Το 2004, τότε που η χώρα μας ζούσε στον πυρετό των Ολυμπιακών Αγώνων, στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού μαινόταν μια μάχη. Θα μπορούσε κανείς να την ονομάσει μάχη για τα βλαστικά κύτταρα, καθώς ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ Τζορτζ Μπους αρνούνταν να προσυπογράψει την αξιοποίηση των βλαστικών κυττάρων για θεραπευτικούς σκοπούς, ενώ ομάδες ασθενών που έβλεπαν στα κύτταρα αυτά την πιθανή σωτηρία τους από ανίατες μέχρι τότε νόσους πίεζαν ασφυκτικά. Και τότε συνέβη μια μικρή επανάσταση: οι ψηφοφόροι στην Πολιτεία της Καλιφόρνιας αποφάσισαν τη δημιουργία του Ινστιτούτου για την Αναγεννητική Ιατρική (California Institute for Regenerative Medicine, CIRM) δίνοντας την έγκρισή τους για την τοποθέτηση ομολόγων ύψους 3 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Περιττό να πούμε ότι αποστολή του Ινστιτούτου ήταν η χρηματοδότηση ερευνών που είχαν στόχο την ανάπτυξη θεραπειών με βάση τα βλαστικά κύτταρα.
Από τότε μέχρι σήμερα τα πεπραγμένα του CIRM είναι πολλά και αξιομνημόνευτα καθώς δέκα χιλιάδες ερευνητικά προγράμματα και 49 κλινικές δοκιμές έχουν ήδη χρηματοδοτηθεί. Ωστόσο, οι επιστημονικές επιτυχίες (αναμενόμενες σε έναν βαθμό αν αναλογιστεί κανείς τα οικονομικά μεγέθη) δεν είναι ο λόγος που σήμερα κάνουμε αναφορά σε αυτό. Ο λόγος είναι η διοικητική πυραμίδα αυτού του ερευνητικού οργανισμού: από τα 29 μέλη της διοικούσας επιτροπής, τα 12 προέρχονται από ομάδες ασθενών. Από αυτά τα 12 μέλη δε προέρχονται ο πρόεδρος και ο αντιπρόεδρος! Ολα τα μέλη της επιτροπής έχουν δικαίωμα ψήφου προκειμένου να αποφασιστεί ποια ερευνητικά προγράμματα θα χρηματοδοτηθούν.
Οι επιτυχίες του CIRM δείχνουν ότι το μεικτό διοικητικό μοντέλο δουλεύει καλά, όσο και αν στην αρχή αυτό αμφισβητήθηκε. Οπως μάλιστα λένε τώρα οι ερευνητές του, οι οποίοι ήταν πολύ δύσπιστοι στην παρουσία μη επιστημόνων στις ψηφοφορίες, ακριβώς χάρη στους εκπροσώπους των ασθενών χρηματοδοτήθηκαν έρευνες υψηλού ρίσκου (οι οποίες εν τέλει απέφεραν καρπούς) που πιθανότατα θα απορρίπτονταν από ένα αμιγώς επιστημονικό πάνελ.
Το παράδειγμα του CIRM τείνει σήμερα να ακολουθείται ευρύτερα, κυρίως από πολλές ερευνητικές ομάδες των οποίων οι έρευνες εστιάζονται στο περιβάλλον. Προφανώς! Κανείς δεν είναι καλύτερα τοποθετημένος από τον αυτόχθονα που γνωρίζει τα του χώρου του. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα αργεντινών οικολόγων και υδρολόγων που αγωνίζονταν χρόνια να δημιουργήσουν ένα μοντέλο πρόβλεψης πλημμυρών του ποταμού Ματάνζα στα ανατολικά της χώρας, και το πέτυχαν όταν ζήτησαν τη βοήθεια των γεωργών που καλλιεργούσαν γύρω από αυτόν. Αντίστοιχο είναι το παράδειγμα της έγκριτης ιατρικής επιθεώρησης «British Medical Journal», η οποία εδώ και 5 χρόνια δεν περιορίζεται στην εξέταση των προς δημοσίευση άρθρων μόνο από επιστήμονες αλλά έχει εντάξει στα πάνελ της και ασθενείς και εκπροσώπους ομάδων ασθενών.
Η τάση λοιπόν σήμερα φαίνεται πως είναι ο εκδημοκρατισμός της έρευνας και η συμμετοχή ευρύτερων κοινωνικών ομάδων στη λήψη αποφάσεων. Με δεδομένο ότι εμείς οι φορολογούμενοι είμαστε οι χρηματοδότες των ερευνητικών προγραμμάτων αλλά και οι τελικοί αποδέκτες των καρπών της έρευνας, τα παραπάνω ακούγονται καλοδεχούμενα. Προϋποθέτουν ωστόσο υπεύθυνους και ενημερωμένους πολίτες. Είμαστε άραγε;