Υπάρχουν πολλά πράγματα που μας φαίνονται απολύτως φυσιολογικά πια, αλλά δεν ήταν και τόσο στον καιρό τους.
Καινοτομίες και ρήξεις, τομές και τολμηρές προτάσεις που δεν βρήκαν κανέναν δρόμο ανοιχτό αλλά τον άνοιξαν μόνοι τους.
Υπάρχει κάποιος που να ακούει το «Μέρα Μαγιού μου μίσεψες» με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και να ακούει κάτι παράταιρο; Κάτι αταίριαστο;
Ομως μιλάμε για το 1958, όταν ο Μίκης άρχισε να μελοποιεί το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου, γραμμένο τον Ιούνιο του 1936, βασισμένο σε πραγματικό γεγονός που συνέβη στη Θεσσαλονίκη την Πρωτομαγιά της ίδιας χρονιάς.
Ο σκεπτικισμός από πολλούς περίσσεψε. Δεν έλειψαν και οι πιο ακραίες φωνές που θεωρούσαν μεγάλο ατόπημα του Μίκη να μελοποιήσει αυτό το ποίημα και να το κάνει «ζεϊμπέκικα και χασάπικα».
Ο μελοποιημένος Επιτάφιος ήταν ο πρώτος δίσκος 33 στροφών στην ελληνική δισκογραφία που περιείχε μελοποιημένη ποίηση αυτού του μεγέθους. Βέβαια ο Χατζιδάκις είχε μελοποιήσει από τη δεκαετία του 40 σποραδικά Εγγονόπουλο και Σαχτούρη, όμως εδώ πρόκειται για ολοκληρωμένο έργο και κυρίως για ποίηση που πρώτη φορά παρουσιάζεται με τέτοιον λαϊκό κώδικα.
Για πολλούς τα μπουζούκια και ο Μπιθικώτσης δεν ήταν οι πρέπουσες επιλογές για να αποδώσουν το αίσθημα αυτού του συγκλονιστικού σπαραγμού του Ρίτσου.
Ο Μίκης είχε αντίθετη άποψη, εκείνη την πάντα αντίθετη άποψη που έχουν οι πραγματικά σπουδαίοι – όχι οι απλώς ταλαντούχοι – που τόλμησαν μεγάλες ρήξεις με την εποχή τους.
Η διαδρομή του έργου μέχρι να καταλήξει στη μορφή που ξέρουμε ήταν μεγάλη.
Ο Θεοδωράκης, από το Παρίσι που ζούσε και μελοποίησε το έργο – έστειλε τις παρτιτούρες στον Μάνο Χατζιδάκι, του ζήτησε να ενορχηστρώσει τα οκτώ τραγούδια και να αναλάβει να βρει ερμηνευτή. Ο Χατζιδάκις τα ενορχηστρώνει δίνοντας έμφαση στον λυρισμό, πολύ περισσότερο από τον λαϊκό χαρακτήρα και ήχο που είχε στο μυαλό του ο Μίκης και τα δίνει στη Νάνα Μούσχουρη.
 Το αποτέλεσμα δεν ικανοποίησε τον Μίκη ο οποίος επιστρέφοντας στην Ελλάδα, το 1960, παίρνει τον Μανώλη Χιώτη και τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και ηχογραφούν εκ νέου τα τραγούδια στη μορφή που όλοι γνωρίζουμε σήμερα.
Το 1963 το έργο αποκτά και τρίτη ηχογράφηση, αυτή τη φορά με ερμηνεύτρια τη Μαίρη Λίντα.
Ο Επιτάφιος άνοιξε έναν δρόμο που παρόμοιο δεν συναντάμε σε άλλες μουσικές παραδόσεις. Σε πολλές χώρες μπορεί να μελοποιήθηκε η σπουδαία τους ποίηση αλλά έγινε με έναν πιο λόγιο τρόπο. Μόνο στην Ελλάδα πέρασε στη λαϊκότερη καλλιτεχνική έκφραση, που είναι το τραγούδι και οι λαϊκοί του ρυθμοί.