Ερωτική ουτοπία
Στο καινούργιο μυθιστόρημα της Μαρίας Κουγιουμτζή ο ερωτισμός είναι απαλλαγμένος από τη βία και τη διαστροφή, παραπέμποντας σε μια σχεδόν αγγελική σφαίρα
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Το Κακό φωλιάζει σε κάθε σελίδα της πεζογραφίας (διηγήματα και μυθιστορήματα) της Μαρίας Κουγιουμτζή, κάνοντας κουρέλια τους ήρωές της και οδηγώντας τον ούτως ή άλλως στενόχωρο κόσμο τους στα όριά του. Ο ψυχικός και ο σωματικός θάνατος, σε συνδυασμό με τη σεξουαλική βία, την ηδονική επιδίωξη του πόνου και τον βασανισμό του έρωτα αποτελούν τα έκτυπα χαρακτηριστικά της ανθρωπολογίας της συγγραφέως, με τους ήρωές της να κινούνται υπό τη σκέπη ενός ασαφούς ιστορικού χρόνου, στο εσωτερικό του οποίου παρεισδύει κι ένα αμιγώς φανταστικό στοιχείο: δύσμορφες φιγούρες που σέρνονται στη γη και νεκροί που μιλούν με μιαν απόκοσμη λαλιά ή κυνηγούν δυναστικά (σαν να είναι ακόμη ζωντανοί) τη μνήμη των δικών τους. Το Κακό όμως θα εμφανιστεί στο έργο της Κουγιουμτζή και ως απολύτως πραγματική – και άκρως ανατριχιαστική – οντότητα: παιδιά που σκοτώνουν εν ψυχρώ τους γονιούς τους και αγόρια που πεθαίνουν φορώντας τα ρούχα της μάνας τους συν έναν δαιμονικό χορό αίματος, πόνου και διαστροφής, όπου κυριαρχεί η πυκνή εναλλαγή μανιώδους φαντασίας και ρεαλιστικής οντολογίας του οικτρού και του θηριώδους στοιχείου των ανθρώπων.
Τα πάντα δείχνουν διαφορετικά στις Νύχτες πυρετού, το καινούργιο, δεύτερο κατά σειρά μυθιστόρημα της Κουγιουμτζή, που κρατάει από το παρελθόν μόνο την ένταση του ερωτισμού και την έξαρση της φαντασίας. Με τη διαφορά πως ο ερωτισμός είναι τώρα απαλλαγμένος από οποιαδήποτε παράμετρο βίας και διαστροφής, παραπέμποντας σε μια σχεδόν αγγελική ή ουτοπική σφαίρα, ενώ η φαντασία τείνει να ταυτιστεί καθ’ ολοκληρίαν με την πραγματικότητα. Εκείνο που πρωτίστως παρακολουθούμε κατά το ξεδίπλωμα του μίτου της πλοκής είναι ο παραληρηματικός λόγος μιας γυναίκας η οποία παραμένει επί χρόνια κλινήρης (ζώντας σε ένα ατέλειωτο κομφούζιο) ή έχει ήδη απέλθει από τα εγκόσμια, αφήνοντας πίσω τα προθανάτια οράματά της. Ενας τελευταίος, οργιώδης αποχαιρετισμός; Μια ύστατη προσπάθεια για άντληση των χαμένων ζωικών χυμών; Ή ένας τρόπος να αρπαχτεί η ηρωίδα από όσα δεν απολάμβανε όταν το σώμα της διατηρούσε ακόμη τις δυνάμεις και την ορμή του; Η απάντηση εξαρτάται από το πώς θα ερμηνεύσει κανείς τα λεγόμενα της πρωταγωνίστριας ή από το πώς θα εκλάβει τις σχέσεις της με τα άλλα πρωταγωνιστικά πρόσωπα της αφήγησης, τα οποία δεν αποκλείεται να αποτελούν απλώς παραλλαγές ή αντικατοπτρισμούς της – εναλλακτικούς εαυτούς προβεβλημένους σε ένα ρευστό και απροσδιόριστο φάσμα.
Θα είχε ενδιαφέρον αν η Κουγιουμτζή επέμενε αταλάντευτα σε αυτή τη γραμμή, επιτρέποντας στην ερωτική της ουτοπία και στην ονειρική και ψευδαισθητική της αφήγηση να ανασάνουν ελεύθερα και να δρέψουν απερίσπαστα τους καρπούς που είναι σε θέση να προσφέρει η διάπλευση του υπερπραγματικού. Παρ’ όλα αυτά, η συγγραφέας αρνείται διαρρήδην να τιθασεύσει το υλικό της, σε μια σύνθεση που θα λειτουργούσε καλύτερα με μια γενναία περικοπή του αριθμού των σελίδων της, αλλά και με μιαν ενότητα ύφους που εδώ μοιάζει εξαρχής ανεύρετη. Και δεν πρόκειται μόνο για την ατυχή ιδέα να εμπλουτιστούν το παραλήρημα και η παράνοια της ηρωίδας με αναφορές στη σκληρή μοίρα της σύγχρονης μετανάστευσης ή στις ιστορικές τύχες του εβραϊσμού, που μολονότι συνδέονται με κάποιους ήρωες, δεν καταφέρνουν να συντονιστούν ούτε μεταξύ τους ούτε με το γενικότερο μυθοπλαστικό και αφηγηματικό κλίμα (είδαμε προεισαγωγικά πόσο αφαιρετικά αντιμετωπίζεται η Ιστορία σε άλλα βιβλία της Κουγιουμτζή). Πρόκειται και για το παντελώς μετέωρο φλερτ με τον λόγο του δοκιμίου: για τις ατέρμονες συζητήσεις περί τέχνης, λογοτεχνίας, κβαντικής φυσικής και ρομποτικής, που και πάλι κατασπαταλούν τα δεσμά τους με τους ήρωες, δημιουργώντας απλώς ένα τεράστιο σκορποχώρι. Το μυθιστόρημα μπορεί ως λογοτεχνικό είδος να είναι πολυσυλλεκτικό. Δεν μπορεί, παρ’ όλα αυτά, να συμπεριλαμβάνει άναρχα στους κόλπους του (και το κυριότερο, χωρίς κανένα κόστος) τα πάντα.

