημονική κοινότητα και το γεγονός ότι οι νέες υποπαραλλαγές (συγκεκριμένα οι Α. 2.75.2, ΒΑ. 4.6, BF. 7, BQ. 1.1. και XBB) είναι πιο ανθεκτικές στα μονοκλωνικά αντισώματα, με αποτέλεσμα να αφαιρείται ένα σημαντικό όπλο από τη φαρέτρα των γιατρών.